Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ο φασισμός, οι φασίστες κι εμείς

tvxs.gr/node/147173
Ο φασισμός υπήρξε ένα πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Διανύουμε ήδη τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα κι ακόμα αυτό το φάντασμα του φασισμού, αυτή η «φαιά πανούκλα», όπως τον ονόμασε ο Ντανιέλ Γκερέν δεν παύει να μας στοιχειώνει.
Αλλά εδώ χρειάζεται προσοχή. Τι ακριβώς εννοούμε σήμερα όταν λέμε «φασισμός», ποια είναι η σημερινή φασιστική απειλή και ποια σχέση έχει με τα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης του μεσοπολέμου που οδήγησαν την ανθρωπότητα στην πιο γενικευμένη πολεμική σύρραξη όλων των εποχών και στο μέχρι τότε αδιανόητο Ολοκαύτωμα;
Ήδη από την αρχή σπεύδω να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Με μεγάλη ευκολία αποδίδουμε σήμερα το χαρακτηρισμό του φασίστα σε κάποιον από τον οποίο μας χωρίζει αγεφύρωτη πολιτική απόσταση ή δίνουμε το χαρακτηρισμό «φασιστικός» σε νόμους ή κυβερνητικά μέτρα τα οποία θεωρούμε εξαιρετικά αυταρχικά ή αντιλαϊκά. Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον στην καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση, αλλά και στη δημοσιογραφία, όπου παρατηρούμε να επιμένουν σ’ αυτόν κάποιοι που δεν φημίζονται κατά τα άλλα για τα αντιφασιστικά ανακλαστικά τους.
Ο κίνδυνος από τη σημερινή κατάχρηση του όρου είναι πρόδηλος: αν ο χαρακτηρισμός «φασίστας» απλωθεί τόσο πολύ, τότε οι πραγματικοί φασίστες μένουν στο απυρόβλητο. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ σ’ αυτό το σημείο, γιατί η σχετική ιστορική συζήτηση δεν έχει ακόμα κλείσει, παρατηρώ μόνο ότι αυτό είναι που έπαθε σε μεγάλο βαθμό η ευρωπαϊκή κομμουνιστική αριστερά την περίοδο του μεσοπολέμου. Ταυτίζοντας τα άλλα κόμματα (αστικά και σοσιαλδημοκρατικά) με το φασισμό (μέσω της περίφημης θεωρίας του σοσιαλφασισμού), στην ουσία απομονώθηκε η ίδια και διευκόλυνε την επικράτηση των πραγματικών φασιστικών κομμάτων.
Επανέρχομαι στο πρόβλημα του σημερινού φασισμού. Ο κλασικός ορισμός που έδωσε την περίοδο της ανόδου του το 13ο Συνέδριο της Διεθνούς είναι ότι πρόκειται για την «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών, ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ο Άγγελος Ελεφάντης, στο επίμετρο του κλασικού βιβλίου του Νίκου Πουλαντζά «Φασισμός και δικτατορία» αναφέρεται στο ζήτημα του ορισμού του φασισμού και αφού περιγράφει την ειδική βαρβαρότητα που συνδέθηκε με το πολιτικό αυτό καθεστώς καταλήγει περίπου σε ταυτολογία: «Ίσως ο πιο αξιόπιστος χαρακτηρισμός του φασισμού είναι ο ίδιος ο όρος φασισμός, νεολογισμός κι αυτός του 20ού αιώνα». Και συνεχίζει: «Ήταν η πιο βάρβαρη στιγμή της ανθρωπότητας διότι υπερέβη κάθε πολιτισμικό προηγούμενο ή μάλλον κατάργησε κάθε πολιτισμικό προηγούμενο ανοχής, κάθε οικουμενική αξία, αναγορεύοντας ως απόλυτη τη διάκριση φίλος/εχθρός, όπως δίδαξε και ο θεωρητικός του υποστηρικτής Καρλ Σμιτ».
Η ανάλυση του Πουλαντζά για το φασισμό είναι σημαντική. Γραμμένη την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα αυτή η ανάλυση δίνει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα για το χαρακτήρα των φασιστικών κομμάτων και των φασιστικών καθεστώτων του μεσοπολέμου και απαντά σε ψυχολογίζουσες ή μηχανιστικές ερμηνείες που κυκλοφορούν ακόμα στο χώρο της αντιφασιστικής βιβλιογραφίας.

Κεντρικό στοιχείο στην ανάλυση του Πουλαντζά είναι η ερμηνεία της λαϊκής απήχησης του φασισμού. Αυτή η απήχηση, όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε είναι πραγματική. Αντίθετα από άλλες μορφές κράτους έκτακτης ανάγκης, όπως είναι οι στρατιωτικές δικτατορίες ή τα βοναπαρτιστικά καθεστώτα, όπου η επικράτηση των κυβερνώντων γίνεται αποκλειστικά με τη βία, ο φασισμός στηρίχτηκε στη συμμετοχή όλο και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών στο πλευρό του. Ο φασισμός του μεσοπολέμου πέτυχε να στήσει ειδικούς μηχανισμούς κινητοποίησης των μαζών (κόμματα, συνδικάτα, σωματεία κάθε είδους) και μέσω αυτών να εξασφαλίζει τη λαϊκή υποστήριξη στο καθεστώς βίας και αυθαιρεσίας.
Με βάση αυτή την ανάλυση, ο Πουλαντζάς απέρριπτε το χαρακτηρισμό «φασιστικός» για τη στρατιωτική δικτατορία του 1967, αλλά ακόμα και για το καθεστώς του Μεταξά. Αντιγράφουμε και πάλι από τον Ελεφάντη: «Τι ήταν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου; Φασισμός είπαν σχεδόν όλοι, και τότε και τώρα. Όμως στην Ελλάδα είχαμε φασίστες όχι φασισμό. Το κόμμα του Μεταξά ήταν ασήμαντο και ασήμαντο έμεινε ως το τέλος: δεν προσχώρησαν οι μάζες σ’ αυτό. Αντίθετα, λίγο αργότερα οι μάζες πήραν άλλους δρόμους. Ούτε η χούντα της στρατιωτικής δικτατορίας πέτυχε τον εκφασισμό της χώρας».
Παραφράζοντας τη σκέψη αυτή θα λέγαμε ότι και σήμερα δεν έχουμε φασισμό, αλλά έχουμε φασίστες. Πολλούς φασίστες. Και πολλών ειδών φασίστες.

Οι θεωρητικοί μελετητές του σύγχρονου, δηλαδή μεταπολεμικού φασιστικού φαινομένου συγκλίνουν στη διάκριση τριών περιόδων εμφάνισης αυτών των μορφωμάτων. Οι τρεις αυτές περίοδοι έχουν παρομοιαστεί με τρία κύματα.  
- Στο πρώτο κύμα που εμφανίστηκε αμέσως μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και φτάνει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 εξέχουσα θέση έχει το ιταλικό MSI, το οποίο αποτελεί ευθεία συνέχεια του μουσολινικού φασιστικού κόμματος και κατάφερε να μπει στη βουλή ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, το 1948. Μ’ αυτό το κόμμα ξεκινά η χρήση του όρου «νεοφασισμός». Στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν παρουσιάστηκαν αξιοπρόσεκτα αντίστοιχα κινήματα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 60, όταν άρχισε να έχει κάποιες επιτυχίες το γερμανικό NPD, χωρίς όμως να ξεπερνά το φράγμα του 5% και να μπει στην Bundestag. Σ’ αυτό το πρώτο κύμα νεοφασιστικών μορφωμάτων στις χώρες που γνώρισαν φασιστικά καθεστώτα κυρίως συσπειρώνονταν κυρίως οι νοσταλγοί ή οι άμεσοι συνεργάτες του φασισμού. Από τότε όμως ήδη άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και ορισμένα κόμματα ή οργανώσεις (κυρίως στη Σκανδιναβία και την Ελβετία) που ενώ δεν ταυτίζονταν με τα νεοφασιστικά μορφώματα διέθεταν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε σήμερα ως ιδιότητες της σύγχρονης ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.  

- Το δεύτερο κύμα χρονικά τοποθετείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τις αρχές του αιώνα μας. Σ’ αυτή την περίοδο τον τόνο δίνει το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν, το οποίο εισήγαγε ως κεντρικά στοιχεία της πολιτικής του παρέμβασης τη μετανάστευση και το ζήτημα της ασφάλειας. Στην ίδια κατηγορία ανήκει το Κόμμα Ελευθερίας του Χάιντερ στην Αυστρία, το φλαμανδικό Vlaams Blok στο Βέλγιο, και τα Κόμματα της Προόδου στη Δανία και τη Νορβηγία. Σ’ αυτή τη δεύτερη φάση συρρικνώνεται ο ανοιχτά φασιστικός χαρακτήρας των κομμάτων στη Γερμανία και την Ιταλία. Για την ακρίβεια στην Ιταλία το MSI μετασχηματίζεται σε ήπιο μεταφασιστικό κόμμα και μετονομάζεται σε Εθνική Συμμαχία, ενώ προς την Ακροδεξιά ρέπει περισσότερο η Λέγκα του Βορρά. Η δεύτερη αυτή φάση των μεταπολεμικών ακροδεξιών σχηματισμών συνδέεται με εντυπωσιακή ανάπτυξη της απήχησης ορισμένων κομμάτων, με χαρακτηριστικότερες τις περιπτώσεις του Λεπέν και του Χάιντερ. Η επιτυχία αυτή οδηγεί και στο σπάσιμο του συστήματος «υγειονομικής ζώνης» που είχε εφαρμοστεί από το πολιτικό σύστημα προκειμένου να απομονωθούν αυτά τα κόμματα.
- Έτσι φτάνουμε στους κομματικούς σχηματισμούς του λεγόμενου τρίτου κύματος, το οποίο συμπίπτει με την αρχή του νέου αιώνα. Η διάρρηξη της υγειονομικής ζώνης επικυρώθηκε πανηγυρικά με την είσοδο στην κυβέρνηση της Αυστρίας του κόμματος του Χάιντερ το 2000. Μπορεί το γεγονός να προκάλεσε διεθνή σάλο, ακόμα και επιβολή μέτρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο δρόμος προς την εξουσία αυτών των κομμάτων άνοιξε. Τον επόμενο χρόνο ήταν η σειρά της Λέγκας του Βορρά να μπει μαζί με την Εθνική Συμμαχία του Φίνι στη δεύτερη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι και το 2002 είδαμε στην Ολλανδία τη λίστα του Πιμ Φόρτουιν να πλασάρεται ως εταίρος στο συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα.

Είναι γνωστός ο λόγος που η Ελλάδα δεν ακολούθησε αυτή την πορεία και άργησε να αποκτήσει κι αυτή τα δικά της νεοφασιστικά και ακροδεξιά μορφώματα. Την κρίσιμη περίοδο που άρχισαν να μαζικοποιούνται τα κόμματα αυτά του «δευτέρου κύματος» σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα ήταν ακόμα νωπή η ανάμνηση της δικτατορίας, γεγονός που απέκλειε ή μάλλον περιθωριοποιούσε εξαρχής κάθε απόπειρα συγκρότησης ενός ακροδεξιού-νεοφασιστικού πόλου στην ελληνική πολιτική σκηνή. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε εξάλλου και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία που βγήκαν κι εκείνες την ίδια περίοδο από τις δικές τους δικτατορίες.
Αυτό το γεγονός, καθώς και η εξόφθαλμη αποτυχία όλων των σχετικών προσπαθειών μετά τη μεταπολίτευση (των Γαρουφαλιά, Μαρκεζίνη, Θεοτόκη, ακόμα και του ίδιου του δικτάτορα Παπαδόπουλου) οδήγησε πολλούς αναλυτές στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι απρόσβλητο στις ακροδεξιές και στις ρατσιστικές ιδέες, οι οποίες το πολύ πολύ να φυτοζωούν στις παρυφές του εκάστοτε πολιτικού εκφραστή της Δεξιάς.
Γνωρίζουμε σήμερα πόσο έξω έπεσαν αυτοί οι αναλυτές. Απλώς επί χρόνια οι ιδέες αυτές εκφράζονταν από ομάδες μέσα στα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα και μόλις το 2000 αυτονομήθηκαν με τη συγκρότηση του ΛΑΟΣ, το οποίο διαδέχτηκε το 2012 στη βουλή η Χρυσή Αυγή, το μοναδικό καθαρά ναζιστικό ευρωπαϊκό μόρφωμα.
Αλλά πώς δημιουργήθηκε ένα καθαρά ναζιστικό μόρφωμα στην Ελλάδα; Ο στενός ηγετικός πυρήνας της οργάνωσης και ο ίδιος ο Αρχηγός Μιχαλολιάκος προέρχεται μια άλλη, παλιότερη φασιστική οργάνωση με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Πλεύρη που είχε ιδρυθεί το 1965. Μόλις εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ο Πλεύρης έθεσε την οργάνωσή του στην υπηρεσία της χούντας. Ο Μιχαλολιάκος προσχώρησε στην οργάνωση του Πλεύρη το 1973, σε ηλικία 16 ετών. Ένα χρόνο αργότερα, το 1974, η δικτατορία έπεσε, γεγονός που προκάλεσε κρίση στο χώρο της Ακροδεξιάς, αλλά υπήρξε ταυτόχρονα και περίοδος δράσης διάφορων τρομοκρατικών ακροδεξιών ομάδων, οι οποίες διατηρούσαν επαφή με τους Ιταλούς ομοϊδεάτες τους του Ordine Nuovo. Ο Μιχαλολιάκος συνελήφθη ως υπεύθυνος για την προμήθεια βομβών σε οργανώσεις που προκάλεσαν μπαράζ τυφλών εκρήξεων το 1977 και το 1978 με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό πολλών πολιτών. Εμεινε μόλις ένα χρόνο φυλακή. 
Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε το 1980, ως λέσχη εθνικοσοσιαλιστικής επιμόρφωσης. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη για το πεζοδρόμιο. Άλλωστε τα στελέχη της είχαν μόλις αποφυλακιστεί, ενώ ορισμένοι αρθρογραφούσαν από τις φυλακές.
Η πορεία της Χρυσής Αυγής διακόπηκε για λίγους μήνες, όταν ο ήδη κατάδικος σε ισόβια φυλάκιση δικτάτορας Παπαδόπουλος ανέθεσε στον Μιχαλολιάκο τον Σεπτέμβριο του 1984 την ηγεσία της νεολαίας ΕΠΕΝ, του κόμματος που είχε ο ίδιος ιδρύσει. Αλλά τον Ιανουάριο του 1985 ο Μιχαλολιάκος παραιτήθηκε, επειδή το κόμμα αυτό ήταν απλά ακροδεξιό και όχι εθνικοσοσιαλιστικό.
Το 1987 η Χρυσή Αυγή επανιδρύθηκε, αυτή τη φορά ως μια οργάνωση που «εφαρμόζει» τα εθνικοσιαλιστικά της πιστεύω στο πεζοδρόμιο, ασκώντας βία εναντίον μεμονωμένων στόχων, κυρίως νέων που ανήκαν στην Αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Η πολιτική συγκυρία που επέτρεψε στη Χρυσή Αυγή να βγει από το περιθώριο ήταν ο εθνικιστικός πυρετός για το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Υπήρχε και τότε σοβαρή πολιτική κρίση στη χώρα, γεγονός που οδήγησε Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ να συναγωνίζονται σε εθνικιστικά και φιλοπολεμικά συνθήματα για να ξεφύγουν από το εσωτερικό πρόβλημα. Την ίδια περίοδο είχαμε το πρώτο μεγάλο κύμα μεταναστών και προσφύγων από τα Βαλκάνια, κυρίως την Αλβανία. Η παρουσία τους προβλήθηκε κι αυτή ως εθνική απειλή από τα ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα, τα οποία τότε επιτράπηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, τον Δεκέμβριο του 1992 η Χρυσή Αυγή θα κάνει αισθητή την παρουσία της στο μεγάλο συλλαλητήριο της Αθήνας και θα προβάλει πρώτη φορά τις βίαιες επιθέσεις της εναντίον όσων θεωρεί «προδότες», δηλαδή τους αντιεθνικιστές της Αριστεράς και τους αντιεξουσιαστές.
Από εκείνη τη στιγμή η βίαιη δράση της οργάνωσης θα πυκνώσει. Και την ίδια περίοδο θα αρχίσει να συνεργάζεται με τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας στην καταστολή των διαδηλώσεων, κάνοντας τη «βρόμικη δουλειά» με μαχαίρια και ρόπαλα. Ελάχιστες από τις επιθέσεις της εξιχνιάζονται, ενώ οι ποινές συνήθως είναι με αναστολή ή εξαγορά. Εξαίρεση η καταδίκη του υπαρχηγού της Αντώνιου Ανδρουτσόπουλου, ο οποίος καταδικάστηκε σε μακρόχρονη φυλάκιση μετά την επίθεση δεκαμελούς φάλαγγας της οργάνωσης τον Ιούνιο του 1998 με στόχο τρεις αριστερούς φοιτητές.
Αυτή και άλλες παρόμοιες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις περιγράφουν με σαφήνεια τον τρόπο δράσης της οργάνωσης. Επιβεβαιώνουν δηλαδή ότι η παραβατική έως εγκληματική δράση των στελεχών της πραγματοποιείται στο πλαίσιο της οργάνωσης και όχι ως ατομική εκτροπή από τη νομιμότητα.
Με άλλα λόγια, ο μόνος χαρακτηρισμός που αρμόζει στη Χρυσή Αυγή είναι αυτός της ναζιστικής οργάνωσης. Γιατί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ναζισμού, δηλαδή ο ακραίος ρατσισμός και η αναγόρευση σε υπέρτατη αξία της φυλής-έθνους προσδιορίζουν τον τρόπο δράσης της οργάνωσης, με τις ομάδες κρούσης που εύστοχα έχουν ονομαστεί Τάγματα Εφόδου και τη συνοδεύουν ως μέθοδος «κατάκτησης του πεζοδρομίου» από τα πρώτα της χρόνια. Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει τη χρυσαυγίτικη βία αν δεν αντιληφθεί ότι γι’ αυτήν όσοι δεν ανήκουν στη «φυλή», όπως την ορίζουν οι ίδιοι, είναι «υπάνθρωποι», ισοδύναμοι του ζώου, και επομένως η βία εναντίον τους μπορεί να φτάσει στα όρια της εξόντωσης, για το καλό της πατρίδας, δηλαδή της φυλής. «Υπάνθρωποι» είναι οι μετανάστες, οι Εβραίοι, οι ρομά, οι ξένοι, αλλά και οι γραικύλοι Έλληνες, οι αριστεροί.

Πώς κατάφερε η Χρυσή Αυγή να φτάσει ξαφνικά από τις 23.000 ψήφους το 2009 στις  440.000 το 2012; Ασφαλώς η πολύπλευρη κρίση που προκαλεί μια πραγματική ανθρωπιστική καταστροφή στη χώρα παίζει τον κύριο ρόλο. Αλλά η κρίση αυτή στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομική και κοινωνική με την καταστροφή των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους. Συνοδεύεται από την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και την πλήρη απαξίωση των μέσων ενημέρωσης. Αλλά ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις ακραίες συνθήκες δεν θα είχαμε τα σημερινά αποτελέσματα αν ακόμα κι αυτό το απαξιωμένο και ανίκανο πολιτικό σύστημα, όταν διαπίστωσε τα πρώτα σημάδια της απήχησής της με τις δημοτικές εκλογές του 2010, δεν θεωρούσε ότι πρέπει να μιμηθεί τη Χρυσή Αυγή, να υποκύψει στη θεματολογία και τη συνθηματολογία της –κυρίως στο μεταναστευτικό- για να προσεταιριστεί τους ψηφοφόρους της. Είναι η λάθος συνταγή, όπως έχει αποδειχτεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου κόμματα του συντηρητικού χώρου έχουν αποπειραθεί να ανταγωνιστούν την Ακροδεξιά στο δικό της επίπεδο του εθνικισμού και της ξενοφοβίας. Παντού αυτή η πολιτική κατέληξε σε μπούμερανγκ.
Πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να γιγαντώνεται ένα ναζιστικό κίνημα στην Ελλάδα που τόσα υπέφερε κατά την περίοδο της κατοχής από τα SS και τη Gestapo. Μα στην Ελλάδα δεν υπήρχε μόνο αντίσταση. Υπήρχαν και οι συνεργάτες των ναζί, οι οποίοι στελέχωσαν το μηχανισμό του «εθνικού στρατού» και εν συνεχεία του «εθνικού κράτους», χάρη στην ειδίκευσή τους να πολεμούν την Αριστερά και τους κομμουνιστές. Από τις τάξεις των ίδιων πρόκυψε και ο πυρήνας των στρατιωτικών που έκαναν τη δικτατορία του 1967. Αυτός ο βαθιά αντιδραστικός μηχανισμός διατήρησε το δίκτυό του στην αστυνομία, το στρατό, τη δικαιοσύνη και την εκκλησία και μετά την πτώση της δικτατορίας. Είναι το «ελληνικό βαθύ κράτος».
Η μαθητεία του Μιχαλολιάκου δίπλα σε στελέχη του δικτατορικού καθεστώτος της επέτρεψε εξαρχής να έρθει σε επαφή με το βαθύ κράτος. Η Χρυσή Αυγή, αντίθετα από ομοειδή μορφώματα στη Δυτική Ευρώπη δεν υπήρξε ποτέ ένα κόμμα απόβλητων, μια οργάνωση παρίας. Είχε πάντα στηρίγματα στην αστυνομία, το στρατό, αλλά ακόμα και τη δικαιοσύνη και την Εκκλησία.
Αλλά και η σχέση της οργάνωσης με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα είναι μια ελληνική ιδιοτυπία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το καθεστώς έλαβε μια σειρά σκανδαλώδη μέτρα υπέρ των συμφερόντων του Ωνάση, του Νιάρχου, του Λάτση, όλων των Ελλήνων εφοπλιστών. Με την πτώση της δικτατορίας κάποιοι από τους  ισχυρούς αυτούς επιχειρηματίες εξακολούθησαν να στηρίζουν τα στελέχη της χούντας, ακόμα και τους βασανιστές της αστυνομίας, προσφέροντάς τους δουλειά σε υπηρεσίες ιδιωτικής αστυνομίας. Μέχρι σήμερα συμβαίνει αυτό, για τη Χρυσή Αυγή. Ας μην εκπλαγεί λοιπόν κανείς που στη βουλή η οργάνωση υπερασπίζεται με λύσσα τα συμφέροντα των εφοπλιστών και αρνείται να φορολογηθούν έστω και ελαφρά τα τεράστια υπερκέρδη τους. 
Όλα αυτά που περιγράφουμε δεν άλλαξαν με την είσοδο της οργάνωσης στην ελληνική βουλή. Απλώς διαχωρίστηκε η δράση της σε δύο κομμάτια, το νόμιμο-δημόσιο και το κρυφό-εγκληματικό, δηλαδή το «πολιτικό» και το «στρατιωτικό» σκέλος. Η ηγεσία, βέβαια, είναι κοινή.

Σήμερα ο ηγετικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες, σε βαθμό κακουργήματος, ενώ με πόρισμά της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζει την οργάνωση «εγκληματική». Ο ίδιος ο Αρχηγός της και ορισμένοι στενοί του συνεργάτες βρίσκονται ήδη προφυλακισμένοι από τις 28.9.2013.
Για ποιο λόγο διερράγη σήμερα αυτός ο δεσμός της Χρυσής Αυγής με το βαθύ κράτος; Ασφαλώς έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι είχαμε τον πρώτο Έλληνα νεκρό από τη δράση της οργάνωσης, τον 34χρονο αντιφασίστα ράπερ Παύλο Φύσσα, τον οποίο μαχαίρωσε στην καρδιά στις 18 Σεπτεμβρίου ένα στέλεχος της Χρυσής Αυγής.
Μέχρι εκείνη τη μέρα τα θύματα της Χρυσής Αυγής περιορίζοντας στους μετανάστες, σε άτομα-στόχους «αόρατους», «ανώνυμους» και «αβοήθητους».
Ο ξεσηκωμός των πολιτών μετά το τελευταίο έγκλημα και οι μαζικές αντιφασιστικές διαδηλώσεις υποχρέωσαν την κυβέρνηση να σταματήσει την πολιτική «ανοχής» απέναντι στα εγκλήματα της οργάνωσης. Αλλά καταλυτικό ρόλο σ’ αυτές τις εξελίξεις έπαιξε και η πρόσφατη απόφαση της Χρυσής Αυγής να κλιμακώσει το επίπεδο βίας που ασκεί σ’ όλη την Ελλάδα εις βάρος όσων θεωρεί «υπανθρώπους». Μια βδομάδα πριν από τη δολοφονία του Φύσσα είχε προηγηθεί επίθεση άλλου Τάγματος Εφόδου εναντίον μελών του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα δέκα τραυματίες. Και λίγες μέρες αργότερα, στις 15.9.2013 η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε με στρατιωτικού τύπου άγημα στον Μελιγαλά της Πελοποννήσου, όπου οι τοπικές αρχές πραγματοποιούσαν μια τελετή μνήμης συμβολική για την ελληνική Ακροδεξιά. Παρόντες ήταν μόνο πολίτες της Δεξιάς με τις οργανώσεις τους. Αυτούς ήταν που προπηλάκισε βίαια η οργάνωση, έχοντας επικεφαλής βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Στις δύο αυτές επιθέσεις της η Χρυσή Αυγή έδειξε ότι στρέφεται πλέον ανοιχτά εναντίον της οργανωμένης Αριστεράς με δολοφονικές προθέσεις, αλλά και εναντίον της Δεξιάς, διεκδικώντας πρώτα πρώτα την ηγεμονία στο συμβολικό επίπεδο.
Ήταν ένα βήμα παραπάνω από όσα έκανε η οργάνωση μέχρι σήμερα. Με τις κινήσεις αυτές φάνηκε ξεκάθαρα η πραγματική της στρατηγική, που μοιάζει πολύ με τη «στρατηγική της έντασης» που εφάρμοσε η Ιταλική Ακροδεξιά τη δεκαετία του ’70, κάτω από την καθοδήγηση μυστικών υπηρεσιών. Στόχος και τότε και τώρα είναι να δημιουργηθούν συνθήκες τυφλής βίαιης αντιπαράθεσης στα πεζοδρόμια, να προκληθεί ένας «εμφύλιος χαμηλής έντασης» και να προκληθεί η παρέμβαση του βαθέος κράτους: του στενού κατασταλτικού μηχανισμού, του στρατού και της δικαιοσύνης σε μια μορφή κράτους έκτακτης ανάγκης. Είναι το εθνο-φυλετικό Κράτος που ευαγγελίζεται η οργάνωση.
Η επίθεσή της ακόμα και σε οργανώσεις της Δεξιάς ή και της Ακροδεξιάς ξεκίνησε από τη στιγμή που η οργάνωση αισθάνθηκε τόσο ισχυρή, ώστε να πάρει αυτή την πρωτοβουλία των κινήσεων, ελέγχοντας ακόμα και τμήματα του κρατικού μηχανισμού.

Θα τελειώσω με μια παρατήρηση σχετικά με τις συνέπειες που έχει η διάδοση των φασιστικών ιδεών και της ατζέντας της Ακροδεξιάς στη διαμόρφωση του πολιτεύματος στις λεγόμενες «δυτικού τύπου» δημοκρατίες. Επανέρχομαι στον Πουλαντζά. Στα τελευταία του κείμενα είχε διαβλέψει (ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970) την τάση αυξανόμενου αυταρχισμού που χαρακτηρίζει το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος. Την τάση αυτή ενίσχυσε η ανάπτυξη των διακρατικών ομαδοποιήσεων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον τρόπο που συγκροτήθηκε, δηλαδή ως απλά οικονομική και στη συνέχεια νομισματική σύνθεση, αλλά κυρίως αυτό που ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση», όσο κι αν ο όρος σημαίνει τα πάντα και τίποτα. Και είδαμε στην κρίση του 2008 να αναδεικνύεται ο κυρίαρχος ρόλος σε παγκόσμια κλίμακα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των «αγορών», απέναντι στις πολιτικές κυβερνήσεις.
Όμως ειδικά στην Ελλάδα η υπαρκτή αυτή τάση κρατικού αυταρχισμού παίρνει τα τελευταία τρία χρόνια ακραίες μορφές, με τον τρόπο που διαχειρίζονται την κρίση οι διαδοχικές κυβερνήσεις και η οικονομική ελίτ της χώρας. Η εξοικείωση της κοινωνίας με την εφαρμογή ακραίων αντιλαϊκών μέτρων υπονομεύει το ίδιο το κύρος της δημοκρατίας και την προετοιμάζει να δέχεται αδιαμαρτύρητα ακόμα και την εγκληματική δράση των ρατσιστικών συμμοριών. 
* Το κείμενο είναι η εισήγηση του Δημήτρη Ψαρρά στην ανοιχτή εκδήλωση ενάντια στο φαινόμενο του Νεοναζισμού - Φασισμού από την Κίνηση Αλληλεγγύης και Πολιτισμού, ΟΜΠΡΕΛΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου