Αναδημοσίευση από blaumachen
«H Ευρωζώνη στο χείλος της διπλής ύφεσης», «Η Moody’ αξιολογεί αρνητικά τα ΑΑΑ της ΕΕ», «το ΔΝΤ προειδοποιεί για νέα παγκόσµια κρίση εκτός αν η Ευρωζώνη βρει µια λύση», «η ελληνική οικονοµία θα έχει συρρικνωθεί κατά 25% µέχρι το 2014», «η µεγαλύτερη φυγή καταθέσεων από ισπανική τράπεζα των τελευταίων 15 χρόνων καθώς οι φήµες περί διάσωσης αυξάνονται», «η Γαλλία ανακοινώνει τον σκληρότερο προϋπολογισµό των τελευταίων 30 ετών». Αυτά είναι µόνο µερικά από τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων των τελευταίων δύο µηνών. Παρά τη σχιζοφρενική αισιοδοξία που διαχέεται από εκδότες εφηµερίδων, πολιτικούς και αναλυτές της τηλεόρασης, είναι σαφές ότι «η κρίση» (όλες οι πτυχές της) οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο κείµενό σας «Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου»1 παρουσιάσατε µια επισκόπηση της παρούσας στιγµής και µιλήσατε για τη φύση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού.
Ποια είναι η άποψή σας σχετικά µε τη φύση της τρέχουσας κρίσης ως κρίσης αναπαραγωγής της σχέσης του κεφαλαίου, όπως αυτή εκδηλώνεται στις διάφορες «κρίσεις χρέους» στην Ευρώπη, ως συνεχιζόµενη αύξηση του «πλεονάζοντος προλεταριάτου» και ως επέκταση της επισφάλειας; Θεωρείτε ότι οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ένα διαρθρωτικό και µόνιµο χαρακτηριστικό της τρέχουσας περιόδου;
Βρισκόµαστε στους πρώτους µήνες του 2013 και η κρίση έχει ξεκινήσει
από το 2007, έχει στο µεταξύ εµφανιστεί µε διαφορετικές µορφές και έχει
«µεταδοθεί» από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη ενώ από τα στοιχεία διαφαίνεται η
τάση να µεταδοθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα στοιχεία που
δείχνουν ότι κάποιες οικονοµίες (µεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ)
ανέκαµψαν µετά το 2009 αποκρύπτουν τις τάσεις που εργάζονται προς την
παραγωγή µιας νέας πιο γενικευµένης αυτή τη φορά ύφεσης. Σκοπός της
δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης που συντελείται ταυτόχρονα αν και µε
διαφορετική ένταση σε πολλά κράτη του πλανήτη είναι φυσικά η αύξηση του
ποσοστού υπεραξίας, αλλά εκείνο που θα αποφασίσει αν και πότε έχει
ξεπεραστεί η κρίση είναι ο βαθµός µετατροπής της υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο,
το οποίο θα µπορέσει να ξαναµπεί στον κύκλο παραγωγής υπεραξίας και να
οδηγήσει σε διευρυµένη αναπαραγωγή κεφαλαίου. Έχουν περάσει περίπου 22
µήνες από όταν δηµοσιεύσαµε το κείµενο «Η εποχή των ταραχών»,2 στο
5ο τεύχος του περιοδικού µας αλλά βρισκόµαστε ακόµη στο στάδιο που
ονοµάσαµε τότε «µεταβατική περίοδος της κρίσης». Με λίγα λόγια, το
επιχείρηµά µας τότε ήταν ότι για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του
πρέπει να απαξιωθεί ακόµη ένα µεγάλο µέρος κεφαλαίου το οποίο δεν
αξιοποιείται ικανοποιητικά σήµερα. Προφανώς στο διάστηµα αυτό έχει
απαξιωθεί ένα ακόµη µεγαλύτερο µέρος κεφαλαίου αλλά η πραγµατικότητα
δείχνει ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Αποδεικνύεται, µόνο εκ των υστέρων,
ότι δεν είναι αρκετή η απαξίωση µεταβλητού κεφαλαίου που κυρίως
συντελείται προς το παρόν, για να ξεπεραστεί µια τόσο σοβαρή κρίση.
Διαφαίνεται όµως από τις εξελίξεις ότι η σηµερινή δοµή της
καπιταλιστικής σχέσης δεν επιτρέπει στην απαξίωση να φτάσει στο µέγεθος
που «πρέπει». Η απαξίωση αυτή, λόγω και του βαθµού αλληλεξάρτησης των
διαφόρων ατοµικών και κρατικών κεφαλαίων, θα απειλεί την ίδια τη δοµή,
δηλαδή τη σχέση ανάµεσα σε ιδιωτικά κεφάλαια, τη σχέση ανάµεσα σε κράτη,
και το σηµαντικότερο την ίδια την «οµαλότητα» της σχέσης ανάµεσα στο
κεφάλαιο και την εργασία που µέχρι το 2007 επέτρεπε την ικανοποιητική
αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε πολύ λιγότερο συγκρουσιακές συνθήκες από
τις σηµερινές. Γίνεται λοιπόν προσπάθεια να καθυστερήσει αυτή η
διαδικασία ώστε στο ενδιάµεσο η οργάνωση του ανταγωνισµού µεταξύ των
κεφαλαίων να έχει βρει τη νέα ισορροπία της, η ιεραρχία µεταξύ των
κρατών να µεταβληθεί και το προλεταριάτο να πειθαρχήσει στη νέα
κατάσταση, δηλαδή στη µεγαλύτερη και βαθύτερη εκµετάλλευσή του.
Η κρίση πράγµατι έχει πάρει τη µορφή της κρίσης δηµόσιου χρέους σε
πολλά κράτη στην Ευρώπη και φαίνεται να εξαπλώνεται µε αυτή τη µορφή της
σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.3 Η
εµφάνιση της κρίσης µε τη µορφή κρίσης «δηµόσιου χρέους» είναι
απαραίτητη σε αυτή τη φάση επίθεσης στο ιστορικά καθορισµένο επίπεδο
αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Η ίδια η δοµή του µοντέλου συσσώρευσης
της «πρώτης» νεοφιλελεύθερης περιόδου (πολύ σχηµατικά µεταξύ 1982 και
2008) έφερε εντός της την κρίση δηµόσιου χρέους ως δυνητικό αποτέλεσµα
αλλά και ως νέα µορφοποίηση της παραγόµενης κρίσης του χρηµατοπιστωτικού
τοµέα. Αυτή η νέα µορφοποίηση αποτελεί ταυτόχρονα την έκφραση της
επιχειρούµενης αναδιάρθρωσης και προεικονίζει τις τάσεις προς πιθανή
επίλυση των εσωτερικών αντιφάσεων της πρώτης περιόδου του
αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, αλλά και προς πιθανή γενίκευση της κρίσης
σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το δεύτερο ενδεχόµενο φαίνεται αυτή τη στιγµή
πιο πιθανό, βρισκόµαστε όµως ακόµη στη µεταβατική περίοδο.
Η αναδιάρθρωση συντελέστηκε βέβαια στα βασικά κέντρα συσσώρευσης του
κεφαλαίου στις δεκαετίες 1970 και 1980 αλλά υπάρχουν πολλά διαφορετικά
χαρακτηριστικά στη µορφή που έλαβε η αναδιάρθρωση στις διαφορετικές
ζώνες του πλανήτη και στα κράτη που τις συγκροτούν καθ’ όλη τη διάρκεια
της περιόδου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Είναι αδύνατο να
εξηγήσουµε την ιδιαιτερότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε καπιταλιστικό
κράτος στα πλαίσια ενός κειµένου, γι’ αυτό (µε τον κίνδυνο να
υπεραπλουστεύουµε) θα επικεντρωθούµε σε µια συγκεκριµένη διαφορά. Η
κρίση, ανάλογα µε την τροπικότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε
καπιταλιστικό κράτος, εµφανίστηκε σε κάποια κράτη αρχικά ως τραπεζική
ενώ σε άλλα, όπως στην Ελλάδα, εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους.
Όταν λέµε ότι η κρίση εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους
εννοούµε ότι ο φετιχισµός της σχέσης κεφάλαιο απαιτεί η κρίση να «είναι»
κρίση δηµόσιου χρέους, ώστε να προωθείται η αναδιάρθρωση µε καλύτερους
συσχετισµούς στην ταξική πάλη. Αυτή η µορφή εµφάνισης σχετίζεται άµεσα
µε το ρόλο του κράτους στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Σε ορισµένα
κράτη, από αυτά στα οποία έχει ήδη εκδηλωθεί η κρίση, παρά την επέλαση
της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης είχαµε την διατήρηση λειτουργιών του
κράτους πρόνοιας, δηλαδή διατήρηση µέρους τους έµµεσου µισθού, και τη
διατήρηση ενός µέρους του κεφαλαίου υπό κρατική ιδιοκτησία και
διαχείριση, κάτι που σε µεγάλο βαθµό διατηρούσε τις τιµές υπηρεσιών σε
χαµηλό επίπεδο.
Η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης είναι η φάση που µε την κατάργηση
του κράτους πρόνοιας για να αντιµετωπισθεί, δήθεν, το αυξανόµενο δηµόσιο
χρέος και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών κεφαλαίων επιτυγχάνεται η
αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και η δηµιουργία νέων πεδίων άντλησης
υπεραξίας για ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία εξαγοράζουν και αναδιαρθρώνουν
τα κρατικά. Η δεύτερη παράµετρος σχετίζεται άµεσα µε τη βίαιη αλλαγή των
εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση της διαπραγµάτευσης µεταξύ θεσµικών
φορέων του κεφαλαίου και συνδικαλιστικών οργανώσεων και το
µετασχηµατισµό του ρόλου του κράτους ως µηχανισµού αναπαραγωγής των
καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Η τάση αυτή για τον µετασχηµατισµό
του ρόλου του κράτους είχε γίνει αντιληπτή ήδη από το 1979, παραδόξως,
από έναν µελετητή που δεν κατανόησε τη θεωρία της αξίας του Μαρξ,4 τον Μισέλ Φουκώ (δες το βιβλίο του Birth of biopolitics,
η µετάφραση δική µας): «…αντί της αποδοχής µιας ελεύθερης αγοράς που
ορίζεται από το κράτος και διατηρείται υπό την εποπτεία του –η οποία
ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η αρχική φόρµουλα του φιλελευθερισµού: ας
καθιερώσουµε έναν χώρο οικονοµικής ελευθερίας και ας τον οριοθετήσουµε
µε ένα κράτος που θα τον εποπτεύει– οι φιλελεύθεροι της σχολής του
Freiburg (ordoliberals) λένε ότι θα πρέπει να αναποδογυριστεί εντελώς
αυτή η φόρµουλα και θέτουν την ελεύθερη αγορά ως την οργανωτική και
ρυθµιστική αρχή του κράτους, από την αρχή της ύπαρξής του ως την
τελευταία µορφή παρέµβασής του. Με άλλα λόγια: το κράτος υπό την εποπτεία της αγοράς και όχι η αγορά εποπτευόµενη από το κράτος…».
Ο ρόλος του νεοφιλελεύθερου κράτους, όπως αυτό παράγεται από την
αναδιάρθρωση των δεκαετιών 1970-1980 είναι η ρύθµιση και η διευκόλυνση
των όρων αναπαραγωγής όσο το δυνατόν πιο «καθαρού» ανταγωνισµού µεταξύ
ιδιωτικών κεφαλαίων. Η «καθαρότητα» του ανταγωνισµού, η απάλειψη κάθε
είδους «στρεβλότητας» αφορά βέβαια πρωτίστως τη (µη) δυνατότητα της
εργατικής τάξης να διαπραγµατεύεται τους όρους της αναπαραγωγής της,
αλλά αφορά και κάθε πεδίο πολιτικής του κράτους, υπονοµεύει δηλαδή όλα
τα στοιχεία εκείνα που στο παρελθόν µπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντες
συναίνεσης ανάµεσα στις τάξεις και τα διάφορα στρώµατα και συµφέροντα
της κοινωνίας. Αυτό σηµαίνει ότι η αγορά εποπτεύει συνεχώς το κράτος και
το «βαθµολογεί» σχετικά µε το κατά πόσο διευκολύνει την αναπαραγωγή του
«καθαρού» ανταγωνισµού, δηλαδή, κατά πόσο αναδιαρθρώνει µε την ένταση
και την ταχύτητα που απαιτείται πτυχές της κεφαλαιακής σχέσης. Αυτή η
συνεχώς ανανεωνόµενη αναδιάρθρωση, η διατάραξη των παλιών ισορροπιών µε
σαφή κατεύθυνση τη γενική συµπίεση προς τα κάτω, στα χρόνια της
επέκτασης του κύκλου συσσώρευσης (περίπου από τις αρχές της δεκαετίας
του 1990 έως τα µέσα της δεκατίας του 2000) είχε πετύχει την αντίστοιχη
συναίνεση σε ορισµένα κράτη, σε σηµαντικό βαθµό επειδή µέρος του µισθού
αντικαταστάθηκε µε εύκολη πρόσβαση στον ιδιωτικό δανεισµό και η
κοινωνική κινητικότητα δεν διακόπηκε. Ακριβώς, όµως, επειδή αυτός ο
στόχος του ανταγωνισµού µεταξύ των πάντων µε δείκτη επιτυχίας τη γενική
συµπίεση είναι ουτοπικός, αλλά και εξαιτίας του ειδικού χαρακτήρα
ελέγχου που έχει ο ατοµικοποιηµένος δανεισµός των προλετάριων, το κράτος
στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στο ρόλο του, τείνει καθ’ όλη αυτήν
την περίοδο να γίνεται ολοένα και πιο παρεµβατικό, πιο πειθαρχικό,
αυταρχικό, ποινικό και στην κρίση αυτό το στοιχείο φτάνει σε βαθµό
παροξυσµού.
Αυτή η εξέλιξη σχετίζεται και µε το γεγονός ότι στη σύγχρονη κρίση,
λόγω της ιδιαίτερα αυξηµένης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε σχέση
µε τις κρίσεις του παρελθόντος, «πετιέται έξω» από τη διαδικασία
παραγωγής αξίας ένα σηµαντικά µεγάλο κοµµάτι του προλεταριάτου. Η
ουτοπία του κεφαλαίου είναι η συνεχής ανανέωση της τάσης της πρώτης
φάσης της αναδιάρθρωσης,5 δηλαδή, η επιβολή µισθών που θα
τείνουν στο επίδοµα επιβίωσης (µε τα όρια της φτώχειας να µετακινούνται
συνεχώς προς τα κάτω) και η διαρκής υπονόµευση των ορίων µεταξύ
«εργασίας» και «ανεργίας» που θα αποτελεί τον µηχανισµό περαιτέρω
µείωσης της αξίας της εργασιακής δύναµης. Το κεφάλαιο είναι παραγωγική
σχέση και έχει ως τάση την εκµετάλλευση ολοένα και µεγαλύτερου τµήµατος
του πληθυσµού µε ολοένα και πιο αποδοτικούς όρους. Επειδή όµως είναι
αντίφαση σε κίνηση, η ίδια αυτή τάση οδηγεί στη δηµιουργία
«πλεονάζουσας» από τη σκοπιά του κεφαλαίου εργασιακής δύναµης, δηλαδή,
εργασιακής δύναµης που είναι αδύνατον υπό τη συγκεκριµένη ιστορικά
διάρθρωση να γίνει ικανοποιητικά αξιοποιήσιµη. Αυτή η αντίφαση είναι ο
µηχανισµός παραγωγής της κρίσης και της ειδικής αναδιάρθρωσης που
αντιστοιχεί σε κάθε κρίση, δηλαδή την τάση για το ξεπέρασµα της κρίσης.
Στην παρούσα αναδιάρθρωση τίθεται ζήτηµα νέου ορισµού της ίδιας της
έννοιας της µισθωτής εργασίας, κατ’ αυτήν την έννοια πρόκειται για
«κρίση της µισθωτής εργασίας». Αυτό δεν σηµαίνει ότι αυτή η κρίση «δεν
µπορεί να ξεπεραστεί», δεν φτάνουµε σε κάποιου είδους «αντικειµενικό»
αδιέξοδο του καπιταλισµού. Η χειροτέρευση των όρων της ζωής, ο πιθανός
σφαγιασµός ενός µέρους του προλεταριάτου, η δυσδιάκριτη διαφορά ανάµεσα
στη φυλακή και την ελευθερία που παράγονται ως σκοτεινά αλλά πιθανά
σενάρια του µέλλοντος δεν σηµαίνουν το τέλος του καπιταλισµού, αν και
σηµαίνουν το τέλος του καπιταλισµού όπως τον ξέραµε. Από την άλλη
πλευρά, και η γραµµική συνέχεια των κινηµάτων που αναπτύσσονται σήµερα, η
(όχι και τόσο πιθανή από τη σκοπιά του παρόντος) επίτευξη κάποιου
είδους εξισορρόπησης των συσχετισµών κεφαλαίου εργασίας, επίσης δεν θα
σηµαίνει το τέλος του καπιταλισµού, ακόµη κι αν αυτή η εξισορρόπηση έχει
αυτοδιαχειριστικά στοιχεία και επιχειρηθεί να παρουσιαστεί ως νικηφόρα
«επανάσταση». Η ιστορία του καπιταλισµού είναι ταξική πάλη και ο κίνδυνος για το κεφάλαιο ως σχέση προέρχεται µόνο από αυτήν.
Πόσο πιθανή θεωρείτε τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους ή την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη; Ποιες νοµίζετε ότι θα ήταν οι συνέπειες για την υπόλοιπη Ευρωζώνη (συµπεριλαµβανοµένων και των άλλων χωρών που πλήττονται από την όλο και περισσότερο εκτός ελέγχου κρίση χρέους) από τη µία πλευρά, και για το προλεταριάτο που ζει στην Ελλάδα, από την άλλη; Αν ένας τέτοιος κίνδυνος είναι µικρός, ποια µορφή πιστεύετε ότι είναι πιο πιθανό να πάρει η καπιταλιστική σταθεροποίηση, εάν αυτή είναι δυνατή;
Η πρώτη ερώτηση απασχολεί δικαίως πάρα πολλούς στην Ελλάδα. Η άποψή
µας είναι πως είναι λιγότερο πιθανή η έξοδος της Ελλάδας από την
παραµονή της στην Ευρωζώνη, κυρίως γιατί αυτό είναι το συµφέρον των
ισχυρότερων κρατών της Ευρωζώνης. Αν συµβεί έξοδος της Ελλάδας, ή
οποιουδήποτε άλλου κράτους, θα συµπαρασύρει ολόκληρη την Ευρωζώνη προς
τη διάλυση (πρόσφατα συµφώνησε µε αυτήν την εκτίµηση εκείνος που
απειλούσε πιο πειστικά από όλους για την «αποβολή της Ελλάδας», ο
γερµανός υπουργός οικονοµικών). Επίσης, επειδή το κεφάλαιο είναι
κοινωνική σχέση και όχι ποσότητα, η όποια εξέλιξη θα είναι αποτέλεσµα
(σε τελική ανάλυση) της ταξικής πάλης, και όχι «αναπόφευκτη οικονοµική
εξέλιξη». Ο κύριος λόγος που δεν θεωρούµε πιθανή την έξοδο της Ελλάδας
και την επακόλουθη διάλυση της Ευρωζώνης είναι ότι αυτή η εξέλιξη δεν
ευνοεί την απρόσκοπτη πρόσβαση των ισχυρότερων κρατών στις λεγόµενες
αγορές, δηλαδή, υπονοµεύει τη σχέση τους µε τη «Διεθνή του κεφαλαίου». Η
Διεθνής αυτή, της οποίας η ενότητα συµφερόντων απέναντι στην εργασία
είναι οργανωµένη στη βάση του εσωτερικού της ανταγωνισµού, θα εκλάβει
πιθανή «αποβολή της Ελλάδας» από την Ευρωζώνη ως αποτυχία επιβολής της
αναδιάρθρωσης. Το ποσοστό υπεραξίας στην Ελλάδα βέβαια είναι πολύ πιθανό
να ανέβει περισσότερο µετά από µια έξοδό της από την Ευρωζώνη, αλλά εδώ
συζητάµε για το εγχείρηµα επιβολής της αναδιάρθρωσης σταδιακά στο σύνολο της ενιαίας Ευρωζώνης.
Το µήνυµα για τις αγορές από µια εµβάθυνση της ρήξης του ελληνικού
κράτους (ας µην ξεχνάµε την ιδιάζουσα κατάσταση ότι αυτή η ρήξη µπορεί
να εµφανιστεί ως «αριστερή» παρέκκλιση από την κυρίαρχη γραµµή) µε τα
κράτη του πυρήνα θα είναι ότι η αναδιάρθρωση δεν µπορεί να πετύχει µε
ταυτόχρονη επιβίωση της δοµής της Ευρωζώνης. Οι αγορές βέβαια δεν
παίρνουν πολιτικές αποφάσεις απευθείας. Αλλά µια τέτοια εξέλιξη θα
οδηγήσει σε σηµαντική αύξηση των πιέσεων των «αγορών» στις υπόλοιπες
χώρες της Ευρωζώνης, κάτι που µεταφράζεται στη διαφορά επιτοκίων
δανεισµού στις υπόλοιπες «επικίνδυνες» χώρες. Αν λοιπόν τεθεί πραγµατικά
θέµα αδιεξόδου και όχι µόνο ως ψευτοεκβιασµός όπως συµβαίνει
µέχρι σήµερα (κάτι που σε τελική ανάλυση θα τεθεί µόνο λόγω όξυνσης της
ταξικής πάλης), το συλλογικό κέντρο εξουσίας της Ευρωζώνης θα πρέπει να
πάρει µια απόφαση: ή να επιβραδύνει την αναδιάρθρωση και να αποσοβήσει
την έξοδο και τη συνεπαγόµενη διάλυση, ή να προσπαθήσει να την
επιταχύνει ρισκάροντας, για να επιβεβαιώσει στις «αγορές» τη δυνατότητα
υλοποίησής της. Η δεύτερη επιλογή λογικά θα οδηγήσει σε ρήξη µε την
Ελλάδα, και στη συνέχεια µέσω του µηχανισµού που συνδέει τα επιτόκια
δανεισµού θα οδηγήσει πολύ σύντοµα σε γεγονότα αντίστοιχα µε αυτά της
Ελλάδας και σε άλλα κράτη και συνεπώς στην έξοδό τους, δηλαδή τελικά στη
διάλυση της Ευρωζώνης. Δεν µπορεί βέβαια κανείς να αποκλείσει την
πιθανότητα οι δοµικές αντιφάσεις της ευρωζώνης και οι αντιφάσεις στο
εσωτερικό των ισχυρότερων κρατών, κυρίως της Γερµανίας, να οδηγήσουν στη
διάσπαση της Ευρωζώνης, κάτι που οδηγεί ντεφάκτο στη διάλυσή της.
Επί του πιεστηρίου:
Οι τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα
σηµαντικές. Στο συµβάν της Κύπρου συµπυκνώνεται η αντίφαση ανάµεσα στην
αναγκαιότητα τηςαναδιάρθρωσης του χρηµατοπιστωτικού τοµέα και της
συγκεντροποίησης του κεφαλαίου (µέσω της αναδιάρθρωσης του
χρηµατοπιστωτικού τοµέα) και του κινδύνου που υποβόσκει στην
αναδιάρθρωση/συγκεντροποίηση αυτή. Η επιλογή της µορφοποίησης της
αναδιάρθρωσης ως «κούρεµα καταθέσεων» από τη µία πλευρά επιταχύνει τις
διαδικασίες απαξίωσης τµηµάτων του χρηµατοπιστωτικού κεφαλαίου
(επιταχύνει την αποµόχλευση), από την άλλη πλευρά όµως αίρει την ίδια
την εµπιστοσύνη των «καταθετών» στο τραπεζικό σύστηµα, δηλαδή, τοποθετεί
βόµβα στα θεµέλια του συστήµατος, η οποία αν εκραγεί τελικά οι
συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες. Η άρση της εµπιστοσύνης των «καταθετών»
δεν αποτελεί µόνο ένα πρόβληµα στις σχέσεις των κρατών, ή των κεφαλαίων.
Υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο πιο σηµαντικό, το τεχνητό bank run αποτελεί
τεράστιο ρίσκο, γιατί το bank run είναι ένα συµβάν το οποίο µπορεί να
έχει απρόσµενα αποτελέσµατα, να παραχθούν ταραχές για τις οποίες δεν
υπάρχει καµία εγγύηση πώς θα εξελιχθούν. Με µια πρώτη µατιά η απειλή
άµεσης καταστροφής µέρους του ευρωπαικού τραπεζικού συστήµατος (γιατί
αυτό θα συµβεί), και το ελεγχόµενο bank run φαίνεται παράδοξη στρατηγική
από την πλευρά των νεοφιλελεύθερων κέντρων εξουσίας. Αν όµως εξετάσουµε
το ζήτηµα από τη σκοπιά του περιεχοµένου της δεύτερης φάσης της
αναδιάρθρωσης φαίνεται αναγκαίο (παρότι επικίνδυνο!) συµπλήρωµά της.6
Ας δούµε πώς αντιµετωπίζει ο Μαρξ το τοκοφόρο κεφάλαιο, και τη σχέση
του µε το µισθό: «Η µορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου συνεπάγεται ότι κάθε καθορισµένο και τακτικό εισόδηµα εµφανίζεται σαν τόκος ενός κεφαλαίου, αδιάφορο αν προέρχεται από ένα κεφάλαιο ή όχι. Στην
αρχή µετατρέπουν το χρηµατικό εισόδηµα σε τόκο, και µε βάση τον τόκο
έπειτα βρίσκουν το κεφάλαιο από το οποίο προέρχεται. Το ίδιο, όταν
υπάρχει τοκοφόρο κεφάλαιο, κάθε ποσό αξίας, εφόσον δεν ξοδεύεται σαν
εισόδηµα, εµφανίζεται σαν κεφάλαιο, δηλαδή σαν κύριο (principal) ποσό σε
αντίθεση µε τον πιθανό ή πραγµατικό τόκο που µπορεί να φέρει.[...] Ας πάρουµε για παράδειγµα [...] και το µισθό εργασίας.[...] Θα εξετάσουµε τώρα την εργασιακή δύναµη. Ο µισθός εργασίας εννοείται εδώ σαν τόκος και εποµένως η εργασιακή δύναµη σαν κεφάλαιο που αποφέρει αυτόν τον τόκο.[...]
Ο παραλογισµός του κεφαλαιοκρατικού τρόπου αντίληψης φτάνει εδώ στο
αποκορύφωµά του, γιατί, αντί να εξηγεί την αξιοποίηση του κεφαλαίου µε
την εκµετάλλευση της εργασιακής δύναµης, εξηγεί αντίστροφα, την
παραγωγικότητα της εργασίας µε το ότι η ίδια η εργασιακή δύναµη είναι το
µυστηριώδες αυτό πράγµα, είναι το τοκοφόρο κεφάλαιο».7
Ο «παραλογισµός της αντίληψης» είναι ο φετιχισµός του κεφαλαίου, δεν διαστρεβλώνει τη λογική, ή δεν κρύβει κάποια «αλήθεια», αλλά είναι ένας συγκεκριµένος τροπος οργάνωσης της πραγµατικότητας.
Με αυτή τη στρατηγική που αντιµετωπίζει τις καταθέσεις ως κεφάλαιο και
τον καταθέτη ως «επενδυτή», η κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής τάξης
γίνεται ολοένα και πιο εξαρτηµένη από τη «διαχείριση κινδύνου» του
χρηµατοπιστωτικού κεφαλαίου (του κεφαλαίου…), δηλαδή, σε τελική ανάλυση
από το κατά πόσο η εργατική τάξη θα κάτσει ήσυχη, θα αποδεχθεί την
αναδιάρθρωση και δεν θα δηµιουργήσει προβλήµατα ρευστότητας. Με τον
τρόπο του Μαρξ: «η ιδιάζουσα µορφή της συσσώρευσης χρηµατικού κεφαλαίου […] ανάγεται σε συσσώρευση απαιτήσεων πάνω στην εργασία».8 Συνεπώς
το «κούρεµα καταθέσεων» (ειδικά των µικροκαταθετών, δηλαδή, της
εργατικής τάξης) είναι ένας επιπλέον πυλώνας της δεύτερης φάσης της
αναδιάρθρωσης, µια επιπλέον πτυχή της αναδιάρθρωσης. Είναι σαφές ότι η
απόφαση αυτή αποτελεί µια συνειδητή ποιοτική αλλαγή. Η επιβολή της
άµεσης, ακαριαίας υποτίµησης γίνεται πλέον µε την απειλή «ζωής ή
θανάτου». Το γεγονός ότι δεν εφαρµόστηκε η απόφαση για κούρεµα και των
µικροκαταθετών είναι εξέλιξη της τάξης του συµβάντος και όχι αποτέλεσµα
των δοµικών τάσεων. Δεν είναι τεχνικό ζήτηµα το ιδεολογικό ερώτηµα
«ποιος πληρώνει την κρίση» που θέτει το προλεταριάτο, είναι έκφραση
συσχετισµού δυνάµεων, δηλαδή, µορφή της ταξικής πάλης και η απάντηση
παράγεται από αυτήν.
Η αντίφαση, µετά και από αυτές τις εξελίξεις, πλέον φαίνεται να
χτυπάει κόκκινο, η ταξική πάλη ως άµυνα, ως υπεράσπιση του ταξικού
ανήκειν τίθεται ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στην αναπαραγωγή του
ταξικού ανήκειν, καθώς η ίδια η ύπαρξη της ρευστότητας απαιτεί τον
αποκλεισµό µέρους του προλεταριάτου από την πρόσβαση ακόµη και στο
δανειζόµενο κεφάλαιο, ακόµη και η δυνατότητα του προλεταριάτου να χρεωθεί το ίδιο το µέλλον του καπιταλισµού αµφισβητείται σε κάθε επίπεδο.
Οι εξελίξεις επιταχύνονται, οι τάσεις ενσωµάτωσης διά του αποκλεισµού
γίνονται ολοένα και πιο σαφείς και η αµφισβήτηση του ταξικού ανήκειν
παράγεται ως πιθανή εσωτερική ρήξη της δυναµικής των σύγχρονων αγώνων.
Με την εµβάθυνση της κρίσης, τη µετάδοση των ευρωπαϊκών κρίσεων δηµοσίου χρέους και τη συνεχιζόµενη επίθεση λιτότητας, έχουµε δει κοινωνικά κινήµατα και αγώνες να αναδύονται σε διάφορες χώρες.
Σε ποιο βαθµό πιστεύετε ότι η διεθνοποίηση των σηµερινών αγώνων (κατά της λιτότητας και, εντός αυτού του κινήµατος, ενάντια στο κεφάλαιο) είναι δυνατή και αναγκαία;
Εξαρτάται τι εννοεί κανείς µε τον όρο «διεθνοποίηση». Στον βαθµό που
δεν βλέπουµε την παραγωγή της επανάστασης ως την ανάπτυξη ενός κινήµατος
που ενοποιεί την εργατική τάξη ως τέτοια, αλλά αντίθετα ως τη
γενικευµένη παραγωγή αποκλίσεων9 µέσα στους ταξικούς αγώνες,
δηλαδή ως αποτέλεσµα της αµφισβήτησης του ίδιου του ταξικού ανήκειν, η
διεθνοποίηση του κινήµατος µε τον τρόπο που ορίζεται από την κλασική
κινηµατική φιλολογία (τη διεθνιστική αλληλεγγύη µεταξύ των εργαζοµένων)
δεν είναι για µας απαραίτητη προϋπόθεση της επανάστασης. Οι αποκλίσεις
αµφισβητούν τον ορίζοντα της επανάστασης ως νίκης µιας τάξης που δρα δι’
εαυτήν στη βάση της ενότητας των εργατικών συµφερόντων, και την κρίσιµη
ώρα της ρήξης, που βέβαια δεν έχει έρθει ακόµη, η συνέχεια της
επανάστασης θα εξαρτάται από τη συνέχιση του έργου αυτών των
«εσωτερικών» ρηγµάτων. Δίνουµε λοιπόν µεγαλύτερη σηµασία στην παραγόµενη
εσωτερική διαφορά (από ότι στην παραγόµενη εξωτερική ενότητα), η οποία
ενώ σήµερα παράγει τη διαίρεση, την ώρα της επανάστασης θα παράγει µια
άλλου τύπου ενότητα, την ενότητα πρακτικών του διάσπαρτου στρατοπέδου
της κοµµουνιστικοποίησης, την ενότητα ανάµεσα στις πρακτικές που θα
αµφισβητούν όλους τους κοινωνικούς ρόλους που συνθέτουν την
καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή, την ίδια την καπιταλιστική κοινωνία.
Η διαφορά του επιπέδου αναπαραγωγής της εργατικής τάξης σε κάθε
καπιταλιστικό κράτος, δηλαδή το γεγονός ότι η ιστορία της ταξικής πάλης
στον πλανήτη δεν είναι ενιαία και οµοιογενής, δεν αποτελεί δευτερεύον
στοιχείο, ούτε βλέπουµε να µπορεί να δηµιουργηθεί µια πολιτική ενότητα
που θα συγκαλύπτει αυτή τη διαφορά στη βάση µιας κοινής προοπτικής
κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη, ή έστω των πολιτικών
αντιπροσώπων της, όπως ήταν η ενότητα που παρήγαγε η Διεθνής των εργατών
τον 19ο αιώνα πριν τη διαίρεση που επέφερε ο πρώτος παγκόσµιος πόλεµος.
Αυτό όµως, από την άλλη πλευρά, δεν σηµαίνει ότι µια
αντι-ιµπεριαλιστική ανάλυση βρίσκει υλικό έδαφος στους σύγχρονους
ταξικούς αγώνες. Δεν παράγεται ούτε πολιτική ενότητα ανάµεσα στους
προλετάριους των πιο αδύναµων κρατών και βέβαια δεν παράγεται η κλασική
εθνική ενότητα στα κράτη που έχει προχωρήσει περισσότερο η αναδιάρθρωση.
Οι Ευρωπαίοι εργαζόµενοι και άνεργοι φωνάζουν «είµαστε όλοι Έλληνες»
στην προσπάθειά τους να αποφύγουν να γίνουν σαντους
Έλληνες. Η οργάνωση του σύγχρονου διεθνούς ανταγωνισµού που ευνοεί τη
δηµιουργία υπερεθνικών σχηµατισµών υπονοµεύει τη δυνατότητα µετατροπής
του κοινωνικού ζητήµατος σε εθνικό. Αυτή είναι µία από τις καινοτοµίες
της σύγχρονης περιόδου. Αν σε κάποια κράτη, όπως για παράδειγµα στη
Γερµανία, δεν έχει προκύψει ακόµη στο προσκήνιο η ταξική διάσταση και
παραµένει κυρίαρχη µια εθνική αφήγηση σχετικά µε την κρίση αυτό
οφείλεται στην ειδική χρονικότητα εξέλιξης της κρίσης. Η δυνατότητα
επιτυχίας της επανάστασης που παράγεται στην εποχή µας εδράζεται σε
µεγάλο βαθµό στην αδυναµία µετατροπής του παγκόσµιου ταξικού πολέµου που
είναι καθ’ οδόν σε πόλεµο µεταξύ κρατών.
Οι επαναστάτες των άλλων χωρών διαµορφώνουν µια εικόνα για την κατάσταση στην Ελλάδα µέσα από µια ροή πληροφοριών που αναφέρονται σε γενικές απεργίες και ταραχές, µέσα από ανακοινώσεις σχετικά µε διάφορες ενέργειες και επιθέσεις και µέσα από κείµενα από οµάδες όπως η δική σας (καθώς και µέσα από την περιστασιακή επαφή µε Έλληνες συντρόφους). Ωστόσο, συχνά είναι δύσκολο να σχηµατίσει άποψη για το χαρακτήρα της «καθηµερινής» ταξικής πάλης στην Ελλάδα.
Τι είδους προλεταριακοί αγώνες λαµβάνουν χώρα στην Ελλάδα; Ποιος είναι ο χαρακτήρας τους; Ποια είναι τα πιο κοινά αιτήµατα που εµφανίζονται; Υπάρχει µια τάση προς την απουσία των αιτηµάτων; Πού λαµβάνουν χώρα συνήθως οι αγώνες (σε χώρους εργασίας, γειτονιές, «στον δηµόσιο χώρο», κλπ.); Πόσο διαδεδοµένη είναι η κριτική του κεφαλαίου µέσα σε αυτούς τους αγώνες (και πόσο αναγκαία είναι αυτή η κριτική);
Ποιος είναι ο ρόλος του ελληνικού αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και του ελευθεριακού κοµµουνιστικού χώρου στους αγώνες των τελευταίων ετών; Συµβάλλουν οι χώροι αυτοί σε µια ποιοτική ρήξη και αν ναι, πώς; Πώς επηρεάζουν οι πρακτικές αυτού του χώρου τους αγώνες ευρύτερων κοµµατιών του προλεταριάτου;
Η καθηµερινότητα των αγώνων στους χώρους εργασίας στην Ελλάδα δεν
µπορεί να συγκριθεί µε τις κορυφώσεις τους, οι κορυφώσεις πάντα
αποτελούν µεταµορφώσεις, ρήξεις µέσα στη συνέχεια. Αν έχει νόηµα να
πούµε κάτι για τους σηµερινούς καθηµερινούς αγώνες χωρίς να πέσουµε στο
επίπεδο του ρεπορτάζ, αυτό είναι η σχέση τους µε τα βασικά στοιχεία που
χαρακτηρίζουν την περίοδο του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, και ποια
είναι η ιστορική παραγωγή των αγώνων αυτών µέσα στην κρίση του
αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Με µια πρώτη µατιά µπορεί να πει κανείς
ότι οι αγώνες των τελευταίων τριών ετών στους χώρους εργασίας, µε τον
τρόπο που διεξάγονται, τον λόγο που παράγουν, τη συµµετοχή ή τη
µη-συµµετοχή της πλειοψηφίας των εργαζόµενων που θα «έπρεπε» µε βάση το
«συµφέρον» τους να συµµετέχουν, µε τις πρακτικές που χρησιµοποιούνται
από τους συνδικαλιστές, τις πρακτικές που χρησιµοποιούνται ενάντια σε
συνδικαλιστές, εµφανίζουν µε πιο πυκνό και έντονο τρόπο τα στοιχεία που
χαρακτηρίζουν, κατά τη δική µας άποψη, τον κύκλο αγώνων του
αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Δεν υπάρχει πια επιβεβαίωση της εργατικής
ταυτότητας µέσα στους ταξικούς αγώνες, δεν υπάρχει ορίζοντας νίκης της
εργατικής τάξης στην πάλη της µε το κεφάλαιο, δεν υπάρχει τίποτα
«οραµατικό» που να συνέχει τους αγωνιζόµενους πέρα από τις στοιχειώδεις
βελτιώσεις που απαιτούν σε επιχειρησιακό επίπεδο ή την άµυνά τους
απέναντι στην επέλαση διαδοχικών αναδιαρθρώσεων των εργασιακών σχέσεων,
των περικοπών άµεσου και έµµεσου µισθού κτλ. Έτσι, από µια παραδοσιακή
αναρχοσυνδικαλιστική ή µαρξιστική (-λενινιστική) σκοπιά, οι αγώνες αυτοί
δεν αµφισβητούν το κεφάλαιο, αλλά θα επανέλθουµε σε αυτό. Από την άλλη
πλευρά, υπάρχουν οι αγώνες εκτόςτων χώρων εργασίας, αγώνες για
την υπεράσπιση της αναπαραγωγής, της επιβίωσης στο συγκεκριµένο ιστορικό
επίπεδο που είχε καθοριστεί από την ταξική πάλη πριν την κρίση. Αυτοί
οι αγώνες «συµπληρώνουν» τους αγώνες στους χώρους εργασίας µε την έννοια
ότι σε τελική ανάλυση µπορούµε να πούµε πως είναι αγώνες διεκδίκησης
του έµµεσου µισθού (αγώνες ενάντια στις διακοπές ρεύµατος και τις
αυξήσεις λογαριασµών ρεύµατος, ενάντια στους φόρους, ενάντια στις
ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιρειών και την επακόλουθη αύξηση της τιµής
των υπηρεσιών που παρέχουν κτλ.). Η ασφυξία που προκαλεί ο δεσποτισµός
της αναβαθµισµένης εξουσίας των αφεντικών και η επακόλουθη αδυναµία
οργάνωσης µέσα στους χώρους εργασίας σε συνδυασµό µε τα υψηλά ποσοστά
ανεργίας ευνοούν την ανάπτυξη αγώνων εκτός χώρων και ωραρίου εργασίας
κυρίως, κάτι που αποτελεί την άλλη όψη της ολοένα και µεγαλύτερης
υπονόµευσης της εργατικής ταυτότητας.
Εµείς πιστεύουµε ότι αυτή η παρακµή της εργατικής ταυτότητας δεν
είναι κάτι που πρέπει να αξιολογηθεί ως «αρνητικό» και ότι η ανάλυση που
λέει πως µόνο µια αναστροφή αυτής της κατάστασης θα οδηγήσει στην
επανάσταση της περιόδου που διανύουµε είναι λανθασµένη (έχουµε εξηγήσει
αναλυτικά τα επιχειρήµατά µας στα δύο τελευταία τεύχη του blaumachen10 και επιχειρήµατα κοντά στα δικά µας εξηγούνται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού SIC11).
Η σηµερινή κατάσταση γενικευµένης κοινωνικής αναταραχής επιβεβαιώνει
την ανάλυση αυτή, καθώς όπως φαίνεται, η πορεία προς την κορύφωση
παράγεται χωρίς την αναβίωση του κλασικού εργατικού κόµµατος ή έστω της
κυριαρχίας στο πεδίο των αγώνων πολιτικών µορφωµάτων που έχουν ως
κεντρική τους αναφορά την εργατική ταυτότητα (µε αυτή τη φράση απαντάµε
άµεσα και σχετικά µε τον «επαναστατικό» ρόλο οποιουδήποτε χώρου που
ορίζει τον εαυτό του πολιτικά). Μπορούµε να πούµε ότι η επανάσταση που
παράγεται από την τρέχουσα περίοδο δεν είναι επανάσταση του εργατικού κινήµατος.
Από την άλλη πλευρά όλα τα στοιχεία που αποτελούσαν το όριο των
αγώνων της περιόδου, που θα µπορούσαµε να τα συµπυκνώσουµε ως τον
ορίζοντα ενός καπιταλισµού µε πιο ανθρώπινο πρόσωπο, εµφανίζονται πλέον
ως ηγεµονικά στο λόγο και τις πρακτικές. Το κυριότερο στοιχείο είναι η
άµυνα, η υπεράσπιση του ταξικού ανήκειν, στοιχείο που εµφανίζεται και
συµπυκνώνεται σε µια λέξη που µπορεί να πάρει κάθε περιεχόµενο και γι’
αυτό έχει µεγάλο έλλειµµα περιεχοµένου, τη «δηµοκρατία». Δεν είναι
καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σε κράτη µε πολύ διαφορετικά επίδικα
συγκρούσεων εµφανίστηκε µια κοινή µορφή, το (µη-)αίτηµα για περισσότερη,
αληθινή, ή άµεση «δηµοκρατία».12 Το αίτηµα αυτό δεν είναι
αίτηµα µε την κλασική έννοια του όρου, ούτε όµως µπορεί να θεωρηθεί
επαναστατικός ορίζοντας όσο καλή διάθεση κι αν έχει κανείς, όποια
µετάφραση κι αν επιχειρήσει. Το pattern που εµφανίζεται σε πάµπολλες
περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια είναι η εισβολή ενός ετερόκλητου πλήθους
στον δηµόσιο χώρο, µε λόγο που δεν εκφράζει τίποτα συνολικό αλλά
«µεταφράζει» την κρίση, στην οποία βρίσκεται η ταξική σχέση στο επίπεδο της αναπαραγωγής των τάξεων,13 σε
λόγο γύρω από την αντίφαση που παράγεται ως κυρίαρχη σε µια συγεκριµένη
συγκυρία. Αυτή η αντίφαση είναι άλλη για κάθε κράτος, ή έστω για οµάδες
κρατών που συγκροτούνται ως οµάδες στις οποίες η αναδιάρθρωση έχει
σχετικά κοινή χρονικότητα. Η «δηµοκρατία» είναι το πασπαρτού µε το οποίο
συνεννοούνται όλοι οι αγωνιζόµενοι, η λέξη κλειδί αυτής της
«µετάφρασης». Η «δηµοκρατία» είναι λόγος αµυντικός απέναντι στη δεύτερη
φάση της αναδιάρθρωσης αλλά ταυτόχρονα είναι και λόγος που µπορεί να
εκφράσει το περιεχόµενο της αντεπανάστασης που κυοφορείται στον τρέχοντα
κύκλο. Είναι ο κατεξοχήν λόγος των µεσαίων στρωµάτων14 που
είτε διαλύονται και υποβαθµίζονται βίαια στην περίπτωση των
ανεπτυγµένων κρατών, είτε δεν αφήνονται να συγκροτηθούν ως τέτοια,
δηλαδή να αποκτήσουν την κοινωνική σταθερότητα και την προοπτική ανόδου
που απαιτεί εξ ορισµού η ύπαρξή τους στην περίπτωση κρατών υποδεέστερων
στην καπιταλιστική ιεραρχία που όµως έχουν υψηλή οικονοµική µεγέθυνση.
Ο λόγος αυτός εκφράζει και στις δύο περιπτώσεις αφενός την προσπάθειά
τους να αµυνθούν απέναντι στην αναδιάρθρωση, αφετέρου το περιεχόµενο
της «λύσης» που προτείνουν ως νέα διαχείριση του κεφαλαίου: την
περαιτέρω κοινωνικοποίησή του, τη µετατροπή της κοινωνίας καθ’ εικόνα
και οµοίωσή τους, την υλοποίηση της διαφήµισης του νεοφιλελευθερισµού
που παρουσιάζει κάθε προλετάριο ως επιχειρηµατία του εαυτού του,
διαχειριστή του µοναδικού «κεφαλαίου» που διαθέτει, της εργασιακής του
δύναµης. Στη σηµερινή συγκυρία ο «ηγεµονικός» χαρακτήρας της δηµοκρατίας
είναι αποτέλεσµα µιαςσυνάντησης. Ο δηµοκρατισµός των µεσαίων
στρωµάτων, ο οποίος σε µεγάλο βαθµό είναι πολιτικός λόγος, οι
αυτοδιαχειριστικές απόπειρες των εργατών που ξέρουν να λειτουργούν τα
µηχανήµατα (έχουν κάποιο έρεισµα στην παραγωγή) και δεν τους αφήνουν να
τα λειτουργήσουν, οι εναλλακτικές οικονοµίες των εντός/εκτός, η έλλειψη
κάθε προοπτικής των εντελώς εκτός, κάτι που κάνει ακόµα και αυτούς σε
ένα βαθµό να χωράνε κάτω από το (µη-)αίτηµα της δηµοκρατίας, ενώ
ταυτόχρονα η παρουσία τους συνήθως αποτελεί (σε σηµαντικό βαθµό, αλλά
όχι αποκλειστικά) την εισβολή των ταραχών στα κινήµατα. Αυτή η συνάντηση
καθιστά τη «δηµοκρατία» το (µη-)αίτηµα που εκφράζει το όριο του ταξικού
ανήκειν σε όλες τις τάξεις και τα στρώµατα που ανήκουν οι «από κάτω».
Το (µη-)αίτηµα της «δηµοκρατίας» δεν αµφισβητεί την ύπαρξη γενικά της
ιδιοκτησίας των µέσων παραγωγής, στα ανεπτυγµένα κράτη θέτει ζήτηµα
νοµικής µορφής (κρατική ή ιδιωτική ιδιοκτησία) ή στις πιο προωθηµένες
εκφράσεις του ζήτηµα «ιδιοκτησίας από τους εργάτες που δούλευαν στην
επιχείρηση προ κρίσης». Το κεφάλαιο στην άρθρωση του ριζοσπαστικού,
αυτοδιαχειριστικού λόγου των αγώνων θεωρείται ως κάτι αδρανές, σαν µέσα
παραγωγής που δεν κάνουν τίποτα, αργούν. Οι προλετάριοι ζητούν εκείνο
που τάζει µε ιλουστρασιόν τρόπο ο νεοφιλελευθερισµός και το επενδύουν µε
εναλλακτισµό, µε την απαραίτητη εξισωτική προοπτική του αγώνα.
Πρόκειται για τη διεκδίκηση του προλεταριάτου για διαιώνιση του
καπιταλισµού µε εξωκαπιταλιστικούς όρους. Πρόκειται για µια ουτοπία, που
δεν λαµβάνει υπόψη της, γιατί αν το έκανε δεν θα µπορούσε να υπάρχει,
ότι η ίδια η ύπαρξη των αυτοαπασχολούµενων ή µικρών συνεργατικών ή
συνεταιριστικών επιχειρήσεων προϋποθέτει, υπό τη συγκεκριµένη διάρθρωση
που υπάρχει σήµερα, τη συγκέντρωση µεγάλου κεφαλαίου, το οποίο τα
µικρότερα κεφάλαια αλλά και αυτοαπασχολούµενοι πλαισιώνουν και
υποβοηθούν την αναπαραγωγή του λόγω της ευελιξίας τους, αλλά και από το
οποίο σε τελική ανάλυση µέσω κάποιου τύπου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος
θα µπορούν να χρηµατοδοτούνται.15 Το (µη-)αίτηµα της
δηµοκρατίας δεν θέτει ζήτηµα κατάργησης του χρήµατος αλλά στην καλύτερη
περίπτωση ζήτηµα χρηστής και κοινωνικά ελεγχόµενης διαχείρισης του
χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Στην πράξη µε το (µη-)αίτηµα για
«δηµοκρατία» και οριακά αυτοδιαχείριση, οι προλετάριοι θέτουν ζήτηµα
περαιτέρω κοινωνικοποίησης του κεφαλαίου τη στιγµή που η κρίση απαιτεί
περαιτέρω συγκεντροποίηση για να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης.
Το (µη-)αίτηµα της δηµοκρατίας δεν θέτει ζήτηµα κατάργησης των
κοινωνικών ρόλων αλλά ζήτηµα εξίσωσης των διαφορετικών ρόλων µεταξύ τους
(άνδρα-γυναίκας, λευκού-έγχρωµου κτλ.). Σχετικά µε το τελευταίο ζήτηµα η
«κοινή ζωή» σε έναν δηµόσιο χώρο, στις καταλήψεις των πλατειών, έχει
αναδείξει το ανέφικτο αυτής της «ισότητας» και έχει δηµιουργήσει πολύ
ενδιαφέρουσες συγκρούσεις σχετικά µε την οργάνωση της καθηµερινότητας
στη βάση των κοινωνικών ρόλων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Έτσι για
παράδειγµα γίνονται ορατές οι συγκρούσεις γύρω από τη σεξουαλική
καταπίεση και γύρω από τη διάκριση µεταξύ «ειδικών» και µη. Όλα αυτά που
ζητάει το κίνηµα, χωρίς να µπορεί να τα αρθρώσει ως συγκεκριµένα
αιτήµατα δεν είναι από µόνα τους επικίνδυνα για την αναπαραγωγή της
σχέσης του κεφαλαίου στο σύνολό της. Υπάρχει όµως ένα κρίσιµο στοιχείο,
που καθιστά αυτήν την κατάστασηµεταβατική. Η πραγµατική γενίκευση
αυτών των στοιχείων, η πραγµατική ηγεµόνευσή τους στο κίνηµα (κάτι που
συνδέεται µε το ότι το κίνηµα κατά κανόνα δεν είναι εργατικό)
αποτελεί αµφισβήτηση κοινωνικών ρόλων απαραίτητων για τη συγκρότηση της
εργατικής τάξης και δεν αφήνει περιθώρια να ενσωµατωθούν από το κεφάλαιο
µε τους γνωστούς από το παρελθόν τρόπους. Ούτε ο παραδοσιακός
εθνικισµός σε µια περίοδο που η διεθνοποίηση και η υπερεθνική
περιφερειοποίηση του κεφαλαίου είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του,
ούτε ο παραδοσιακός σεξισµός σε µια περίοδο που ακόµη και στα µη
ανεπτυγµένα κράτη το ζήτηµα της ατοµικής ελευθερίας ανάγεται ως
κεντρικό, µπορούν να αποτελέσουν απάντηση ενσωµάτωσης της αµφισβήτησης
των ρόλων που απαιτείται να έχουν οι άνθρωποι για να αναπαράγεται η
καπιταλιστική κοινωνία. Ο νέου τύπου «φασισµός» που όντως παράγεται δεν
είναι βέβαια ο ιστορικός φασισµός, ο οποίος σε αρκετά στοιχεία του
αποτέλεσε πρωταρχικό στάδιο του επερχόµενου τότε κεϋνσιανισµού, είναι
µια grotesque αναβίωση του παλιού καθώς αποτελεί µια προσπάθεια
ενσωµάτωσης διαφορετικών παραγωγικών σχέσεων (αυτό θα απαντηθεί µε
λεπτοµέρεια στο επόµενο ερώτηµα). Ο σεξισµός ως κρατική πολιτική που
παράγεται κυρίως στα υποδέεστερα στην καπιταλιστική ιεραρχία κράτη ως
οργανωµένη απάντηση στα κινήµατα «δηµοκρατίας» φαίνεται, προς το παρόν
τουλάχιστον, αρκετά δύσκολο να αποτελέσει τη νέα κοινωνική βάση
συναίνεσης.16 Με τις παρατηρήσεις αυτές επανερχόµαστε στο συµπέρασµα ότι το κίνηµα αµφισβητώντας µε µια πολιτική γλώσσα τους
βασικούς θεσµούς της αναπαραγωγής χωρίς ταυτόχρονα να θέτει το ζήτηµα
της αξίας και το ζήτηµα της καθήλωσης σε κοινωνικούς ρόλους στον
ορίζοντά του, στην πραγµατικότητα θέτει αίτηµα αναπαραγωγής του
καπιταλισµού µε εξωκαπιταλιστικούς όρους.
Για τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο µπορούµε να πούµε ότι σε
αντιστοιχία µε τις διεθνείς εξελίξεις εµφανίζονται κατά κύριο λόγο τρεις
βασικές τάσεις. Η τάση της αυτοδιαχείρισης/αλληλέγγυας οικονοµίας, η
τάση του άγριου συνδικαλισµού, και η τάση του ένοπλου αγώνα. Προφανώς οι
τάσεις είναι ρευστές και υπερκαθορίζονται από την ελληνική τους
ιδιαιτερότητα, δηλαδή το ιστορικό βάρος της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Η
επίδρασή τους στο κίνηµα σε επίπεδο πολιτικής οργάνωσης, ειδικά όσο το
τελευταίο µαζικοποιείται, δεν είναι ιδιαίτερα σηµαντική. Το σηµαντικό
είναι ότι πρακτικές και λόγος που κάποτε θεωρούνταν αποκλειστικότητα του
α/α χώρου πλέον έχουν ενσωµατωθεί στο λόγο του ευρύτερου κινήµατος,
χωρίς όµως αυτό να έχει µετατραπεί σε πολιτική υπεραξία για τον
συγκεκριµένο χώρο. Εξίσου σηµαντικό είναι ότι πρακτικές και λόγος της
αριστεράς ενσωµατώνονται από τον αντιεξουσιαστικό χώρο (από κοµµάτια και
των τριών τάσεων που αναφέραµε πριν). Η «αριστεροποίηση» πρακτικών και
λόγου του α/α χώρου ή η «αντιεξουσιαστικοποίηση» πρακτικών και λόγου της
αριστεράς είναι σηµάδι της παρακµής της πολιτικής πρωτοπορίας, ως επαναστατικής πρωτοπορίας,
αλλά και του ειδικού χαρακτήρα της συγκυρίας στην Ελλάδα, η οποία για
ιστορικούς λόγους παίρνει ολοένα και περισσότερο τη µορφή µιας πολιτικής
σύγκρουσης.
Για τον φασισµό και την κρατική καταστολή
Ένα πολύ ανησυχητικό φαινόµενο είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής και η υπόγεια σχέση της µε την ελληνική αστυνοµία. Λέτε: «Κάθε πρόβλεψη είναι επικίνδυνη καθώς η συµπύκνωση του ιστορικού χρόνου εµπεριέχει το στοιχείο του απρόβλεπτου και της δηµιουργίας πολλαπλών ρήξεων. Η ιστορικής σηµασίας µεταβολή στο “εθνικό ζήτηµα” που τίθεται επί τάπητος ως αναγκαία για την αναπαραγωγή της τρέχουσας διάρθρωσης του κεφαλαίου εγγράφει στη συγκυρία την πιθανότητα µιας “εθνικής” αριστερής ή φασιστοειδούς αντεπανάστασης, η οποία βέβαια δεν µπορεί να έχει τη σταθερότητα (εθνικοσοσιαλιστική ενσωµάτωση στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου εντός των ορίων ενός εθνικού κοινωνικού σχηµατισµού) των φασισµών του παρελθόντος. Αυτή θα παραχθεί ως αναγκαία την όποια ώρα αποβεί ύστατη από την σκοπιά του κεφαλαίου, το οποίο αναγκάζεται να λειτουργεί µε όρους “πολιτικής οικονοµίας κινδύνου”».17
Ποιος είναι ο πρακτικός ρόλος της Χρυσής Αυγής από όταν αναδύθηκε από το περιθώριο; Ποια είναι η ταξική σύνθεσή της και ποια είναι η λειτουργική σχέση της µε το προλεταριάτο; Θεωρείτε πιθανό η Χρυσή Αυγή (ή παρόµοιες υπερ-εθνικιστικές τάσεις) να αντιπροσωπεύουν µια πιθανή µορφή διαχείρισης του κεφαλαίου, ως καταστολή των εξεγέρσεων και σταθεροποίηση (από τη σκοπιά του κεφαλαίου) της κατάστασης στην Ελλάδα; Ποια είναι η θέση σας σχετικά µε την αντίσταση στην άνοδο της Χρυσής Αυγής και τις παγίδες ενός «ευρέος αντιφασιστικού µετώπου» (το οποίο θα ανέµιζε το λάβαρο της αστικής δηµοκρατίας ενάντια στη φασιστική µορφή του καπιταλισµού);
Η Χρυσή Αυγή δεν αναδύθηκε ξαφνικά από το περιθώριο. Μέχρι τις
εκλογές του 2012 ήταν µεν µια περιθωριακή πολιτικά νεοναζιστική οργάνωση
µε λίγες εκατοντάδες οργανωµένα µέλη, αλλά από την εποχή της ίδρυσής
της έχει στενές σχέσεις µε τον σκληρό πυρήνα του κράτους, τον
κατασταλτικό µηχανισµό. Αρκετοί από τα στελέχη της ήταν και είναι
αστυνοµικοί των ΜΑΤ. Ο αρχηγός της έχει κατηγορηθεί για βοµβιστικές
επιθέσεις σε κινηµατογράφους το 1978 στο πλαίσιο της στρατηγικής έντασης
του ελληνικού κράτους εκείνη την περίοδο, και έχει δηµοσιευθεί έγγραφο
µισθοδοσίας της ΚΥΠ για το έτος 1981 το οποίο περιλαµβάνει το όνοµά του
(είχε ιδρύσει ήδη τη Χρυσή Αυγή το 1980). Είναι λοιπόν σαφές ότι
πρόκειται για µια (παρα-)κρατική οργάνωση ήδη από την ίδρυσή της. Ο
λόγος που το σηµερινό σύστηµα εξουσίας στην Ελλάδα την έβγαλε από το
περιθώριο και τη µετέτρεψε, χάρη στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης που
διαθέτει, σε οιονεί σηµαντική δύναµη της κεντρικής πολιτικής σκηνής
είναι αναµφίβολα η άνοδος του κινήµατος ενάντια στα µνηµόνια, ενάντια
στην αναδιάρθρωση. Ήδη µερικά χρόνια πριν το ξέσπασµα της κρίσης το
σύστηµα εξουσίας είχε δηµιουργήσει από το µηδέν ένα άλλο κόµµα, το ΛΑΟΣ,
το οποίο έπαιξε έναν ρυθµιστικό ρόλο σε µια κρίσιµη στιγµή, στήριξε την
κυβέρνηση Παπαδήµου, η οποία ψήφισε τους πιο σηµαντικούς έως τώρα
νόµους της τελευταίας τριετίας, για παράδειγµα µείωσε τον κατώτατο µισθό
της επίσηµηςαγοράς εργασίας στα 480 € περίπου (καθαρά). Η Χρυσή
Αυγή αναδύθηκε ως αντίβαρο στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ αφενός αλλά και ως
αντίβαρο στη µαζικοποίηση των βίαιων πρακτικών αγώνα. Πρόκειται για µια
συνταγή από το παρελθόν, κλασική, σχεδόν µπανάλ: Οι νέο-ναζιστές
πουλιούνται από τους ίδιους τους συστηµικούς ιδεολογικούς µηχανισµούς ως
αντι-συστηµική δύναµη, και ως «σύστηµα» ή «συντήρηση» παρουσιάζονται
όλα τα στοιχεία της κοινωνίας που προσπαθούν να µπλοκάρουν την
αναδιάρθρωση. Οι νεοναζιστές επεξηγούν επίσης την αναδιάρθρωση ως µια
µη-ταξική, αλλά εθνική πολιτική. Στη δική τους αφήγηση οι εχθροί είναι: η
αριστερά, οι αναρχικοί, ο συνδικαλισµός, οι µετανάστες χωρίς χαρτιά, οι
«τοκογλύφοι δανειστές», οι «εχθροί της Ελλάδας» κτλ. Ο ρόλος της Χρυσής
Αυγής είναι να νοµιµοποιεί κατασταλτικές πρακτικές που στη συνέχεια τις
χρησιµοποιεί το κράτος, πρόκειται για το «µακρύ χέρι» του κατασταλτικού
µηχανισµού.
Η ερώτηση για την ταξική σύνθεση της οργάνωσης δεν έχει ιδιαίτερο
νόηµα καθώς ακόµη και σήµερα είναι λίγες εκατοντάδες τα οργανωµένα µέλη
της. Η ταξική σύνθεση εκείνων που την ψήφισαν τον Ιούνιο του 2012
(περίπου 400.000) είναι η εξής: «το µεγαλύτερο ποσοστό της το
συγκεντρώνει µεταξύ των ανέργων. Συγκεκριµένα, στον ενεργό πληθυσµό
καταλαµβάνει το 9,6%, στους ανέργους το 10,7% και στους µη ενεργούς το
3,3%. Ειδικότερα, καταλαµβάνει το19,2% στους επαγγελµατίες βιοτέχνες,
το 9,4% στους µισθωτούς του ιδιωτικού τοµέα, το 8,2% στους ελεύθερους
επαγγελµατίες, το 7,4% στους φοιτητές, το 6,2% στους αγρότες, το 5,2%
στις νοικοκυρές, το 4,7% στους µισθωτούς του δηµοσίου τοµέα και, το
χαµηλότερο, το 2,4% στους συνταξιούχους».18 Η Χρυσή Αυγή
κάνει προσπάθεια να συνδεθεί µε το προλεταριάτο, τα µεσαία στρώµατα
µισθωτών και τους µικροαστούς που υποφέρουν από την κρίση, ανοίγει
παντού γραφεία, ανοίγει κοινωνικά παντοπωλεία, πουλάει προστασία σε
µικροεπιχειρηµατίες, επιτίθεται σε µετανάστες (άτοµα σχετιζόµενα µε τη
Χρυσή Αυγή έχουν ήδη δολοφονήσει µετανάστες) και υπόσχεται ότι θα τους
διώξει. Πρόκειται για µια προσπάθεια που γίνεται οργανωµένα, πιθανότατα
µε κρυφή κρατική χρηµατοδότηση και χρηµατοδότηση από γνωστούς
µεγαλο-καπιταλιστές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και συνδέονται µε
ποικίλους τρόπους µε το κράτος.
Μέχρι σήµερα η προσπάθεια να µετατραπεί το ναζιστικό κόµµα σε
πολιτική δύναµη µε αληθινές κοινωνικές ρίζες έχει αποτύχει και το
τελευταίο διάστηµα το επίσηµο κράτος ενσωµατώνει πλέον ανοικτά και µε
χαρακτηριστική άνεση τις πρακτικές του. Ο κίνδυνος όµως ενδυνάµωσης ενός
εθνικισµού νέου τύπου προκύπτει από µια διαδικασία αντανάκλασης. Αν
διαβάσει κανείς µαζί δηλώσεις χρυσαυγιτών και εθνικιστών αριστεριστών
του ΣΥΡΙΖΑ ή άλλων κοµµάτων της αριστεράς θα διαπιστώσει ότι υπάρχει µια
κοινή ιδεολογική βάση που αφορά την «υποδούλωση της πατρίδας στους
ξένους τραπεζίτες τοκογλύφους». Παρά τις σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους
αυτή η ιδεολογική κοινότητα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόµενο να γίνει
προσπάθεια να καναλιζαριστεί το κίνηµα προς την κατεύθυνση της «σωτηρίας
της πατρίδας» από το «παρασιτικό κεφάλαιο» και από δεξιά και από
αριστερά. Αν τελικά αυτή η τάση επικρατήσει στο κίνηµα, κάτι που
εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τις διεθνείς εξελίξεις, ο δρόµος για τους
ναζιστές, τους καλύτερους εκφραστές της καπιταλιστικής ιδεολογίας του
εθνικισµού θα γίνει πιο βατός. Υπάρχει όµως ένα στοιχείο ιδιαίτερα
κρίσιµο που πρέπει να προσέξουµε εδώ: Ο εθνικισµός που παράγεται δεν
είναι ο κλασικός εθνικισµός της προηγούµενης περιόδου. Καθώς η ενοποίηση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχωράει ο νέος εθνικισµός παράγεται στη σκιά
αυτού του πολιτικού ενδεχοµένου εντάσσοντας στοιχεία φυλετισµού που θα
ήταν συµβατά µε µια ενδεχόµενη κατασκευή ευρωπαϊκής «εθνικής» ταυτότητας
(αν ο όρος φαίνεται αντιφατικός ας σκεφτούµε ξανά τον όρο αµερικάνικη
εθνική ταυτότητα), της οποίας υλικό επίδικο θα µπορούσε να είναι ο
αποκλεισµός µεταναστών από χώρες έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός
είναι και ο λόγος που ο νέος εθνικισµός έχει περισσότερο ναζιστικά
χαρακτηριστικά παρά φασιστικά και που η δεξιά του έκφανση στην Ελλάδα
φαντάζει περισσότερο σύγχρονη από την αριστερή.
Πέρα όµως από αυτά τα πολιτικά στοιχεία αξίζει να εξετάσουµε και από
µια άλλη οπτική γωνία την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Η δεύτερη φάση της
αναδιάρθρωσης όπως έχουµε εξηγήσει και αλλού19 ευνοεί την
επέλαση της «µαύρης εργασίας». Αν η επισφαλής εργασία και η επακόλουθη
δηµιουργία µιας δυαδικής αγοράς εργασίας, η δοµή της οποίας θα ευνοούσε
τη γενική συµπίεση των µισθών και τον ανταγωνισµό µεταξύ των
εργαζόµενων, ήταν το επίδικο της πρώτης φάσης της αναδιάρθρωσης, τώρα,
στα πλαίσια της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης (καθώς η επισφαλής
εργασία γίνεται πλέον η µόνη «νόµιµη» για το κεφάλαιο µορφή εργασίας),
το επίδικο είναι η ενδυνάµωση της «µαύρης» εργασίας, η σταδιακή
µετατροπή της σε κυρίαρχη µορφή της µισθωτής σχέσης κατ’ αρχήν στους
κλάδους έντασης εργασίας. Η «µαύρη» εργασία ως παραγωγική σχέση είναι
µια σχέση άµεσης εξάρτησης του προλετάριου από το αφεντικό του, µια
σχέση η οποία δεν διαµεσολαβείται πλέον από το κράτος, δεν ρυθµίζεται.
Οι «µαύροι» εργαζόµενοι αντιµετωπίζουν τα αφεντικά ως τη µόνη κοινωνική
δύναµη απέναντι στην οποία πρέπει να είναι νοµοταγείς. Οι «µαύροι»
εργαζόµενοι είναι αντικειµενικά αδιάφοροι απέναντι στο ασφαλιστικό
σύστηµα καθώς ο έµµεσος µισθός τους, αν υπάρχει καθόλου, δίνεται µε
µορφή διευκολύνσεων απευθείας από τα αφεντικά. Αλλά και οι διεκδικήσεις
των «µαύρων» εργαζόµενων είτε είναι ανοιχτές, είτε υπόγειες πρέπει πλέον
να διευθετούνται µε έναν άµεσο, ιδιωτικοποιηµένο τρόπο. Οι σχέσεις των
καπιταλιστών µε τους εργαζόµενους παίρνουν µια µορφή σχέσεων µαφίας,
ανεξάρτητα από το αν οι επιχειρηµατικές δραστηριότητες έχουν σχέση µε το
έγκληµα ή όχι. Η διατήρηση µιας τέτοιας δοµής δηµιουργεί χώρο αλλά και
ανάγκη για την ύπαρξη ενός µηχανισµού που θα οργανώνει, θα επιµελείται,
θα κατανέµει και θα διαµεσολαβεί τη ρευστή, ευέλικτη αλλά πιθανόν και
επικίνδυνη, στον βαθµό που δεν είναι οργανωµένη µε δοµηµένο και
εγγυηµένο από το κράτος τρόπο, εργασιακή δύναµη. Ο µηχανισµός αυτός θα
πρέπει σε συνθήκες κρίσης και υψηλότατης ανεργίας καταρχήν να επιλέγει
ποιοι θα έχουν πρόσβαση στην εργασία, να επιµελείται την ευταξία σε
χώρους εργασίας στους οποίους δεν έχει πρόσβαση το κράτος και να
επεµβαίνει άµεσα σε περίπτωση µιας άγριας ή έστω απροσδόκητης απεργίας ή
σε περιπτώσεις βίαιων περιστατικών. Αρχίζει και διαφαίνεται σιγά σιγά η
δυνατότητα τον ρόλο αυτού του µηχανισµού να τον παίξουν οργανώσεις
τύπου Χρυσής Αυγής. Θα µπορούσαµε να ονοµάσουµε τον µηχανισµό
ιδιωτικοποιηµένη αστυνοµία, η οποία όµως έχει και στοιχεία «κοινωνικής
πρόνοιας» για τους υπάκουους ή για να διαχειρίζεται πιο αποδοτικά τη
νέου τύπου «πειθαρχία» που απαιτείται. Αυτή η ιδιωτικοποιηµένη αστυνοµία
θα µπορούσε να αποτελεί και διαµεσολαβητικό παράγοντα για τις
αναπόφευκτες υπόγειες σχέσεις ανάµεσα σε µηχανισµούς του επίσηµου
κράτους µε τους καπιταλιστές που δραστηριοποιούνται σε µεγάλο βαθµό στη
«µαύρη» οικονοµία. Ίσως να είναι αυτή η µορφή που θα πάρει στο
µεσοπρόθεσµο µέλλον «η ολοένα και µεγαλύτερη σηµασία της καταστολής στην
κοινωνική αναπαραγωγή», στην οποία έχουµε αναφερθεί πολλές φορές στο
παρελθόν.
Μια άλλη ανησυχητική εξέλιξη υπήρξε η φλυαρία σχετικά µε τη δηµιουργία ευρωπαϊκών κατασταλτικών µηχανισµών και το ενδεχόµενο στρατιωτικοποιηµένων επεµβάσεων αυτών των µηχανισµών. Σε µια συνέντευξη µε το περιοδικό «Τα Παιδιά της Γαλαρίας»,20 συζητήθηκε η πιθανότητα µιας χούντας (ή µιας µεταµοντέρνας τεχνοκρατικής εκδοχής της). Στις 27 Ιουνίου 2011 ο αντιπρόεδρος της τότε κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος δήλωσε ότι «χωρίς το πακέτο µέτρων λιτότητας η χώρα θα χρεοκοπήσει στα µέσα Ιουλίου και αν αυτό συµβεί, είναι πιθανό να δούµε tanks στους δρόµους της Αθήνας για την προστασία των τραπεζών» και στα µέσα Οκτωβρίου 2012 εµφανίστηκαν στον Τύπο αναφορές σχετικά µε προετοιµασία του ελβετικού στρατού για µια πιθανή κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της πολιτικής αναταραχής που θα ακολουθούσε.
Πόσο σοβαρά πρέπει να παίρνουµε τέτοια δυσοίωνα δηµοσιεύµατα (ειδικά υπό το φως της παρατήρησής σας ότι η αναπαραγωγή του προλεταριάτου θα εµφανίζεται ολοένα και περισσότερο ως καταστολή); Ποιες νοµίζετε ότι είναι οι πιθανότητες για την εγχώρια ή διεθνή (µέσω ειδικών δυνάµεων Χωροφυλακής EUGENDFOR της ΕΕ) στρατιωτικοποιηµένη επέµβαση στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη;
Δεν βρισκόµαστε ακόµη σε αυτό το στάδιο και σκοπός της πολιτικής
εξουσίας στην ΕΕ είναι να µην φτάσουµε εκεί. Ο στόχος τους νοµίζουµε πώς
είναι να λάβει χώρα µια πολιτειακή αλλαγή και να µετασχηµατιστεί το
πολιτικό σύστηµα προς την κατεύθυνση του αµερικάνικου. Η «έξωση» της
εργατικής τάξης από το τραπέζι του διαλόγου πρέπει απαραιτήτως να
συνοδευτεί και από την απονοµιµοποίηση των πολιτικών δυνάµεων που
υπερασπίζονται τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, δηλαδή του συνόλου
της αριστεράς. Αυτό προκύπτει από την πορεία του νεοφιλελευθερισµού σε
ό,τι αφορά τις πολιτικές, θεσµικές εκφράσεις του, οι οποίες όσο
εντείνεται η κρίση παίρνουν ολοένα και πιο καθαρή µορφή. Παράγεται µια
διπολική πολιτική εκπροσώπηση (η οποία δεν έχει πάρει ακόµη σαφή
κοµµατικά χαρακτηριστικά) της οποίας το ένα σκέλος θα επιταχύνει την
συνεχιζόµενη αναδιάρθρωση και το άλλο θα παριστάνει ότι προσπαθεί να την
επιβραδύνει ή να την εφαρµόσει µε «πιο δίκαια» κριτήρια (µε
χαρακτηριστικό παράδειγµα τον Ολάντ).
Το πρόβληµα βέβαια είναι ότι αυτό δεν µπορεί να συµβεί σε όλες τις
χώρες µε τον ίδιο τρόπο και ειδικά στην Ελλάδα (αλλά και στη Γαλλία),
λόγω συγκεκριµένων ιστορικών καταβολών προβλέπεται να υπάρχουν σηµαντικά
εµπόδια και αναταράξεις προς αυτήν την πορεία. Η µετάθεση της
σύγκρουσης στο πεδίο της πολιτικής, η άνοδος της αριστεράς στην Ελλάδα
και πιθανότατα σύντοµα και στη Γαλλία, και η επακόλουθη πίεση να
σταµατήσει η αναδιάρθρωση στο σηµείο που έχει φτάσει µέχρι τώρα, θα
οδηγήσει αναγκαστικά σε αλλαγή επιπέδου της καταστολής και ίσως να
χρειαστεί να επιβληθεί µε διαφορετικό τρόπο ο µετασχηµατισµός που
προαναφέραµε. Όµως επαναλαµβάνουµε ότι αυτός δεν µπορεί να είναι στόχος
της ευρωπαϊκής εξουσίας γιατί η Ελλάδα και η Γαλλία δεν είναι οι µόνες
χώρες στις οποίες έχει ανέβει η κοινωνική ένταση. Μια ακραία κίνηση
περιορισµού ή και κατάλυσης της αστικής δηµοκρατίας σε ένα κράτος
πιθανόν να αποτελέσει τη θρυαλλίδα µιας γενικευµένης ανάφλεξης στην
Ευρώπη η οποία θα έχει απροσδιόριστες συνέπειες και αφήνει πολλά
ενδεχόµενα ανοιχτά.
Για την ενσωµάτωση, τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την αυτοδιαχείριση
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, που από τις δεύτερες εκλογές του 2012 είναι το κύριο κόµµα της αντιπολίτευσης, έχει επαινεθεί από πολλούς «αριστερούς» (κυρίως διάφορους τροτσκιστές) ως επιτυχία προς µίµηση. Διαβάζουµε για τον «γραφειοκρατικό» ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ (και άλλων αριστερών αγωνιστών και γραφειοκρατών) στο κίνηµα των «αγανακτισµένων».
Ποιος είναι ο πρακτικός ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ και των συναφών οργανώσεων στους πρόσφατους αγώνες; Είναι πιθανό να παίξουν έναν σηµαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση του καπιταλισµού στην Ελλάδα, τώρα ή στο µέλλον;
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ζωντανή απόδειξη της παρακµής της εργατικής
ταυτότητας στην περίοδο του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Από τη µία
πλευρά δεν νοείται εργατική τάξη «δι’ εαυτήν» χωρίς κάποιου τύπου κόµµα,
και ο ΣΥΡΙΖΑ σήµερα είναι το κόµµα που σύµφωνα µε τα στατιστικά
στοιχεία ψήφισε κατά κόρον η εργατική τάξη. Από την άλλη πλευρά αυτό το
κόµµα δεν έχει σε καµία περίπτωση ως ορίζοντά του την «κατάληψη της
εξουσίας από την εργατική τάξη», όπως τα κλασικά λενινιστικά κόµµατα.
Πρόκειται για ένα συνονθύλευµα διαφορετικών ρευµάτων και τάσεων,
ουσιαστικά για µια µετεξέλιξη σε κόµµα του πολύχρωµου social forum, την
πολιτική έκφραση αλά ελληνικά της κυρίαρχης τάσης του κινήµατος
αντι-παγκοσµιοποίησης. Ο τρόπος διατήρησης της συνοχής ενός τέτοιου
σχηµατισµού είναι η προοπτική κατάληψης της εξουσίας.
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ µε τους εργατικούς
αγώνες δεν είναι ιδιαίτερα σηµαντική τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις
«ρίζες» που διαθέτει το κόµµα αυτό στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στον
κρατικό τοµέα τα συνδικάτα επηρεάζονταν κατά κύριο λόγο από το ΠΑΣΟΚ
και στον ιδιωτικό από το ΚΚΕ. Βέβαια σε επίπεδο ιδεολογίας (αντίσταση
στην αναδιάρθρωση, µέτωπο αντι-λιτότητας, αντίθεση στις ιδιωτικοποιήσεις
κρατικής περιουσίας) η επιρροή του είναι αξιοσηµείωτη και ολοένα και
περισσότερο αυξανόµενη. Εκεί που ως κόµµα έχει περισσότερη δραστηριότητα
είναι κάποιες κοινωνικές δραστηριότητες (κοινωνικά ιατρεία, φαρµακεία,
φροντιστήρια κτλ.). Επίσης στελέχη του, ή προλετάριοι βάσης που
υποστηρίζουν το κόµµα, συµµετέχουν σε «λαϊκές συνελεύσεις», κοινωνικούς
χώρους κτλ. Αυτός είναι ο τρόπος που γίνεται οργανωµένη από το κόµµα
αυτό προσπάθεια να αποκτήσει ρίζες στις προλεταριακές πρακτικές που
ανθίζουν από τα κάτω.
Σχετικά µε την «σταθεροποίηση του καπιταλισµού», κανένα κόµµα βέβαια
δεν µπορεί, όποια πολιτική πρόθεση κι αν έχει, να συµβάλει σε σηµαντικό
βαθµό στη σταθερότητα ενός κράτους, ιδιαίτερα σήµερα, που κάθε κράτος
είναι αναπόσπαστο µέρος ενός ευρύτερου συστήµατος. Το πιθανότερο, αν ο
ΣΥΡΙΖΑ κατορθώσει να πάρει την εξουσία, είναι να προσπαθήσει να
µετατραπεί σε µια νέου τύπου «σοσιαλδηµοκρατία». Υπάρχει βέβαια και το
σοβαρό ενδεχόµενο, λόγω της όξυνσης της κρίσης και της ταξικής πάλης που
τη συνοδεύει, ο ΣΥΡΙΖΑ να µην καταφέρει να σταθεροποιηθεί στην εξουσία
είτε γιατί οι υπαρκτές εσωτερικές του αντιφάσεις θα εκραγούν και θα
διαλυθεί, είτε γιατί ο πόλεµος των υπέρµαχων της αναδιάρθρωσης εναντίον
του θα είναι ικανός να τον υπονοµεύσει καθώς δεν διαθέτει ερείσµατα
στους πιο σκληρούς κρατικούς µηχανισµούς. Αν µετατραπεί αµέσως µετά την
ανάληψη της εξουσίας σε επίδοξο συνεχιστή της αναδιάρθρωσης, κάτι που
δεν µπορεί βέβαια να αποκλειστεί, η διάλυσή του θα επέλθει πολύ σύντοµα
και ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό θα «ανατιναχθεί».
Χαρακτηριστικό στοιχείο της τελευταίας περιόδου στην Ελλάδα, είναι η
στρατηγική της έντασης του ελληνικού κράτους, σηµαντικό στοιχείο της
οποίας είναι η καταστολή των κινηµατικών καταλήψεων κτιρίων. Η πρώτη
επίθεση σε «πολιτική» κατάληψη (γιατί είχε προηγηθεί η κατάληψη κτιρίου
στο οποίο έµεναν µετανάστες το καλοκαίρι του 2009) ήταν στη µία (και
µοναδική) κατάληψη που έπαιζε σηµαντικό ρόλο ο ΣΥΡΙΖΑ. Η κατάληψη αυτή
ήταν σε µια περιοχή µε πολλούς µετανάστες κυρίως από την Αφρική αλλά και
αρκετούς ενεργούς πολιτικά φασίστες, και είχε κυρίως αντιρατσιστικό
προσανατολισµό. Αυτή η επίθεση έγινε αρκετούς µήνες πριν και η κατάληψη
έκλεισε καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε σε χλιαρές διαµαρτυρίες. Στη
συνέχεια έγιναν επιθέσεις σε άλλες καταλήψεις του αναρχικού χώρου οι
οποίες όµως παρουσιάζονταν από τα ΜΜΕ ως εστίες ανοµίας και υπήρχε
µεγάλη πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ να καταγγείλει την ύπαρξή τους. Αυτό που έγινε
όµως ήταν το αντίθετο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν µπορεί, σε αυτή τη φάση, να διακόψει
τη σχέση του µε τα δυναµικότερα κοµµάτια του κινήµατος, µια σχέση που
εµφανίζεται ως «υπεράσπιση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων». Το
αποτέλεσµα είναι να δηµιουργείται µια αυτοτροφοδοτούµενη τάση προς την
ενίσχυση και της καταστολής και της στρατηγικής της έντασης. Το γεγονός
ότι σε αυτήν την στρατηγική ως στόχος περιλαµβάνεται η αριστερά στο
σύνολό της, παρά το ότι φροντίζει µε λόγια και έργα να υπενθυµίζει ότι
ανήκει στο «δηµοκρατικό τόξο», είναι ένας από τους βασικούς καθορισµούς
της περιόδου που διανύουµε.
Στο άρθρο σας «Xωρίς εσένα, γρανάζι δε γυρνά …» περιγράψατε τον ρόλο του ΚΚΕ ως προέκταση της αστυνοµίας, ειδικά σε σχέση µε τα γεγονότα της 20ης Οκτωβρίου 2011, µια ανάλυση µε την οποία συµφωνούµε. Όπως έχει γράψει και η Théorie Communiste: «Οι επαναστάσεις του παρελθόντος µάς δείχνουν πολύ καλά το ότι: η κόκκινη σηµαία µπορεί να κυµατίζει ενάντια στην κόκκινη σηµαία µέχρι να φτάσουν τα Freikorps. Το κεφάλαιο “δεν θα διστάσει” να διακηρύξει και πάλι ότι η εργασία είναι η “µόνη παραγωγική δραστηριότητα”, προκειµένου να σταµατήσει το κίνηµα της κατάργησής του και προκειµένου να ανακτήσει τον έλεγχο του κινήµατος αυτού το συντοµότερο που µπορεί».21
Στους περισσότερους συντρόφους στη Βόρεια Ευρώπη, το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ (το σωµατείο που ελέγχει) φαίνεται σαν µια ειδική ελληνική περίπτωση. Ενώ σχεδόν παντού τα παραδοσιακά σταλινικά κόµµατα είτε έχουν µειωθεί σε πολύ µικρές αιρέσεις είτε έχουν µετατραπεί σε σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα, το σχετικά µεγάλο ΚΚΕ µοιάζει µε ένα «ωστικό κύµα από το παρελθόν».
Πρόκειται πράγµατι για µια περίπτωση τοπικής ιδιαιτερότητας ή η ύπαρξη αυτού του κόµµατος είναι ένα σύµπτωµα του τρέχοντος κύκλου αγώνων; Επιπλέον, ποια είναι η σχέση του κόµµατος µε την ταξική πάλη στην Ελλάδα και το ελληνικό προλεταριάτο (µε όρους ταξικής σύνθεσης και θεσµικής λειτουργίας); Ποιος ήταν ο ρόλος του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ κατά τη διάρκεια των πρόσφατων αγώνων; Νοµίζετε ότι είναι πιθανό το ΚΚΕ/ΠΑΜΕ να διαδραµατίσουν σηµαντικό ρόλο ως «δύναµη του νόµου και της τάξης» στο (εγγύς) µέλλον;
Το ΚΚΕ αποτελεί µια ιδιάζουσα περίπτωση, ένα σταλινικό απολίθωµα µε
σηµαντική επιρροή στην ελληνική κοινωνία, όµοιό του δεν υπάρχει σε
ολόκληρη τη «δυτική» Ευρώπη. Οι λόγοι που ένα απολίθωµα είναι ακόµη
ισχυρό είναι ιστορικοί (η γερµανική κατοχή και η δικτατορία είχαν ως
αποτέλεσµα την απόλυτη κυριαρχία του σταλινισµού κάθε απόχρωσης στο
κίνηµα). Το ΚΚΕ ελέγχει µέσω του τριτοβάθµιου σωµατείου που διαθέτει
σηµαντικό µέρος των συνδικαλισµένων εργαζόµενων του ιδιωτικού τοµέα (οι
οποίοι όµως είναι µικρό µέρος του συνόλου των εργαζόµενων). Ο ρόλος του
είναι κλασικά σταλινικός, λειτουργεί µε «πατριαρχικό» τρόπο. Σε µία
περίοδο που ο συνδικαλισµός έχει σχεδόν εξαφανισθεί και το κίνηµα στους
δρόµους και στις πλατείες ήταν πιο ζωντανό και επηρέαζε πιο πολύ τις
εξελίξεις, η «αστυνοµική» στάση του ΚΚΕ στις 20 Οκτώβρη του 2011 ήταν
σηµαντική,22 οδήγησε στο όριό της µια υπαρκτή απόκλιση
πρακτικών που εµφανίστηκε πολιτικά φετιχοποιηµένη ως σύγκρουση
αναρχικών-ΚΚΕ σε εκείνο το σηµείο. Η τακτική αυτή της «αστυνόµευσης» και
της προστασίας του κινήµατος από τις ταραχές εξαντλήθηκε σε αυτό το
γεγονός, δεν είχε συνέχεια. Στις σηµαντικές συγκρούσεις της 12ης Φλεβάρη
2012 το ΠΑΜΕ-ΚΚΕ δεν έπαιξε κανένα ρόλο, βρισκόταν σε άλλο µέρος. Πιο
πρόσφατα, στις τελευταίες αξιοµνηµόνευτες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα
στις 7 Νοεµβρίου 2012, κατά την ψήφιση του τελευταίου πακέτου µέτρων, το
ΠΑΜΕ-ΚΚΕ στήριξε τις συγκρούσεις µε την παρουσία του, πράγµα που
αποδεικνύει ότι υπάρχει εσωτερική αµφισβήτηση στην πρακτική της ηγεσίας.
Κανένα κόµµα δεν είναι στην πραγµατικότητα ενιαίο, στο εσωτερικό τους
διεξάγεται επίσης η ταξική πάλη έστω και µε συγκαλυµµένη µορφή. Αν η
κρίση βαθύνει κι άλλο θα χρειαστεί σίγουρα µια οργανωµένη δύναµη να
παίξει το ρόλο της δύναµης «του νόµου και της τάξης». Είναι αµφίβολο
όµως κατά πόσο αυτή τη φορά το ΚΚΕ θα τα καταφέρει. Ο συγκεκριµένος
ρόλος απαιτεί την ύπαρξη κάποιου τύπου συναίνεσης, κάποιου τύπου
συµφωνίας, την οποία το ΚΚΕ να µπορεί να «πουλήσει» στα µέλη-στρατιώτες
του, ελλείψει της προοπτικής «εργατικής εξουσίας». Κάτι τέτοιο δεν
φαίνεται στον ορίζοντα. Αντίθετα η µόνη προοπτική που φαντάζει έστω και
οριακά εφικτή είναι µια επιβράδυνση της λιτότητας, µια
«σοσιαλδηµοκρατική διαχείριση νέου τύπου». Γι’ αυτό το ΚΚΕ
περιθωριοποιείται και ο ΣΥΡΙΖΑ ηγεµονεύει.
Πολλοί σύντροφοι µε τους οποίους µιλήσαµε ήταν ενθουσιασµένοι µε τον αγώνα των εργαζοµένων του εργοστασίου της «Βιοµηχανικής Μεταλλευτικής».23 Στο ίδιο πνεύµα, τα παλιά φαντάσµατα του «συνεταιρισµού» και της «αυτοδιαχείρισης» φαίνεται να ξαναέρχονται στην επιφάνεια ξανά και ξανά τόσο εντός των ριζοσπαστικών κύκλων όσο και σε mainstream µέσα ενηµέρωσης ως «λύση» στην κρίση, ένας «καπιταλισµός χωρίς καπιταλιστές» – µια τάση που αποφεύγει µια πραγµατική κριτική του κεφαλαίου. Είναι ο αγώνας των εργαζόµενων της ΒΙΟ.ΜΕ. ο µοναδικός αγώνας αυτού του είδους στην Ελλάδα; Ποια είναι η γνώµη σας για αγώνες αυτού του είδους; Υπάρχει κίνδυνος ανάδυσης ενός «αυτοδιαχειριζόµενου καπιταλισµού» µέσα από τον τρέχοντα κύκλο αγώνων;
Πολύ ενδιαφέρον ερώτηµα. Είναι σίγουρο ότι η απονοµιµοποίηση των
συνδικάτων στα ανεπτυγµένα καπιταλιστικά κράτη και πιο πρόσφατα σε κράτη
όπως αυτό της Νότιας Αφρικής παίζει το ρόλο της στη σύγχρονη ταξική
πάλη διεθνώς. Ξεσπούν άγριες απεργίες από «τα κάτω» χωρίς τη συµµετοχή
του συνδικάτου στην Κίνα και την Ινδία, οι εργαζόµενοι σε ορισµένες
περιπτώσεις στρέφονται ενάντια στους συνδικαλιστές καθώς αναγνωρίζουν σε
αυτούς τη σχέση κεφάλαιο που σε αυτή τη φάση της κρίσης τους
εξαθλιώνει, τους µετατρέπει σε ελαστικούς και απόλυτα διαθέσιµους ανά
πάσα στιγµή στο αφεντικό (µε χαρακτηριστικό παράδειγµα τη Ν. Αφρική).
Από την άλλη πλευρά και τα κινήµατα εκτός χώρων εργασίας όπως αυτά στην
Ελλάδα ή στις ΗΠΑ ή στη Β. Αφρική δεν καθοδηγούνται από κάποιον πολιτικό
φορέα. Φαίνεται εξαιρετικά πιθανό λοιπόν να κυριαρχήσει η αυτοοργάνωση
στους αγώνες καθώς η κρίση θα εντείνεται.
Ένα άλλο σηµαντικό στοιχείο της τρέχουσας περιόδου είναι η απαξίωση
των θεσµών του κοινωνικού κράτους που παράγει η κρίση µε σκοπό τη µείωση
του έµµεσου µισθού και την υπαγωγή στο πεδίο παραγωγής αξίας πολλών
δραστηριοτήτων που προηγουµένως χρηµατοδοτούνταν από το φορολογικό
σύστηµα. Αυτή η διαδικασία συνδέεται άµεσα µε την απαξίωση της
εργασιακής δύναµης. Σε ορισµένες περιπτώσεις όπως στο πρωτοπόρο του
νεοφιλελευθερισµού κράτος της Μ. Βρετανίας είναι η ίδια η νεοφιλελεύθερη
εξουσία που προσπαθεί να ρυθµίσει και να καθοδηγήσει την «αυτοοργάνωση
της µιζέριας» του προλεταριάτου. Προτείνει τη δηµιουργία τοπικών
συνελεύσεων που θα αποφασίζουν πώς θα διαχειριστούν στη βάση του
εθελοντισµού τις αναπαραγωγικές ανάγκες που πλέον δεν καλύπτονται από το
κράτος ή τον δήµο.
Από την άλλη πλευρά η κρίση/αναδιάρθρωση έχει ως αποτέλεσµα τη
δηµιουργία αργού παραγωγικού δυναµικού. Πρόκειται για την παράδοξη αυτή
κατάσταση να υπάρχουν εργοστάσια, µηχανήµατα τα οποία ακόµη λειτουργούν
και εργαζόµενοι που γνωρίζουν πώς να τα λειτουργούν αλλά λόγω της κρίσης
τα µηχανήµατα µένουν αχρησιµοποίητα και οι εργαζόµενοι γίνονται άνεργοι
και εξαθλιώνονται. Είναι λοιπόν προφανές ότι θα παραχθούν πολλές
προσπάθειες αυτοδιαχείρισης της παραγωγικής διαδικασίας.
Οι προσπάθειες αυτές δεν µπορούν να κριθούν αξιολογικά µε µέτρο την
υποτιθέµενη «επαναστατικότητά» τους, ας είµαστε σαφείς, η αυτοδιαχείριση
της παραγωγικής διαδικασίας δεν είναι επανάσταση σήµερα, είναι
ριζοσπαστική κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου. Είναι βέβαιο όµως ότι όλες
οι αυτοδιαχειριστικές προσπάθειες θα τείνουν να συνδέονται µεταξύ τους
στη βάση µιας πολιτικής συµµαχίας, καταρχήν γιατί θα βρεθούν αντιµέτωπες
µε την «κανονική» καπιταλιστική αγορά. Το ερώτηµα λοιπόν όντως είναι:
Είναι δυνατό µια αναδιάρθρωση προς αυτήν την κατεύθυνση να αποτελέσει τη
βάση ενός νέου κύκλου συσσώρευσης; Είναι δυνατό να αποκτήσει πρωτεύοντα
ρόλο η αυτοδιαχείριση µέσα από την όξυνση της κρίσης και της ταξικής
πάλης; Κανείς δεν µπορεί να απαντήσει µε βεβαιότητα. Εκείνο που µπορούµε
µε σιγουριά να πούµε είναι ότι η αυτοδιαχείριση εµπεριέχει ήδη το
ζήτηµα της αγοράς, του ανταγωνισµού, του χρήµατος ως προβλήµατα στο
εσωτερικό της. Τα προβλήµατα αυτά θα αποτελέσουν αιτίες σφοδρών
συγκρούσεων µέσα στο κίνηµα το οποίο πιθανόν αρχικά να εµφανίζεται ότι
οµονοεί ως προς το ότι η αυτοδιαχείριση αποτελεί τη µόνη ρεαλιστική
λύση. Τα δείγµατα από τους ταξικούς αγώνες του παρόντος προεικονίζουν
µια κατάσταση στην οποία αυτές οι συγκρούσεις θα είναι δύσκολα
επιλύσιµες, µια κατάσταση επαναστατική στη βάση της αµφισβήτησης αυτής
της ίδιας της αυτοδιαχείρισης.
Για την επανάσταση της τρέχουσας περιόδου και τον ρόλο
των επαναστατών
των επαναστατών
Έχετε γράψει: «Για όλους αυτούς τους λόγους η διεκδίκηση της ύπαρξης του µισθού, που ήδη αποτελεί κεντρικό ζήτηµα της ταξικής αντιπαράθεσης παγκόσµια, θα αποτελέσει το επόµενο διάστηµα το πεδίο στο οποίο η ταξική σύγκρουση θα οξυνθεί. Το ζήτηµα αυτό θα δηµιουργήσει ρήξεις στο εσωτερικό των αγώνων, οι οποίες στον πολλαπλασιασµό τους θα οδηγήσουν στην αµφισβήτηση του κεφαλαίου, άρα και του προλεταριάτου ως τάξης. (…) Οι καθηµερινοί διεκδικητικοί αγώνες της τρέχουσας ιστορικής περιόδου διαφέρουν από τους αγώνες των προηγούµενων ιστορικών φάσεων σε ένα βασικό σηµείο. Οι διεκδικήσεις σήµερα δεν σχηµατίζουν ένα επαναστατικό πρόγραµµα όπως γινόταν µέχρι την αρχή της αναδιάρθρωσης, την “περίοδο του ’68”. Αυτό δεν συµβαίνει λόγω κάποιας “υποκειµενικής αδυναµίας” ή “έλλειψης συνείδησης” της εργατικής τάξης. (…) Η σύγχρονη διάρθρωση της σχέσης κεφάλαιο εκφράζεται στο γεγονός ότι κάθε διεκδίκηση από το προλεταριάτο βρίσκει, ακόµη και στις λίγες περιπτώσεις που ικανοποιείται και πάλι, την πραγµατικότητα του κεφαλαίου, όπως αυτό είναι σήµερα: Την εντεινόµενη αναδιάρθρωση και τη διεθνοποίηση, την επισφάλεια, τη δυσκολία αναπαραγωγής της ζωής, την καταστολή. Το γεγονός ότι οι προλεταριακοί αγώνες, ανεξάρτητα από το πόσο µαχητικοί είναι, δεν µπορούν να αντιστρέψουν αυτήν την πορεία και να οδηγήσουν προς µία νέου τύπου κεϋνσιανή ρύθµιση δεν είναι ένδειξη αδυναµίας αλλά καθοριστικό περιεχόµενο της παρούσας διάρθρωσης της εκµεταλλευτικής σχέσης. Αποτέλεσµα αυτού του γεγονότος είναι µέσα στους καθηµερινούς αγώνες να παράγονται πρακτικές έξω από το διεκδικητικό πλαίσιο, πρακτικές που µέσα στην εξέλιξη του διεκδικητικού αγώνα αµφισβητούν την ίδια τη διεκδίκηση.
Η εξέλιξη αυτή καθιστά την τωρινή στιγµή ποιοτικά διαφορετική από εκείνη των αγώνων, για παράδειγµα, των δεκαετιών του’60 και του ’70. Ο θάνατος του εργατικού κινήµατος και της εργατικής ταυτότητας, η αποσύνθεση της εργατικής τάξης και το “τέλος του προγραµµατισµού”24 σηµαίνουν ότι οι αγώνες σήµερα έχουν έναν ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα (και αποτέλεσµα) από εκείνους του χθες».
Πολλοί αγωνιστές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ακριβώς λόγω αυτής της αποσύνθεσης της τάξης, και την «καταστροφή της ταξικής συνείδησης» και της «άµπωτης» της διεθνούς ταξικής πάλης, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και της παγκόσµιας αναδιάρθρωσης, αυτό για το οποίο πρέπει να αγωνιζόµαστε είναι η «ανασύνθεση της τάξης», η εκ νέου εγκαθίδρυση ενός εργατικού κινήµατος και η κατάκτηση της προλεταριακής εµπιστοσύνης µέσω µιας στρατηγικής που περιγράφεται ως «µικρές νίκες που θα ανοίξουν το δρόµο». Έχουµε ακούσει από συντρόφους ακόµα και να εξισώνουν την τρέχουσα περίοδο µε την περίοδο πριν από την έλευση του εργατικού κινήµατος τον 19ο αιώνα, οι σύντροφοι αυτοί υποστηρίζουν ότι το εργατικό κίνηµα απλά πρέπει να «επαναλάβει ό,τι έκανε» µε την απαραίτητη «υποµονή».
Θα µπορούσατε να αναφέρετε τους λόγους για τους οποίους θεωρείτε αυτές τις στρατηγικές αδιέξοδες;
Για να συζητήσουµε αν µια «στρατηγική» είναι αδιέξοδη, πρέπει να
εξετάσουµε ποιος είναι ο στόχος της. Όσοι εκτιµούν, περιµένουν και
εργάζονται προς την κατεύθυνση της ανασύνθεσης του εργατικού κινήµατος
(και µόνο πολιτικοί οργανισµοί µπορούν να εργάζονται προς αυτήν την
κατεύθυνση) πρέπει κατά τη γνώµη µας να αναρωτηθούν σε τι οφείλεται αυτή
η απόλυτη αποτυχία που όλοι διακρίνουν σήµερα. Το ερώτηµα είναι γιατί
οι «µικρές νίκες» δεν αποτελούν τα θεµέλια για το χτίσιµο του νέου
εργατικού κινήµατος, γιατί δεν αποτελούν τα θεµέλια για το χτίσιµο
κοµµάτων ή δικτύων ή συνδικάτων που θα ανέγειραν εκ νέου την εργατική
ταυτότητα; Γιατί όλες οι προσπάθειες ανάστασης του εργατισµού, δεν
συγκροτούν τελικά µια υπολογίσιµη δυναµική στο κίνηµα; Γιατί όλες οι
νέες έννοιες όπως του γνωσιακού εργάτη (cognitive worker), της άυλης εργασίας (immaterial labour) φαντάζουν τόσο ξένες προς την πραγµατικότητα του κινήµατος;
Η απάντηση βρίσκεται κατά τη γνώµη µας outside the box. Αν ο
ορίζοντας είναι η κοµµουνιστικοποίηση δεν είναι µια συγκεκριµένη
στρατηγική αδιέξοδη, ενώ µια άλλη δεν θα ήταν, είναι η ίδια η
«στρατηγική» αδιέξοδη. Είναι η ίδια η εννοιολόγηση της κορύφωσης της
ταξικής πάλης, µε όρους ενός υποκειµένου που πρέπει να χτίσει τη
στρατηγική που απαιτείται για να µετατρέψει την κοινωνία σε αυτό που
είναι το ίδιο, αδιέξοδη. Αν ο ορίζοντας δεν είναι η
κοµµουνιστικοποίηση αλλά είναι η ενδυνάµωση της εργατικής τάξης, η
αναδιάρθρωση του τρόπου παραγωγής προς µια κατεύθυνση στην οποία ο
συσχετισµός δυνάµεων µεταξύ των τάξεων θα έχει αλλάξει «προς το
συµφέρον» της εργατικής τάξης, θα έχουν για παράδειγµα αυξηθεί οι
µισθοί, θα έχουν αλλάξει οι εργασιακές σχέσεις, θα έχει λειανθεί ο
δεσποτισµός του κεφαλαίου, ή στην πιο ακραία εκδοχή θα έχει
κοινωνικοποιηθεί το κεφάλαιο σε σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας υπό τη
µορφή της αυτοδιαχείρισης των µέσων παραγωγής, τότε, δεν είναι
απαραίτητο ότι όλες οι στρατηγικές είναι αδιέξοδες. Μπορεί η στρατηγική
που προσπαθεί να αναστήσει τον εργατισµό και ψάχνει εναγωνίως τη νέα
κεντρική εργατική φιγούρα να µην παράγει αποτελέσµατα αλλά µπορεί να
παραχθεί µια άλλη στρατηγική στα πλαίσια της άµυνας που περιγράψαµε
προηγουµένως της απεγνωσµένης προσπάθειας διατήρησης του «ταξικού
ανήκειν», το οποίο ταυτίζεται για τη µεγάλη πλειοψηφία µε την ίδια την
επιβίωση. Ίσως τα «κινήµατα των πλατειών» να είναι τα πρώτα βήµατα του
κινήµατος προς αυτήν την κατεύθυνση. Η εξέταση όµως όλων των µορφών του
κινήµατος και της διαλεκτικής τους σχέσης, και η προοπτική εµβάθυνσης
της κρίσης, τουλάχιστον σε µεσοπρόθεσµο επίπεδο δεν προοιονίζει την
επιτυχία αυτών των πρώτων ζαλισµένων βηµάτων.
Στο κείµενο «Η ανάδυση του (µη-)υποκειµένου» γράφατε: «Το σηµαντικό στις µελλοντικές εξελίξεις, ως κρίση και ένταση της ταξικής πάλης, είναι η εξέλιξη της σχέσης ανάµεσα στις πρακτικές τύπου Αγγλίας [Αυγούστου 2011] και στις πρακτικές των “αγανακτισµένων”. Η σχέση αυτή αποκτά βαρύνουσα σηµασία λόγω της ρευστότητας ανάµεσα σε αυτά τα δύο δοµούµενα υποκείµενα (η ανεργία έχει µπει στο κέντρο της µισθωτής σχέσης). Η σχηµατοποίηση του νέου ορίου (η αστυνοµία, το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασµός) οδηγεί σε µια νέα µορφοποίηση που επιχειρούµε να προσεγγίσουµε µε τον όρο “ταραχές”. Οι “ταραχές” περικυκλώνουν τα κινήµατα των “αγανακτισµένων”, τα διεµβολίζουν και τελικά διεισδύουν σε αυτά και παράγουν αποκλίσεις ανάµεσα σε πρακτικές των κινηµάτων αυτών (µια πρώτη έκφανση αυτού του γεγονότος αποτελεί το διήµερο 28-29 Ιουνίου στην Ελλάδα). Η διαλεκτική της απόκλισης δουλεύει πυρετωδώς… Η Κυριακή συνιστά υπέρβαση κατά το ότι πλέον οι πρακτικές έχουν συναντηθεί, έχουν έρθει αντιµέτωπες εν δράσει. Η συνάντηση των πρακτικών είναι αποτέλεσµα της δυναµικής που παράγει την αµοιβαία διείσδυση ανάµεσα στους “αγανακτισµένους”, τους “προλεταριοποιούµενους µικροαστούς”, τους δηµόσιους υπαλλήλους, τους νέους, τους επισφαλείς/ανέργους. Η διαλεκτική κίνηση των πρακτικών ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Όµως αυτή η διαλεκτική δεν θα εξελιχθεί µέσα σε κενό αέρος, είναι εµβαπτισµένη και αυτή στη συνολική δυναµική της ταξικής πάλης».
Θα µπορούσατε να µιλήσετε περισσότερο για την επέκταση και τον χαρακτήρα αυτών των πρακτικών τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, και τη σχέση τους µε την επανάσταση ως αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου;
Η «εξάπλωση» ή η γενίκευση αυτών των πρακτικών εξαρτάται από πολλούς
παράγοντες µε κυριότερο όλων την εξέλιξη της κρίσης (ως µάχης ανάµεσα
στο προλεταριάτο που θα επιζητά µια έξοδο από την κρίση µε αλλαγή
συσχετισµών και το κεφάλαιο που θα εντείνει τη διαδικασία επιβολής της
δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης). Επίσης πρέπει να λάβουµε υπόψη µας
ότι σε κάθε κράτος η µορφή είναι διαφορετική, η χρονικότητα της εξέλιξης
είναι διαφορετική και όλα κρίνονται κατά τη συνάντηση των κορυφώσεων
συγκρούσεων διαφορετικού περιεχοµένου στον χρόνο. Σε αυτήν την περίπτωση
γίνεται εξαιρετικά πιθανή η «διάδοση», ή ακόµη καλύτερα ο
«συντονισµός». Η πορεία προς αυτήν την κατεύθυνση διαφαίνεται ήδη από
τον συντονισµό µεταξύ των αραβικών συγκρούσεων αλλά και τον συντονισµό
µεταξύ της «αραβικής άνοιξης» και των κινηµάτων των αγανακτισµένων,
παρότι τα διακυβεύµατα των συγκρούσεων έχουν σηµαντικές ποιοτικές
διαφορές. Ειδικό στοιχείο αποτελούν βέβαια οι ταραχές καθώς αποτελούν
την πρακτική έκφραση από την πλευρά του προλεταριάτου της ολοένα και
µεγαλύτερης συµµετοχής της καταστολής στην αναπαραγωγή των τάξεων. Ενώ
τα κινήµατα των πλατειών προσπαθούν να δοµήσουν το «πρόγραµµα» της
επανάστασης που παράγει η περίοδος, οι ταραχές υπονοµεύουν αυτήν τη
διαδικασία. Αναφερόµαστε περισσότερο στην επίθεση στα κτίρια, στη
λεηλασία εµπορευµάτων, στις καταστροφές κτλ., παρά στη σύγκρουση µε την
αστυνοµία µε διακύβευµα την κατάληψη εδάφους. Οι ταραχές αν γενικευθούν
οδηγούν στη διάρρηξη της καθηµερινής ζωής και ειδικά σε αυτή την
ιστορική περίοδο µορφοποιούν την παραγόµενη αµφισβήτηση του ταξικού
ανήκειν, κάτι που γίνεται ορατό αν τις αντιµετωπίσουµε σαν τον ένα πόλο
του διαλεκτικού ζεύγους που ως δεύτερο πόλο έχει τις πρακτικές των
απανταχού «αγανακτισµένων». Οι ταραχές δεν ορίζουν τα στρατόπεδα των
«ταραχοποιών» και των «ειρηνικών διαδηλωτών», αυτή η κρατική προπαγάνδα
δεν έχει καµία βάση. Η περιφερειακή διάσταση των ταραχών, ο ορισµός τους
ως µειοψηφικών πρακτικών ήταν αυτή που έδινε δύναµη σε αυτήν την
προπαγάνδα. Τώρα πλέον η ολοένα και πυκνότερη εµφάνιση των πρακτικών
αυτών στα διεκδικητικά κινήµατα, η εισβολη από την περιφέρεια του
κινήµατος στο κέντρο του θέτει το ζήτηµα της ανασύνθεσης της τάξης, ως
τάξης που αµφισβητεί την ίδια της την ύπαρξη. Η εµβάθυνση της κρίσης
προεικονίζει τη γενίκευση ταραχών ως πρακτικών που «περικυκλώνουν» την
εισβολή µεσαίων στρωµάτων και προλεταριάτου στον δηµόσιο χώρο
(«αγανακτισµένοι») και τίθενται αντικειµενικά εναντίον της δόµησης αυτής
της εισβολής ως µορφής του κινήµατος που θα παράγει το «πρόγραµµα».
«Μέσα σε αυτήν ακριβώς την κρίση αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων
ριζώνει, στο έδαφος της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, η στιγµή του
εξαναγκασµού και της κανονικότητας, της οποίας οι ταραχές [είναι] όχι
µόνο η επικαιροποίηση αλλά και η πρακτική µορφοποίηση».25 Έως
τώρα αυτή η «περικύκλωση» της υπό ασφυξία διεκδίκησης από τις ταραχές
έχει οδηγήσει σε βίαια ξεσπάσµατα τα οποία όµως δεν διαρκούν και ακόµη
ενσωµατώνονται, αν και µε ολοένα και µεγαλύτερη δυσκολία στην
αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σηµαντικότερη εκδοχή αυτής της
ιστορικής παραγωγής αποτελεί η κατάσταση στην Αίγυπτο. Αυτό που είναι
ιδιαίτερα σηµαντικό στην Αίγυπτο είναι η αδυναµία του κεφαλαίου ως
σχέσης να µορφοποιήσει τη σύγκρουση σε δύο ξεκάθαρα στρατόπεδα κάτι που
θα έδινε τη δυνατότητα στο κράτος να στρατιωτικοποιήσει τη σύγκρουση,
κάτι που όπως γνωρίζουµε έχει γίνει εφικτό στη Συρία.
Πρέπει όµως να είµαστε προσεκτικοί, οι ταραχές από µόνες τους δεν
αποτελούν την επανάσταση. Μέσα από τις ταραχές και τη γενίκευσή τους, αν
συνεχιστεί αυτή η ιστορική τάση που βλέπουµε να εργάζεται µε
ιλιγγιώδεις ρυθµούς, θα προκύψει η ανάγκη της κατάληψης των µέσων
παραγωγής, ως µοναδικός τρόπος για τη συνέχιση της ζωής. Το προλεταριάτο
δεν παύει να είναι προλεταριάτο καταστρέφοντας, αυτό το βήµα είναι
απλώς στοιχείο του παραγόµενου πολέµου, η άλλη όψη της κοινωνικής
αναπαραγωγής ως καταστολής. Το κρίσιµο στοιχείο είναι ο µετασχηµατισµός
των µέσων παραγωγής, από µέσα παραγωγής αξίας σε µέσα αναπαραγωγής
δραστηριοτήτων οι οποίες δεν οργανώνονται στη βάση της κυριαρχίας της
αξίας, αλλά στη βάση άλλων σχέσεων, οι οποίες µε τη σειρά τους
µετασχηµατίζονται µέσα στον αγώνα µε συνεχή τάση να γίνουν
αδιαµεσολάβητες, άµεσες σχέσεις. Το κρίσιµο λοιπόν είναι, και
επανερχόµαστε στο περιεχόµενο προηγούµενων απαντήσεων, κατά πόσο είναι
εφικτό σε µια περίοδο που δεν υπάρχει οργανωµένη πολιτική δύναµη, δεν
υπάρχει κυρίαρχη εργατική ιδεολογία, δεν υπάρχει τίποτα συνεκτικό να
ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία µε µια «νίκη» των προλετάριων. Η έως τώρα
πορεία της εποχής των ταραχών είναι µια πορεία ανάδυσης πολλών
αντιφάσεων στην επιφάνεια, και των δρώντων δυνάµεων που τους
αντιστοιχούν στο πεδίο της µάχης. Οι αντιφάσεις αυτές δεν υπάγονται πια
στο (πάλαι ποτέ) εργατικό κίνηµα, κάτι που προεικονίζει την απιθανότητα
της νίκης της εργατικής τάξης, ως τάξης για τον εαυτό της. Η
κοµµουνιστικοποίηση ως δυνατότητα εδράζεται σε µεγάλο βαθµό στην
απιθανότητα αυτής της νίκης, δεν πρόκειται για ευχή, είναι µια εκτίµηση
που προκύπτει από τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου.
1 http://www.blaumachen.gr/2010/12/the-historical-production-of-the-revolution-of-the-current-period/
3 «Επειδή το δηµόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά
έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεωλυτικές κλπ.
πληρωµές, το σύγχρονο φορολογικό σύστηµα έγινε αναγκαίο συµπλήρωµα του
συστήµατος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην
κυβέρνηση να αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα, χωρίς να γίνεται αυτό
αµέσως αισθητό στον φορολογούµενο,µετά όµως απαιτούν αυξηµένους φόρους.
Από την άλλη µεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε µε τη συσσώρευση
απανωτών δανείων, αναγκάζει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση καινούργιων
έκτακτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Έτσι, το
σύγχρονο φορολογικό σύστηµα, που άξονας του είναι οι φόροι στα πιο
αναγκαία µέσα συντήρησης (εποµένως και το ακρίβαιµά τους), κρύβει µέσα
του το σπέρµα της αυτόµατης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση
δεν είναι επεισόδιο, αλλά µάλλον αρχή. Γιαυτό στην Όλλανδία, όπου
πρωτοεγκαινιάστηκε το σύστηµα αυτό, ο µεγάλος πατριώτης Ντε Βίττ το
εξύµνησε στα “Αξιώµατά” του και το χαρακτήρισε σαν το καλύτερο
σύστηµα για να γίνει ο εργάτης υπάκουος, λιτοδίαιτος, φιλόπονος και… για
να παραφορτωθεί µε δουλειά. Ωστόσο, η καταστρεπτική επίδραση που
ασκεί στην κατάσταση των µισθωτών εργατών µάς ενδιαφέρει εδώ λιγότερο
από τη βίαιη απαλλοτρίωση του αγρότη, του χειροτέχνη, µε δυο λόγια όλων
των συστατικών µερών της µικρής αστικής τάξης, που προκαλεί […] Ο
µεγάλος ρόλος, που το δηµόσιο χρέος και το αντίστοιχό του φορολογικό
σύστηµα παίζουν στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου και στην απαλλοτρίωση
των µαζών, ώθησε πλήθος συγγραφείς, όπως τον Κόµπετ, τον Ντάµπλνταιη και
άλλους, να κάνουν το λάθος ν’ αναζητούν σ’ αυτό τη βασική αίτια της αθλιότητας των σύγχρονων λαών». Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 1ος τόµ., σελ. 780-81.
4 Το έργο του Μ. Φουκώ φωτίζει µε έναν πολύ
ενδιαφέρον τρόπο τους µηχανισµούς ελέγχου και επιβολής της εξουσίας του
καπιταλιστικού κράτους. Ειδικά στο έργο του Birth of Biopolitics,
φωτίζει µε τη «γενεαλογική» µέθοδο που χρησιµοποιεί τις βασικές
ορίζουσες και την ιστορία των δύο σηµαντικών εκδοχών του νεοφιλελεύθερου
κράτους, της µορφής που έµελλε να είναι η κύρια µορφή-Κράτος του
αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Φουκώ λέει
ότι το έργο του Μαρξ επηρεάζει συνολικά τη σκέψη του, στο βιβλίο του Οι λέξεις και τα πράγµατα έγραψε
ότι η θεωρία του Μαρξ είναι απλώς µια παραλλαγή της εργασιακής θεωρίας
της αξίας του Ρικάρντο, υποβαθµίζοντας την άνευ προηγουµένου τοµή που
κάνει ο Μαρξ αποκαλύπτοντας ότι δεν πρόκειται για την αξία της εργασίας αλλά για την αξία της εργασιακής δύναµης και την υπεραξία που ως έννοιες αποτελούν τη βάση εξήγησης και ταυτόχρονα ριζικής κριτικής της καπιταλιστικής σχέσης.
5 Για τον ορισµό της πρώτης και της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης βλ.http://www.blaumachen.gr/2011/09/η-µεταβατική-περίοδος-της-κρίσης-η-επο/
6 Μια άλλη πτυχή αυτής της εξέλιξης είναι ότι η
επιθετική στρατηγική ενοποίησης της Ευρωζώνης µε νεοφιλελεύθερους όρους,
δηλαδή, ως σύνολο κρατών ανταγωνιζόµενων να έχουν πρόσβαση στην αγορά
και όχι ως ενιαίο κράτος που θα αντιµετωπίζει τα δηµοσιονοµικά του ως
ενιαίο πρόβληµα, θέτει σε αµφισβήτηση ακόµη και τις πιο βασικές
υποτίθεται αρχές του ίδιου του νεοφιλελευθερισµού. Οι περιορισµοί στην
κίνηση κεφαλαίων που επιβλήθηκαν στην Κύπρο διαβρώνουν ντεφάκτο τη
νοµισµατική ένωση του ευρώ και αποτελούν προανάκρουσµα για βίαιη
εθνικοποίηση της απαξίωσης του κεφαλαίου. Το τελευταίο δεν αποτελεί «το
σχέδιο». Το σχέδιο έως τώρα είναι το λεγόµενο «asymmetric adjustment»,
δηλαδή, η προσπάθεια να µείνει το κέντρο ανεπηρέαστο και να περιοριστεί η
αποµόχλευση στην περιφέρεια. Η προσπάθεια διατήρησης του asymmetric
adjustment πάντως δεν µπορεί να φτάσει στο λογικό όριό της µε την
Ευρωζώνη ενιαία, αν η διατήρηση της Ευρωζώνης είναι σηµαντική για την
πρόσβαση στις αγορές, τότε το κέντρο θα υποχωρήσει. Όλα είναι θέµα
«υπολογισµού κινδύνου», αλλά το πρόβληµα είναι ότι όλοι οι κίνδυνοι
είναι µεγάλοι!
7 Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 3ος τόµ., σελ. 587-88.
8 Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 3ος τόµ., σελ. 600.
9 Δεν πρόκειται τόσο για αλλαγή κατεύθυνσης όσο για δύο
κατευθύνσεις που υπάρχουν παράλληλα στον ίδιο αγώνα και πολύ συχνά στους
ίδιους ανθρώπους και που, κάποια στιγµή µέσα στην πορεία της πάλης,
χάνουν ενδεχοµένως τη σχιζοφρενική ενότητά τους και οδηγούν σε µια
αποκλίνουσα εξέλιξη. Κάτι που µπορεί να συµβεί όταν ο κόσµος διεκδικεί
αλλά δεν πιστεύει στη διεκδίκηση, επειδή η όλη τελετουργία της
διαπραγµάτευσης, και της µερικής ικανοποίησης των διεκδικήσεων, και
ύστερα της βαθµιαίας επιδείνωσης της αγοραστικής δύναµης και των
συνθηκών εργασίας, και ύστερα της διατύπωσης νέων διεκδικήσεων, και
ύστερα της νέας διαπραγµάτευσης κτλ., έχει συντριβεί από τον
αναδιαρθρωµένο καπιταλισµό. Κάτι που µπορεί να συµβεί όταν το αθέµιτο
της διεκδίκησης είναι απτά, εµπειρικά γνωστό στους περισσότερους από
όσους ξεκινάνε έναν τέτοιο αγώνα. [...] Το ζήτηµα δεν είναι µια στατική
ουσία που διαπιστώνεται από τη θεωρία αλλά καταστάσεις που παράγονται
από τη δράση του προλεταριάτου στην πορεία των αγώνων, µια κινούµενη
πραγµατικότητα που θυµίζει την “πράξη” ή πρακτικο-κριτική δραστηριότητα
του Μαρξ. [...] Μια αντίφαση δεν είναι ποτέ αρκετή για να γραφτεί
ιστορία – αυτό είναι πάντα ανθρώπινη δραστηριότητα. Η αντίφαση αυτή
διαποτίζει και ρηγµατώνει την τάξη, αλλά για να γίνει ιστορική
πραγµατικότητα χρειάζεται πάντα να αποκρυσταλλωθεί σε συγκεκριµένα
τµήµατα δρώντων ανθρώπων. Στην περίπτωσή µας αυτό σηµαίνει ότι οι δύο
πτυχές του ταξικού είναι του προλεταριάτου θα τείνουν να
αποκρυσταλλωθούν σε διαφορετικά τµήµατα της τάξης, βέβαια µε εξαιρετικά
ρευστές και µετακινούµενες οριοθετήσεις. (δες και «Συνοπτική παρουσίαση
του περιοδικού SIC»).
10 http://www.blaumachen.gr/2010/07/blaumachen-τεύχος-4/, http://www.blaumachen .gr/2011/06/blaumachen-τεύχος-5-η-εποχή-των-ταραχών/
12 Για το κίνηµα στην Ελλάδα δες το κείµενο «Το κίνηµα των “Αγανακτισµένων”»σε αυτό το τεύχος.
13 […] η δραστηριότητα της καπιταλιστικής τάξης συνίσταται στο να
µετατρέψει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου
– δηλαδή µια αυτόµατη διαδικασία στην οποία η αναπαραγωγή του κεφαλαίου
εµφανίζεται ως αναγκαιότητα που διαθέτει τους δικούς της οικονοµικούς
νόµους αναπαραγωγής, δοσµένους από το γεγονός ότι όλοι οι όροι
αναπαραγωγής της κοινωνίας ορθώνονται απέναντί της µέσα στο κεφάλαιο ως
αξία προς αξιοποίηση. [...] Η θέση του κεφαλαίου σε σχέση µε την ολότητα
είναι διαφορετική από τη θέση του προλεταριάτου και πηγάζει από το ίδιο
το περιεχόµενο της εκµετάλλευσης: το κεφάλαιο είναι ο φορέας της
γενικής αναπαραγωγής και η δράση του γίνεται αντικειµενοποίηση της
σχέσης µεταξύ των τάξεων υπό µορφή οικονοµικής ανάπτυξης. Έτσι, η
αναπαραγωγή ολόκληρης της κοινωνίας γίνεται σύµφωνα µε τους νόµους και
τις κατηγορίες του κεφαλαίου, του κυρίαρχου πόλου της σχέσης, και µέσα
από τη διαδικασία αυτή συγκροτείται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
[…] Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το µέλλον είναι η ακατάπαυστα
ανανεωνόµενη αναπαραγωγή της θεµελιώδους καπιταλιστικής κοινωνικής
σχέσης µεταξύ της εργατικής δύναµης και των µέσων παραγωγής ως κύριο
αποτέλεσµα της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής. Η κρίση του
χρηµατιστικοποιηµένου κεφαλαίου δεν είναι απλά ο διάκοσµος, το φόντο ή
οι εξωτερικές περιστάσεις των ταραχών στην Ελλάδα· είναι η ιδιαίτερη
µορφή της έλλειψης µέλλοντος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και, εξ
ορισµού, τοποθετεί άµεσα την κρίση στο επίπεδο της αναπαραγωγής» («Το
αόρατο φράγµα», Théorie Communiste,http://www.blaumachen.gr/wp-content/uploads/2009/11/Aorato_Fragma_EL.pdf)
14 «Οι µεσαίες τάξεις είναι φορείς ιδεολογίας και
κάτοχοι πολιτικής νοµιµοποίησης επειδή βιώνουν την καπιταλιστική σχέση
στο επίπεδο του φετιχισµού της διανοµής, όπου η αξία της εργασιακής
δύναµης εµφανίζεται ως η (δίκαιη) τιµή της εργασίας. Γι’ αυτές η διανοµή
του εισοδήµατος εµφανίζεται ως µοίρασµα του πλούτου – αυτό επίσης
µπορεί να τις κάνει ένα αντεπαναστατικό εµπόδιο στο προλεταριάτο, ένα
από τα όρια της δικής του ταξικής ύπαρξης, της οποίας αποτελούν
συστατικό στοιχείο.» (Από κείµενο σχετικά µε τη δραστικότητα των µεσαίων
στρωµάτων στη σύγχρονη ταξική πάλη που θα δηµοσιευθεί στο δεύτερο
τεύχος του περιοδικού SIC).
15 Για µια ανάλυση των ορίων της σχέσης
χρηµατοπιστωτικού καπιταλισµού και αυτοδιαχείρισης δες το κείµενο «Ο
χρηµατοπιστωτικός καπιταλισµός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός
ορίζοντας της αναδιάρθρωσης» σε αυτό το τεύχος.
16 Στο πιο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού Théorie Communiste το
ζήτηµα αυτό αναλύεται ως εξής: «Τα ισλαµιστικά κόµµατα είναι φορείς
µιας συνολικής πολιτικής απάντησης της καπιταλιστικής τάξης στο ζήτηµα
της διάκρισης και της συνάρθρωσης µεταξύ σχέσεων παραγωγής, κοινωνίας
των πολιτών και κράτους. Δεν δίνουν καµία λύση στην εξαθλίωση, στην
οικονοµική κατάρρευση, στην ανεργία· οι αντιφάσεις µεταξύ των τάξεων, οι
απεργίες και οι ταραχές θα συνεχιστούν. Θα είναι όµως δυνατόν να
υπερφαλαγγιστούν οι οικονοµικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες στον
ίδιο τους τον χώρο, θα είναι δυνατόν να τους επιβληθεί η γλώσσα του
κράτους και να νοµιµοποιηθεί η καταστολή. [...]
»Οι ισλαµιστές είναι τώρα το κόµµα της τάξης, αλλά της τάξης που
προέκυψε από την “επανάσταση”. Η τάξη αυτή είναι η ηθική τάξη. Η ηθική
τάξη δεν είναι απλός πνευµατικός καλλωπισµός του έργου της αποκατάστασης
του κράτους και της ανασύνθεσης της άρχουσας τάξης· έχει ένα πολύ
υλικό, άµεσο και συγκεκριµένο οικονοµικό και κοινωνικό περιεχόµενο,
δίνει στην κοινωνία των πολιτών, σαν κοινωνικό συµβιβασµό µεταξύ των
τάξεων, τη βιωσιµότητά της υποτάσσοντας τον µισό πληθυσµό, τις γυναίκες,
στο άλλο µισό, τους άντρες. Πρόκειται για τον τρόπο µε τον οποίο οι
επιπτώσεις της κρίσης πλήττουν κυρίως τις γυναίκες (ανεργία, επισφάλεια,
µείωση µισθού, αύξηση της οικιακής εργασίας, αποκλεισµός από δικαιώµατα
προσόδου κτλ.) και για την αναπαραγωγή της διάκρισης των φύλων κατά τη
διάρκεια των αγώνων στις συνοικίες και στα εργοστάσια. Το πρόγραµµα της
αποκατάστασης µιας δηµόσιας ζωής που δεν θα είναι οικονοµικά και ηθικά
διεφθαρµένη περνάει από την ενίσχυση και νοµιµοποίηση του αποκλεισµού
των γυναικών. Είναι στη φύση της δηµόσιας ζωής να υπάρχει στο πλαίσιο
της αντίθεσής της προς την ιδιωτική ζωή· είναι στη φύση αυτής της
αντίθεσης, µέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις, να είναι διάκριση φύλων. Η
οικογενειακή τάξη είναι εγγυητής και προϋπόθεση της ηθικότητας της
κοινωνίας των πολιτών. Η οικογένεια και η γυναικεία συνθήκη γίνονται για
όλες τις κοινωνικές τάξεις το περιεχόµενο της ιδεολογικής σχέσης που
προσιδιάζει στα διακυβεύµατα των υπό εξέλιξη ταξικών αγώνων σαν
επαναπροσδιορισµός της σχέσης ανάµεσα σε σχέσεις παραγωγής/κοινωνία των
πολιτών/κράτος. [...]
Τα ισλαµιστικά κόµµατα αποκαθιστούν τις συναρθρώσεις µεταξύ σχέσεων παραγωγής/κοινωνίας των πολιτών/κράτους· αποκαθιστούν τη δηµόσια ζωή εξ ονόµατος της ηθικής τάξης· επικυρώνουν τις διαφορικές επιπτώσεις της κρίσης όπως αυτές πλήττουν κατά διαφορετικό τρόπο τους άντρες και τις γυναίκες, και –το κερασάκι στην τούρτα– ελευθερώνουν τη γυναίκα σαν τέτοια.[...]
Τα ισλαµιστικά κόµµατα αποκαθιστούν τις συναρθρώσεις µεταξύ σχέσεων παραγωγής/κοινωνίας των πολιτών/κράτους· αποκαθιστούν τη δηµόσια ζωή εξ ονόµατος της ηθικής τάξης· επικυρώνουν τις διαφορικές επιπτώσεις της κρίσης όπως αυτές πλήττουν κατά διαφορετικό τρόπο τους άντρες και τις γυναίκες, και –το κερασάκι στην τούρτα– ελευθερώνουν τη γυναίκα σαν τέτοια.[...]
»Το πολιτικό ισλάµ µπορεί να ενστερνιστεί τη δηµοκρατία, αλλά
αρνείται να αναγνωρίσει σαν ασυµφιλίωτες τις αντιφάσεις και τα σχίσµατα
της κοινωνίας και να δεχτεί την ειρήνευσή τους στο πλαίσιο του κράτους
µε µοναδική µεσολάβηση τον πολίτη. Οι ίδιοι οι νόµοι υποτάσσονται σε
έναν προϋπάρχοντα Νόµο (τη σαρία, όποιος κι αν είναι ο ρόλος που
αφήνεται στην ερµηνεία/σούρα), ο οποίος αντιπροσωπεύει την κοινότητα
τόσο πριν από όλες τις διαµάχες όσο και σαν τόπος επίλυσής τους.
Παρόµοιο ρόλο µπορούν να παίξουν και άλλες ιδεολογίες, όπως το έθνος ή η
φυλή. Ενώ όµως το έθνος ή η φυλή θέτουν αξιωµατικά την ενότητα της
κοινότητας, το µυστικό της θρησκείας –όπως επαναλαµβάνει ο Μαρξ στον
Φόιερµπαχ– είναι οι αντιφάσεις, ο “αυτοσπαραγµός” του κοσµικού θεµελίου,
είναι µια “διαίρεση του κόσµου σε δύο κόσµους: έναν θρησκευτικό και
έναν κοσµικό”».
21 Φράση από το κείµενο «Κοµµουνιστικοποίηση εναντίον Κοινωνικοποίησης» που περιλαµβάνεται στο παρόν τεύχος.
23 Αναπαράγεται απόσπασµα της δήλωσης της «Ανοικτής πρωτοβουλίας
αλληλεγγύης στους εργαζόµενους της ΒΙΟ.ΜΕ.» που µπορεί να βρεθεί εδώ:http://biom-metal.blogspot.gr/p/english.html
24 «Όταν λέµε “προγραµµατισµός” εννοούµε ένα µοντέλο εργατικών
αγώνων και επαναστατικού ξεπεράσµατος βασιζόµενο σε µιαν αυξανόµενη ισχύ
της εργατικής τάξης, ισχύ µέσω της οποίας επιβάλλονται οι απαιτήσεις
µιας κοινωνικής ανάπτυξης του κεφαλαίου που προετοιµάζει την
απελευθέρωση της εργατικήςτάξης. […] Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στο
εσωτερικό του “προγραµµατισµού”, η ενίσχυση της τάξης (καθώς ήταν
ενσωµατωµένη στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου) στον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής ήρθε σε αντίθεση µε τη δυνατότητα της επαναστατικής αυτόνοµης
επιβεβαίωσής της.Τις σπάνιες φορές που αυτή η τελευταία αρχίζει να
υλοποιείται έµπρακτα, όπως στη Ρωσία, στην Ιταλία ή στην Ισπανία,
τιθέµενη κατ’ ανάγκη υπό την αιγίδα των οργανώσεων του εργατικού
κινήµατος, αντιστρέφεται αµέσως για να µετατραπεί σε αυτό που δεν µπορεί
παρά να είναι: µια νέα µορφή κινητοποίησης της εργασίας υπό τον
καταναγκασµό της αξίας και άρα της “µέγιστης απόδοσης” (όπως ζητούσε η
CNT από τους εργάτες της Βαρκελώνης το 1936), αναπαράγοντας αυτοµάτως,
έστω και οριακά, όλες τις αντιδράσεις αποµάκρυνσης ή αντίστασης
τωνεργατών». Από την απάντηση της TC στο Aufheben που δηµοσιεύτηκε στο
19o τεύχος του περιοδικού.
25 Théorie Communiste, «Το αόρατο φράγµα», http://www.blaumachen.gr/wp-content/uploads/2009/11/Aorato_Fragma_EL.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου