Αναφερόµενοι
στη δηµοκρατία, διαπιστώνουµε το δραµατικό έλλειµµα της από την
καπιταλιστική κοινωνική και οικονοµική οργάνωση που επιτείνεται σε
συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσµιοποίησης. Ζωτικές αποφάσεις λαµβάνονται
σε κέντρα λήψης αποφάσεων ερήµην των πολιτών, οξύνοντας σε ακραίο βαθµό
τις ανισότητες.
Αναφερόµενοι στην ενέργεια, διαπιστώνουµε ένα εξαιρετικά
παγκοσµιοποιηµένο, συγκεντρωµένο και µονοπωλιακά ελεγχόµενο τοµέα της
οικονοµίας. Η ενέργεια, από µέσο παραγωγής µετατρέπεται σε προϊόν. Τα
συµφέροντα και οι ανταγωνισµοί οδηγούν σε συγκρούσεις σε όλο τον
πλανήτη. Μέσα σε πλαίσια σκληρού ανταγωνισµού, αποτελεί κατεξοχήν τοµέα
που ευθύνεται για βίαιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, αρπαγή γης (land
grabbing) και αρπαγή ενέργειας (energy grabbing).
Με τέτοιους όρους, η ενεργειακή δηµοκρατία αποτελεί ένα µακροπρόθεσµο
όραµα, που προϋποθέτει τη δυνατότητα άσκησης δηµοκρατικού κοινωνικού
ελέγχου και καθορισµού των όρων παραγωγής και χρήσης της ενέργειας και
δεν µπορεί παρά να διεκδικηθεί για το σύνολο της κοινωνίας.
Όσοι ταυτίζουν την ενεργειακή δηµοκρατία µε την αποκέντρωση της
διαχείρισης της ενέργειας στην αυτοδιοίκηση και τη συνεταιριστική
οργάνωση, οφείλουν απαντήσεις σε σηµαντικά ερωτήµατα:
1. «Ποια αυτοδιοίκηση» και «ποιοι συνεταιρισµοί»; Σε ποια πολιτικά
πλαίσια, αφού σήµερα λειτουργούν σε πλαίσιο ανταγωνισµού, όµοιο µε αυτό
του ιδιωτικού τοµέα, αλλά και µε διαφορές από χώρα σε χώρα, διαφορές που
δεν επιτρέπουν να απαντούµε µε τον ίδιο τρόπο σε ανόµοιες καταστάσεις.
Γι’ αυτό, κρίνουµε αναγκαίο, να θεωρούµε τα κοινωνικά προαπαιτούµενα,
εξίσου σηµαντικά διερεύνησης και ανάλυσης, όσο και τις προτάσεις.
Στην Κρήτη, τα έργα «ΑΠΕ» που εµφανίστηκαν ως έργα «λαϊκής βάσης»,
δεν διαφέρουν ποιοτικά ή ποσοτικά από τις ιδιωτικές επενδύσεις.
2. Η θεώρηση αυτή οδηγεί σε λειτουργία πολλών αυτόνοµων
αποκεντρωµένων ενεργειακών συστηµάτων σε κάθε χώρα; Όµως: α) Πόσο
συµφέρει την κοινωνία ένα τέτοιο πρότυπο σε συνθήκες ιδιωτικοποίησης της
ενέργειας; Ποιος θα διασφαλίσει τις προτεραιότητες σε σχέση µε τις
άλλες παραγωγικές δραστηριότητες; Ποιος θα διασφαλίσει τον καθε πολίτη
από την ενεργειακή φτώχεια; β) Πώς θα γίνει η µετάβαση σ’ ένα τέτοιο
πρότυπο, όταν ο πολιτικός σχεδιασµός σήµερα βασίζεται στην κεντρική
διαχείριση της ενέργειας, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο; Όταν
ευρωπαϊκές οδηγίες, διευρωπαϊκά δίκτυα και αγωγοί, δηµιουργούν ένα
δίκτυο αλληλεξαρτήσεων και κατανοµές ρόλων, που εξαρτάται από υπερεθνικά
κέντρα, και χαρακτηρίζεται από δηµοκρατικό έλλειµµα στη λήψη των
αποφάσεων; Δεν είναι τυχαίο ότι η Ε.Ε. εγκαλείται από τον ΟΗΕ για µη
τήρηση της συνθήκης του Άαρχους για την ενηµέρωση και συµµετοχή των
τοπικών κοινωνιών στη λήψη των αποφάσεων .
Η ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό
Η αντιµετώπισή µας για ζωτικά αγαθά, όπως η ενέργεια, θα πρέπει να
είναι σύµφωνη µε την προσέγγιση του Ντέιβιντ Χάρβεϋ που ζητά «να
εξετάσουµε τη διάκριση µεταξύ της χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας»
τους.
Η ενέργεια δεν µπορεί παρά να προσεγγιστεί µε όρους δηµοσίου
συµφέροντος. Οι µονάδες που συνδέονται µε την εξόρυξη –κι αυτό αφορά και
στις µονάδες ΑΠΕ, που κατασκευάζονται από ενεργοβόρα υλικά, µέταλλα και
σπάνιες γαίες– έχουν πολύ µεγάλα κόστη και γι’ αυτό δεν µπορούν να
αποτελούν αντικείµενο ελεύθερης αγοράς, µε τη σπατάλη πόρων, που αυτή
συνεπάγεται. Το ίδιο ισχύει για τα δίκτυα ενέργειας, που
ιδιωτικοποιούνται.
Ο ενεργειακός τοµέας, δεν µπορεί παρά να αποτελεί παράγοντα ένος
σχεδιασµού, που θα περιλαµβάνει όλες τις δραστηριότητες, οριοθετηµένες
από τη συµβατότητά τους µε το φυσικό περιβάλλον.
Ο ενεργειακός σχεδιασµός δεν µπορεί παρά να περιλαµβάνει και να αξιολογεί όλες τις πηγές και µορφές ενέργειας.
Όµως, αντί ολιστικής θεώρησης, αντιπαλότητες και ιδεολογικά
µονοσήµαντες προσεγγίσεις οδήγησαν πολίτες και ειδικούς σε τραγελαφικές
θεωρήσεις. Η θεώρηση για απεξάρτηση από ορυκτά και εισαγόµενα καύσιµα
υποβαθµίζει το γεγονός ότι το φυσικό αέριο είναι και ορυκτό και
εισαγόµενο, η σχέση εξάρτησης των µη σταθερών από τις σταθερές πηγές
ενέργειας αποσιωπάται, ο περιορισµός κατά ακόµα και 100% των εκποµπών
ρύπων –που περιλαµβάνει την πυρηνική ενέργεια– συγχέεται µε «οραµατικό
στόχο» παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ σε ποσοστό 100% και η ιδέα
αξιοποίησης των ΑΠΕ έχει µετατραπεί σε «πράσινη ανάπτυξη».
Το επίκαιρο πλαστό και εκβιαστικό δίληµµα «ποιος είναι υπέρ και ποιος
κατά των ΑΠΕ», βασίζεται στην παραδοχή ότι οι βιοµηχανικές
εγκαταστάσεις ΑΠΕ αποτελούν τη βέλτιστη εφαρµογή εκµετάλλευσης
Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας!
Επιλέον, εµφανίζονται ξαφνικά προοπτικές για εξόρυξη υδρογονανθράκων,
τώρα και σχιστολιθικού αέριου, δηµιουργώντας µια πλαστή και πολιτικά
επικίνδυνη ευφορία ότι το νέο Eldorado θα επιτρέψει ανάκαµψη της
οικονοµίας και διατήρηση του καταναλωτικού µοντέλου. Η καλλιέργεια αυτής
της αυταπάτης, θέτει σε δεύτερη µοίρα την εξοικονόµηση ενέργειας.
Προκειµένου να προσαρµοστεί η πραγµατικότητα στο όραµα των ΑΠΕ, αλλά
και να λυθεί «εδώ και τώρα» το πρόβληµα της αποθήκευσης ενέργειας,
βιώνουµε υποχωρήσεις και επινοήσεις, όπως:
α) Αποδοχή του µοντέλου ανάπτυξης των ΑΠΕ, που εφαρµόζει την
απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, µε µοναδικό κριτήριο τη µεγιστοποίηση
των κερδών, µε υποχωρήσεις σε θέµατα προστασίας περιβάλλοντος. Ειδικά
στις ΑΠΕ, οι «επιταχύνσεις» και οι «απαλλαγές από γραφειοκρατικές
διαδικασίες» ξεκίνησαν από το 2001 µε την τροποποίηση του δασικού νόµου
(Ν. 2941/2001).
β) Ένταξη υδροηλεκτρικών και υβριδικών σταθµών στις ΑΠΕ
Αγνοώντας τις σωρευτικές επιπτώσεις των φραγµάτων, πολλοί δέχονται
πρόθυµα ως ΑΠΕ την ενέργεια από µεγάλους υδροηλεκτρικούς σταθµούς, ή και
από αντλησιοταµιευτικούς σταθµούς, που τροφοδοτούνται από γεωτρήσεις.
Στην Κρήτη προωθούνται πάνω από 18 τέτοια σχέδια, στη συντριπτική
πλειοψηφία τους από τη γαλλική EDF, την εταιρεία µε τη µεγαλύτερη
εγκατεστηµένη ισχύ ηλεκτροπαραγωγής παγκόσµια από πυρηνικούς και
υδροηλεκτρικούς σταθµούς. Η ανησυχία είναι µεγάλη και για την προοπτική
ιδιωτικοποίησης των υδατικών πόρων.
γ) Ένταξη των ηλιοθερµικών σταθµών στις ΑΠΕ
Πρόκειται για κατεξοχήν βιοµηχανικές εγκαταστάσεις για τις οποίες
απαιτούνται πολύ σηµαντικές εκτάσεις γης και ποσότητες νερού, ενώ οι
νέας τεχνολογίας –µε διαθερµικό έλαιο και αποθήκευση ενέργειας µε χρήση
αλάτων– εντάσσονται στην οδηγία Σεβέζο για την αντιµετώπιση κινδύνων από
ατυχήµατα µεγάλης έκτασης από βιοµηχανικές δραστηριότητες. Στην Κρήτη
προωθούνται πολύ µεγάλες µονάδες –οι 5 στο Δήµο Σητείας– µε συνολική
ισχύ που υπερβαίνει το στόχο για ολόκληρη τη χώρα µέχρι το 2020 (250
MW).
δ) Ένταξη της καύσης απορριµµάτων στις ΑΠΕ
Έξω από κάθε λογική, σε αντίθεση µε την αρχή της πρόληψης και ενώ η
παραγωγή ενέργειας από καύση απορριµµάτων είναι µηδαµινή, µε το Ν.
3851/2010 βαφτίζεται ως ΑΠΕ και επιδοτείται η ενέργεια που παράγεται από
την καύση.
Η περίπτωση της Κρήτης
Η Κρήτη ως νησιώτικο αυτόνοµο σύστηµα, αποτέλεσε πεδίο εφαρµογών για
µεγιστοποίηση διείσδυσης των ΑΠΕ. Σήµερα είναι εγκατεστηµένες µονάδες
αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθµών, ισχύος 258 MW, µε συµµετοχή στην
ηλεκτροπαραγωγή 18%. Όµως η δυνατότητα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών στις
στέγες δόθηκε µόλις το 2010 .
Παρολ’ αυτά το «επενδυτικό ενδιαφέρον» στην Κρήτη είναι για έργα περίπου 6.500 MW!
Επειδή το Σύστηµα της Κρήτης χαρακτηρίζεται κορεσµένο, όλα αυτά τα
έργα υπόσχονται διασύνδεση µέσω καλωδίων είτε αποθήκευση ενέργειας
(υβριδικά, ηλιοθερµικά).
Στην Κρήτη δεν υπάρχουν περιοχές αποκλεισµού για προστασία φυσικού
περιβάλλοντος, εκτός του Εθνικού Δρυµού Σαµαριάς και του φοινικόδασους
στο Βάι.
Όλα τα έργα ανταγωνίζονται τη γεωργική γη, τα βοσκοτόπια, το τοπίο,
αγροτικό και φυσικό, για τα οποία δεν εκπονήθηκαν ποτέ Ειδικά Χωροταξικά
Πλαίσια.
Η σύγκριση των Χωροταξικών Πλαισίων Τουρισµού και ΑΠΕ, αποτελεί
δείγµα πρόκλησης συγκρούσεων χρήσεων γης, επειδή κάθε τοµεακή πολιτική
«θέλει» όλο το χώρο για τον εαυτό της, µε στόχο και αποτέλεσµα µια
πολιτική «µη σχεδιασµού».
Συµπεράσµατα
Σήµερα στη χώρα υπάρχουν µονάδες ενέργειας για ζήτηση πολύ µεγαλύτερη
από αυτή που υπάρχει, ενώ ο στόχος για εξοικονόµηση ενέργειας έχει
εκπληρωθεί λόγω κρίσης! Σε τέτοιες συνθήκες, είναι απαράδεκτο να
διοχετεύονται πόροι σε νέες µονάδες ενέργειας, ανθρακικές, φυσικού
αερίου ή βιοµηχανικές ΑΠΕ.
Εφόσον οι «ενεργειακοί παίκτες» εκµεταλλεύονται την κρίση για να
καθορίσουν τη µελλοντική θέση τους, η κοινωνία επιβάλλεται να απαιτήσει
επιτακτικά και οργανωµένα τους όρους εκπόνησης ενός σχεδιασµού, που θα
διασφαλίζει οικονοµία σε φυσικούς και οικονοµικούς πόρους, για την ίδια
και όχι για τους δείκτες της ανάπτυξης και βέβαια, τη δηµοκρατία για
συµµετοχή στη λήψη των αποφάσεων.
Στο σχεδιασµό της ενέργειας, είναι αναγκαίο:
- Να διακρίνουµε τα επίπεδα, παγκόσµιο, ευρωπαϊκό, εθνικό.
- Να διακρίνουµε τους στόχους σε βραχυπρόθεσµους και µακροπρόθεσµους, για να µη µετρέπονται κάποια οράµατα σε συγκυριακές «ευκαιρίες» εκµετάλλευσης της κρίσης.
- Να εξασφαλίσουµε το δηµόσιο χαρακτήρα της ενέργειας, στα πλαίσια µιας κοινωνικά δίκαιης παραγωγικής ανασυγκρότησης, µε κεντρική θεώρηση ότι η ενέργεια είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωµα.
- Να προκαθορίσουµε το παραγωγικό πρότυπο και στη συνέχεια το ενεργειακό πρότυπο που θα το υπηρετεί.
- Να προτάξουµε την εξοικονόµηση ενέργειας και την εξοικονόµηση των πόρων και να προστατεύσουµε, κατά προτεραιότητα, τη γη και το νερό.
- Να σχεδιάσουµε ένα ενεργειακό πρότυπο που θα εξασφαλίζει ενεργειακή ασφάλεια και αυτάρκεια που να αντέχει σε απρόβλεπτες καταστάσεις, ανεξάρτητα από συνεργασίες και ανταλλαγές.
Πολύ µεγάλη βοήθεια µπορούν να προσφέρουν επιστήµονες που προσπαθούν
να φέρουν την ενέργεια στα µέτρα και τον έλεγχο των ανθρώπων, εφόσον
προαχθεί η ανεξάρτητη ακαδηµαϊκή έρευνα.
Ειδικά για τις ΑΠΕ, ο ενεργειακός σχεδιασµός θα µπορούσε και θα έπρεπε:
- Να αποκλείσει εκχώρηση αέρα και ήλιου –πακέτο µε µεγάλες εκτάσεις γης, κύρια δασικής– στη διεθνοποιηµένη αγορά ενέργειας, µε επαχθείς όρους έναντι χρέους και µάλιστα στό όνοµα του περιβάλλοντος.
- Να µην υποκύψει στον εκβιασµό της «εδώ και τώρα» αποθήκευσης ενέργειας, υιοθετώντας κοστοβόρες (οικονοµικά και περιβαλλοντικά) λύσεις.
- Να «µετρήσει» κατά προτεραιότητα ένα πρότυπο αποκεντρωµένης διαχείρισης, που θα συνδέει τις ΑΠΕ µε τις παραγωγικές δραστηριότητες στα πλαίσια της αυτοπαραγωγής, θα οδηγεί τις µονάδες στο δοµηµένο χώρο και στα υφιστάµενα δίκτυα, αναιρώντας την ανάγκη διάνοιξης νέων δρόµων και εγκατάστασης νέων δικτύων.
- Να µελετήσει τον κύκλο ζωής του τεχνολογικού εξοπλισµού και τη σχέση εξάρτησης των ΑΠΕ µε τα θερµοηλεκτρικά εργοστάσια, αποκλείοντας το ενδεχόµενο να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, για να υποστηρίζουν –ως µονάδες βάσης– µια αέναη ανάπτυξη βιοµηχανικών εγκαταστάσεων ενέργειας.
Από ένα τέτοιο σχεδιασµό, για την κοινωνία και τη χώρα και όχι για
τους δείκτες της «πράσινης ανάπτυξης», είναι βέβαιο ότι θα προέκυπτε
ανατροπή του συνόλου της πολιτικής και της νοµοθεσίας που ισχύει σήµερα.
Κωστής Δαµιανάκης
Βάννα Σφακιανάκη
Μέλη του Παγκρήτιου δικτύου αγώνα κατά των βιοµηχανικών ΑΠΕ
κείμενο εισήγησης στο συνέδριο «Ανισορροπίες Ισχύος, Εναλλακτικές Στρατηγικές για τον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα, στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο», 10-12/10/2013, διοργάνωση: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, Παράρτημα Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου