Αναδημοσίευση από εδώ
Η πλατεία Κλαυθμώνος γέμισε πάλι δάκρυα. Το να χάνεις τη δουλειά σου δεν απαντιέται με συμπεράσματα. Όμως αν δεν συζητήσουμε την κατάσταση του αντιπάλου και τις δικιές μας αδυναμίες, δεν θα φύγουμε ποτέ από το φαύλο κύκλο των δακρύων.
Η πλατεία Κλαυθμώνος γέμισε πάλι δάκρυα. Το να χάνεις τη δουλειά σου δεν απαντιέται με συμπεράσματα. Όμως αν δεν συζητήσουμε την κατάσταση του αντιπάλου και τις δικιές μας αδυναμίες, δεν θα φύγουμε ποτέ από το φαύλο κύκλο των δακρύων.
Κάποιες πρώτες σκέψεις.
Πρώτον, οι πρώτες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων μετά από 102 χρόνια – σε αντίθεση με το Σύνταγμα - αποτελεί μια τεράστια οπισθοχώρηση και νίκη των δυνάμεων του κεφαλαίου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας. Δεν αφορά μόνο το δημόσιο, ούτε μόνο τις πρώτες εκατοντάδες απολυμένων. Πολύ περισσότερο δεν αφορά κάποιο «εξορθολογισμό». Είναι χτύπημα αντιστοίχου μεγέθους με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Τέλος δεν αφορά μόνο τα εργασιακά δικαιώματα, αλλά και το ότι ένας χώρος 400.000 εργαζομένων (δημόσιο, η μεγαλύτερη ομοσπονδία της χώρας η ΑΔΕΔΥ) με συνδικαλιστική δομή και λειτουργία, με ενιαία χαρακτηριστικά και σχετική «ασφάλεια» δε μπόρεσε να δώσει τη μάχη για να προστατέψει τα μέλη του. Γυρνάμε κυριολεκτικά 100 χρόνια πίσω, όχι μόνο συμβολικά, αλλά και σε επίπεδο του πραγματικού συσχετισμού.
Δεύτερον υπάρχει ένα ερώτημα αν μπορούσαν να γίνουν τις τελευταίες μέρες περισσότερα πράγματα. Αν μπορούσε να κλιμακωθεί η αντίσταση. Σίγουρα θα μπορούσαν να μη γίνουν λάθη. Να μην υπάρχει μετασχηματισμός του αιτήματος «καμία απόλυση» στο «βγάλε μερικές θέσεις ακόμα». Να μην κάνει το ΚΚΕ τα τρελά του με τις τροπολογίες για θέσεις εργασίας σε ΙΕΚ σαν ύστατη μορφή πάλης αποδεχόμενο έτσι όλο το θεσμικό πλαίσιο των απολύσεων, αλλά να δοθεί ολόψυχα και ενωτικά στον αγώνα. Ο αγώνας που δόθηκε τελευταίες μέρες ήταν αγώνας ηρωικός από τους συναδέλφους υπό απόλυση αλλά για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους ήταν αγώνας για την τιμή των όπλων. Έλλειψε η ταξική αλληλεγγύη και επικράτησε η ατομική αναδίπλωση και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν μιλάμε για κάθε άλλου τύπου αλληλεγγύη, αλλά αυτή η αλληλεγγύη χάνεται.
Τρίτον το στοίχημα, η σύγκρουση, ήταν μπροστά μας το Μάιο και δευτερευόντως το Σεπτέμβριο. Εκεί που ένα κομμάτι του εργατικού κινήματος είχε την ευκαιρία να αναπτύξει κεντρικό αντιμνημονιακό αγώνα. Που η ΟΛΜΕ μπορούσε να γίνει – είχε πιθανότητες – η νέα ΕΦΕΕ, με την έννοια του ρόλου που έπαιξε στην εξέγερση ενάντια στο καθεστώς της χούντας. Και στις δύο περιπτώσεις η συνδικαλιστική ηγεσία αλλά και η πλειοψηφία της αριστεράς αρνήθηκε αυτή την ευθύνη. Είτε με τη δικαιολογία ότι ο κόσμος δεν είναι έτοιμος, είτε ότι δε μπορεί να πάρει αυτή την ευθύνη, είτε ότι είναι τυχοδιωκτισμός μια τέτοια σύγκρουση, αρνήθηκε την ευθύνη της σύγκρουσης που περιγράφει στα χαρτιά και στα συνθήματα αλλά που καθόλου δεν εννοεί. Να θυμήσουμε ότι το Μάιο το ΚΚΕ είχε πολεμήσει την ιδέα για απεργία στις εξετάσεις, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωνε ότι ψηφίζουμε την απεργία αλλά δεν θα την κάνουμε λόγω επιστράτευσης. Ενώ το Σεπτέμβριο χιλιάδες καθηγητών αποφάσισαν πάλι απεργία διαρκείας από τα κάτω, σε αντίθεση με τις προτάσεις της πλειοψηφίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Ο κόσμος έδωσε το παρόν δύο φορές με τις φοβίες του, τις αντιφάσεις του, αλλά έδωσε το παρόν. Στρατός υπήρχε. Οι στρατηγοί εξαφανίστηκαν. Οι προϋποθέσεις για σύγκρουση δεν υπάρχουν πάντα, δεν υπήρχαν τώρα, υπήρχαν όμως 2 φορές μέσα σε 4 μήνες το προηγούμενο διάστημα. Το ερώτημα που γεννιέται για το μέλλον είναι αν επιδιώκουμε την σύγκρουση ή αν περιμένουμε μια ήρεμη εναλλαγή. Η «ευκαιρία» της σύγκρουσης θα εμφανιστεί ξανά. Τα πολιτικά υποκείμενα άφησαν τους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες (πχ πλατείες) χωρίς ανάληψη ευθύνης. Το ίδιο έκαναν και στους εργατικούς αγώνες. Στις επόμενες συγκρούσεις;
Τέταρτον σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες βαραίνει η έλλειψη ελπίδας. Αν μπορούν να νικήσουν οι αγώνες αλλά και αν δε νικήσουν άμεσα με την καθυστέρηση και άμβλυνση κάποιων μέτρων να δώσουν ώθηση σε μια κυβερνητική αλλαγή που θα σημαίνει και αλλαγή πολιτικής. Σήμερα το «κάτω η κυβέρνηση» δεν ακούγεται στις διαδηλώσεις. Υπάρχει μια μοιρολακτική αναμονή των εκλογών σαν ένα τελευταίο χαρτί, αλλά χωρίς πολλές ελπίδες για ανατροπές στην μνημονιακή κοινωνία που έχει ήδη χτιστεί με βασικά χαρακτηριστικά την ανεργία, τη φτώχεια, το χτύπηπα εργασιακών δικαιωμάτων, τη διάλυση κοινωνικών αγαθών. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το ρεύμα τιμωρίας των μνημονιακών δυνάμεων και κυρίως του ΠΑΣΟΚ, αλλά έκτοτε δεν το πολιτικοποίησε, δεν το μετέτρεψε σε ρεύμα διεξόδου. Το ανάποδο. Τα ήξεις αφήξεις γύρω από την κατάργηση των μνημονίων, το χρέος, την ευρωζώνη και τις διαπραγματεύσεις, τα λέμε απ’ όλα και γενικότητες αλλά τίποτα συγκεκριμένο, τα «κρατάτε μικρά καλάθια» γιατί δεν θα αλλάξουμε και πολλά, το χάιδεμα των αυτιών στο ΣΕΒ, σε συνέδρια του Economist, του ιδρύματος Καραμανλή κ.α., η εικόνα ότι όλο και πιο πολύ μοιάζουν στο αστικό πολιτικό σύστημα και τα βασικά χαρακτηριστικά του, τη διπλότητα στο λόγο και την κυνικότητα για την εξουσία, το σεβασμό και αποδοχή όλων των κανόνων και πλαισίων του συστήματος, τη γενικολογία και την έλλειψη προγράμματος σε μια τόσο απαιτητική συγκυρία, τη «ζεστή» φιλοξενία σε εκπροσώπους του παλιού πολιτικού συστήματος κοκ.
Σήμερα ο λαός δεν πιστεύει ότι η μνημονιακή κοινωνία μπορεί να ανατραπεί και δεν πιστεύει ότι θα κάνει κάτι τέτοιο ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό μετράει στους αγώνες που (δεν) δίνει και στην υποστολή του συνολικού αντιμνημονιακού και κεντρικού αντικυβερνητικού αγώνα. Για να μη θυμηθούμε τον κάποτε «ανένδοτο» αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ....
Βεβαίως οι ευθύνες βαραίνουν και τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς στην έλλειψη ελπίδας και προοπτικής και αν δεν αναλάβουν αυτές την ευθύνη που τους αναλογεί, τότε η οπισθοδρόμηση που ζούμε σήμερα θα κρατήσει για καιρό. Ευθύνη σε τρία επίπεδα.
Πρώτον, οι πρώτες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων μετά από 102 χρόνια – σε αντίθεση με το Σύνταγμα - αποτελεί μια τεράστια οπισθοχώρηση και νίκη των δυνάμεων του κεφαλαίου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας. Δεν αφορά μόνο το δημόσιο, ούτε μόνο τις πρώτες εκατοντάδες απολυμένων. Πολύ περισσότερο δεν αφορά κάποιο «εξορθολογισμό». Είναι χτύπημα αντιστοίχου μεγέθους με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Τέλος δεν αφορά μόνο τα εργασιακά δικαιώματα, αλλά και το ότι ένας χώρος 400.000 εργαζομένων (δημόσιο, η μεγαλύτερη ομοσπονδία της χώρας η ΑΔΕΔΥ) με συνδικαλιστική δομή και λειτουργία, με ενιαία χαρακτηριστικά και σχετική «ασφάλεια» δε μπόρεσε να δώσει τη μάχη για να προστατέψει τα μέλη του. Γυρνάμε κυριολεκτικά 100 χρόνια πίσω, όχι μόνο συμβολικά, αλλά και σε επίπεδο του πραγματικού συσχετισμού.
Δεύτερον υπάρχει ένα ερώτημα αν μπορούσαν να γίνουν τις τελευταίες μέρες περισσότερα πράγματα. Αν μπορούσε να κλιμακωθεί η αντίσταση. Σίγουρα θα μπορούσαν να μη γίνουν λάθη. Να μην υπάρχει μετασχηματισμός του αιτήματος «καμία απόλυση» στο «βγάλε μερικές θέσεις ακόμα». Να μην κάνει το ΚΚΕ τα τρελά του με τις τροπολογίες για θέσεις εργασίας σε ΙΕΚ σαν ύστατη μορφή πάλης αποδεχόμενο έτσι όλο το θεσμικό πλαίσιο των απολύσεων, αλλά να δοθεί ολόψυχα και ενωτικά στον αγώνα. Ο αγώνας που δόθηκε τελευταίες μέρες ήταν αγώνας ηρωικός από τους συναδέλφους υπό απόλυση αλλά για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους ήταν αγώνας για την τιμή των όπλων. Έλλειψε η ταξική αλληλεγγύη και επικράτησε η ατομική αναδίπλωση και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν μιλάμε για κάθε άλλου τύπου αλληλεγγύη, αλλά αυτή η αλληλεγγύη χάνεται.
Τρίτον το στοίχημα, η σύγκρουση, ήταν μπροστά μας το Μάιο και δευτερευόντως το Σεπτέμβριο. Εκεί που ένα κομμάτι του εργατικού κινήματος είχε την ευκαιρία να αναπτύξει κεντρικό αντιμνημονιακό αγώνα. Που η ΟΛΜΕ μπορούσε να γίνει – είχε πιθανότητες – η νέα ΕΦΕΕ, με την έννοια του ρόλου που έπαιξε στην εξέγερση ενάντια στο καθεστώς της χούντας. Και στις δύο περιπτώσεις η συνδικαλιστική ηγεσία αλλά και η πλειοψηφία της αριστεράς αρνήθηκε αυτή την ευθύνη. Είτε με τη δικαιολογία ότι ο κόσμος δεν είναι έτοιμος, είτε ότι δε μπορεί να πάρει αυτή την ευθύνη, είτε ότι είναι τυχοδιωκτισμός μια τέτοια σύγκρουση, αρνήθηκε την ευθύνη της σύγκρουσης που περιγράφει στα χαρτιά και στα συνθήματα αλλά που καθόλου δεν εννοεί. Να θυμήσουμε ότι το Μάιο το ΚΚΕ είχε πολεμήσει την ιδέα για απεργία στις εξετάσεις, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωνε ότι ψηφίζουμε την απεργία αλλά δεν θα την κάνουμε λόγω επιστράτευσης. Ενώ το Σεπτέμβριο χιλιάδες καθηγητών αποφάσισαν πάλι απεργία διαρκείας από τα κάτω, σε αντίθεση με τις προτάσεις της πλειοψηφίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Ο κόσμος έδωσε το παρόν δύο φορές με τις φοβίες του, τις αντιφάσεις του, αλλά έδωσε το παρόν. Στρατός υπήρχε. Οι στρατηγοί εξαφανίστηκαν. Οι προϋποθέσεις για σύγκρουση δεν υπάρχουν πάντα, δεν υπήρχαν τώρα, υπήρχαν όμως 2 φορές μέσα σε 4 μήνες το προηγούμενο διάστημα. Το ερώτημα που γεννιέται για το μέλλον είναι αν επιδιώκουμε την σύγκρουση ή αν περιμένουμε μια ήρεμη εναλλαγή. Η «ευκαιρία» της σύγκρουσης θα εμφανιστεί ξανά. Τα πολιτικά υποκείμενα άφησαν τους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες (πχ πλατείες) χωρίς ανάληψη ευθύνης. Το ίδιο έκαναν και στους εργατικούς αγώνες. Στις επόμενες συγκρούσεις;
Τέταρτον σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες βαραίνει η έλλειψη ελπίδας. Αν μπορούν να νικήσουν οι αγώνες αλλά και αν δε νικήσουν άμεσα με την καθυστέρηση και άμβλυνση κάποιων μέτρων να δώσουν ώθηση σε μια κυβερνητική αλλαγή που θα σημαίνει και αλλαγή πολιτικής. Σήμερα το «κάτω η κυβέρνηση» δεν ακούγεται στις διαδηλώσεις. Υπάρχει μια μοιρολακτική αναμονή των εκλογών σαν ένα τελευταίο χαρτί, αλλά χωρίς πολλές ελπίδες για ανατροπές στην μνημονιακή κοινωνία που έχει ήδη χτιστεί με βασικά χαρακτηριστικά την ανεργία, τη φτώχεια, το χτύπηπα εργασιακών δικαιωμάτων, τη διάλυση κοινωνικών αγαθών. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το ρεύμα τιμωρίας των μνημονιακών δυνάμεων και κυρίως του ΠΑΣΟΚ, αλλά έκτοτε δεν το πολιτικοποίησε, δεν το μετέτρεψε σε ρεύμα διεξόδου. Το ανάποδο. Τα ήξεις αφήξεις γύρω από την κατάργηση των μνημονίων, το χρέος, την ευρωζώνη και τις διαπραγματεύσεις, τα λέμε απ’ όλα και γενικότητες αλλά τίποτα συγκεκριμένο, τα «κρατάτε μικρά καλάθια» γιατί δεν θα αλλάξουμε και πολλά, το χάιδεμα των αυτιών στο ΣΕΒ, σε συνέδρια του Economist, του ιδρύματος Καραμανλή κ.α., η εικόνα ότι όλο και πιο πολύ μοιάζουν στο αστικό πολιτικό σύστημα και τα βασικά χαρακτηριστικά του, τη διπλότητα στο λόγο και την κυνικότητα για την εξουσία, το σεβασμό και αποδοχή όλων των κανόνων και πλαισίων του συστήματος, τη γενικολογία και την έλλειψη προγράμματος σε μια τόσο απαιτητική συγκυρία, τη «ζεστή» φιλοξενία σε εκπροσώπους του παλιού πολιτικού συστήματος κοκ.
Σήμερα ο λαός δεν πιστεύει ότι η μνημονιακή κοινωνία μπορεί να ανατραπεί και δεν πιστεύει ότι θα κάνει κάτι τέτοιο ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό μετράει στους αγώνες που (δεν) δίνει και στην υποστολή του συνολικού αντιμνημονιακού και κεντρικού αντικυβερνητικού αγώνα. Για να μη θυμηθούμε τον κάποτε «ανένδοτο» αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ....
Βεβαίως οι ευθύνες βαραίνουν και τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς στην έλλειψη ελπίδας και προοπτικής και αν δεν αναλάβουν αυτές την ευθύνη που τους αναλογεί, τότε η οπισθοδρόμηση που ζούμε σήμερα θα κρατήσει για καιρό. Ευθύνη σε τρία επίπεδα.
- Στην
οργάνωση της καθημερινής αντίστασης, στη διαφύλαξη της συλλογικότητας
και της αλληλεγγύης σε χώρους δουλειάς και γειτονιές, του αγωνιστικού
φρονήματος κόντρα στην ατομική αναδίπλωση, την κατάθλιψη και την
μοιρολατρία.
- Στη
ζύμωση, προβολή, επεξεργασία ενός εναλλακτικού προγράμματος απέναντι
στην μνημονιακή κοινωνία που χτίζουν καθημερινά δανειστές και Ε.Ε. Ένα
δρόμο ρήξεων με το χρέος και την ευρωζώνη - Ε.Ε. γειωμένο στο σήμερα και
στη συνείδηση του κόσμου.
- Στη
συμπόρευση αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, στη δημιουργία της
πολιτικής δύναμης εκείνης, του πλατιού μετώπου που θα γίνει το αντίπαλο
δέος στην ευρωπαϊκή παράταξη των μνημονίων και των νεοφιλελεύθερων
πολιτικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου