ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Γράφει ο ΙΟΣ από την ΕφΣυν
Οι ελληνικές αρχές συνεργάζονται εδώ και δεκαετίες με τις τουρκικές για την παράδοση Τούρκων αγωνιστών στο καθεστώς της Αγκυρας. Οι λεπτομέρειες αυτής της συνεργασίας καταγράφονται σε ντοκουμέντα των Wikileaks.
Η γκαγκστερική απαγωγή του αριστερού Τούρκου πολιτικού πρόσφυγα Μπουλούτ Γιαϊλά, το βράδυ της 30ής Μαΐου στα Εξάρχεια από ομάδα ανδρών με πολιτικά, που επέβαινε σε όχημα της ΕΛ.ΑΣ., και η παράδοσή του στις διωκτικές αρχές της Αγκυρας ήρθαν να θυμίσουν τις χειρότερες στιγμές της «αντιτρομοκρατικής» συνεργασίας των εγχώριων υπηρεσιών ασφαλείας με τους συναδέλφους τους άλλων χωρών. Σε μια συγκυρία που η όλο και πιο βίαιη καταστολή του δημοκρατικού κινήματος της πλατείας Ταξίμ από την κυβέρνηση Ερντογάν αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, η προσφυγή σε μεθόδους που κινούνται μεταξύ λατινοαμερικανικής χούντας και Γκουαντάναμο μόνο τα χειρότερα μπορεί να προαναγγέλλει για το μέλλον των δημοκρατικών ελευθεριών στην Ελλάδα.
Ούτε η παρουσία Τούρκων πολιτικών προσφύγων ούτε οι βρόμικοι χειρισμοί των υπηρεσιών ασφαλείας εις βάρος τους αποτελούν όμως φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Το ιστορικό των μεταξύ τους σχέσεων, όπως και των σχέσεων ανάμεσα στην εγχώρια «κοινωνία των πολιτών» και τους κυνηγημένους αγωνιστές της γειτονικής μας χώρας, αντικατοπτρίζει αντίθετα με αρκετή πιστότητα το εκάστοτε επίπεδο (και) της δικής μας δημοκρατίας. Το χρονικό των τριών τελευταίων δεκαετιών είναι εξαιρετικά εύγλωττο επ’ αυτού.
Τα χρόνια της αλληλεγγύης
Τη δεκαετία του ’80, τον τόνο έδινε κυρίως το αίσθημα αλληλεγγύης προς τον τουρκικό λαό, που στέναζε κάτω από την μπότα της δικτατορίας του στρατηγού Κενάν Εβρέν. Η αγριότητα της τουρκικής χούντας ήταν τέτοια που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Μέσα στους πρώτους 15 μήνες από το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 είχαν συλληφθεί 122.600 άτομα κι απαγγέλθηκαν 3.600 θανατικές καταδίκες. Είκοσι επτά θανατοποινίτες πολιτικοί κρατούμενοι απαγχονίστηκαν μέχρι τα τέλη του 1984, ενώ εκατοντάδες άλλοι βρήκαν τον θάνατο από τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή δολοφονήθηκαν στις φυλακές. Πολλές δίκες αφορούσαν εκατοντάδες κατηγορούμενους μαζί, διεξάγονταν σε γήπεδα που είχαν μετατραπεί σε έκτακτα στρατοδικεία και διαρκούσαν χρόνια. Συνδικάτα και κόμματα τέθηκαν εκτός νόμου, οι απεργίες απαγορεύθηκαν, πανεπιστήμια και σχολεία εκκαθαρίστηκαν από τον «εσωτερικό εχθρό», κάθε εκδοχή κοινωνικής αντιπολίτευσης πέρασε διά πυρός και σιδήρου κι ένας δεδηλωμένος οπαδός του Πινοτσέτ, ο Τουργκούτ Οζάλ, ανέλαβε να εφαρμόσει ένα αντιλαϊκό πρόγραμμα οικονομικής αναδιάρθρωσης υπό την αιγίδα του ΔΝΤ.
Για την ελληνική κοινωνία, που μόλις πριν από μία εξαετία είχε απαλλαγεί από τον δικό της στρατοκρατικό «γύψο», η στοιχειώδης συμπαράσταση στα θύματα του Εβρέν συνιστούσε ηθική επιταγή. Ακόμη και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν μπορούσε να ξεχάσει πως τον Δεκαπενταύγουστο του 1968 ο ίδιος είχε διαφύγει στο εξωτερικό μέσω Τουρκίας, αποβιβαζόμενος λαθραία στον Τσεσμέ μ’ ένα μικρό πλοιάριο και παραποιημένο διαβατήριο.
Οταν τον Ιούλιο του 1981 αποκαλύφθηκε πως οι αστυνομικές αρχές της Ρόδου είχαν απελάσει στην Τουρκία τέσσερις φυγάδες, σηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών. Σύσσωμη η αντιπολίτευση έκανε λόγο για «κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων» που «ντροπιάζει και δυσφημίζει τη χώρα μας», ο Μητσοτάκης αποστασιοποιήθηκε δηλώνοντας πως η έκδοση «έγινε αναρμοδίως από τοπικό όργανο, εν αγνοία του υπουργείου Εξωτερικών» και εξήγγειλε την επιβολή «αυστηρών κυρώσεων», με τελικό αποτέλεσμα την παραίτηση «λόγω ευθιξίας» του αρχηγού της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (ΥΠΕΑ), στρατηγού Μπράτσου.
Η εμπειρία αυτή καθόρισε και τη στάση των ελληνικών υπηρεσιών κατά τα επόμενα χρόνια. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης μπορεί να εξέφρασε τον επόμενο μήνα στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» την «ανησυχία» του για την αύξηση του αριθμού των αιτήσεων ασύλου, δεν τόλμησε όμως να επαναλάβει τις «επαναπροωθήσεις». Η κυβερνητική αλλαγή του φθινοπώρου βελτίωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, καθώς τα ανακλαστικά διεθνιστικής αλληλεγγύης των στελεχών του ΠΑΣΟΚ ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά. Υστερα από σχετικές παρεμβάσεις στους υπουργούς Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και Δημόσιας Τάξης Γιάννη Σκουλαρίκη, η κυβέρνηση Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι στο εξής θα χορηγεί στους Τούρκους πρόσφυγες όχι μόνο πολιτικό άσυλο αλλά και άδειες εργασίας («Ελευθεροτυπία» 5.12.1981).
Επί μία εξαετία, τα όποια κρούσματα διώξεων περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο σε σποραδικές απελάσεις κάποιων αγωνιστών σε τρίτες χώρες, όπως η Συρία (στην οποία «επιστράφηκε» σιδεροδέσμιος ο Χασάν Ντίσκαγια, στέλεχος του TKP/M-L, τον Σεπτέμβριο του 1985). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το κλίμα αρχίζει πάντως σταδιακά ν’ αλλάζει, καθώς η αναδιδόμενη νέα εθνικοφροσύνη στρέφει σταδιακά τα πυρά της όχι πλέον στην «αμερικανοκίνητη χούντα του Εβρέν» αλλά στην Τουρκία και τους Τούρκους συνολικά. «Εδώ στον Εβρο κάθε δυο μέρες όλο και κάνα δυο Τούρκοι ζητούν πολιτικό άσυλο και όλοι είναι αντικαθεστωτικοί με τη “χούντα του Εβρέν”», διαβάζουμε π.χ. στη στήλη αναγνωστών της «Αυριανής» (23.7.1985), άτυπου πολιτικού οργάνου της λαϊκίστικης πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ εκείνα τα χρόνια. «Μήπως όμως αυτοί οι αντίθετοι μας ανάψουν καμιά φωτιά, κανένα καινούριο 1821 και ψάχνουμε να βρούμε ποια φωτιά θα σβήσουμε πρώτα;» Στο ίδιο μήκος κύματος, τα τουρκοφάγα «Νέα» συνδέουν λίγο αργότερα, για πρώτη φορά, την παρουσία των Τούρκων πολιτικών προσφύγων με τις πυρκαγιές στα ελληνικά δάση. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ανακοινώνεται έτσι πως όσοι περνούν τον Εβρο θα κρατούνται στο εξής για ένα διάστημα στα τοπικά αστυνομικά τμήματα «για να ελέγχονται καλύτερα όσοι απ’ αυτούς κρίνονται ύποπτοι», αλλά και ότι πλέον «δεν θα χορηγούνται εύκολα άδειες εξόδου» από το προσφυγικό στρατόπεδο του Λαυρίου. Τον Μάρτιο του 1987 η σκλήρυνση της κρατικής αντιμετώπισης σημειώνει ένα ακόμη βήμα με την έκδοση 4 προσφύγων από τις αρχές της Θράκης. Υπερασπιζόμενος την ενέργεια, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα ισχυριστεί πως οι φυγάδες παραδόθηκαν στην Αγκυρα επειδή…«δεν είχαν ταξιδιωτικά έγγραφα μαζί τους» κι επιπλέον «δήλωσαν πως ήρθαν στην Ελλάδα για ανεύρεση καλύτερης τύχης και εργασίας» («Πρώτη» 6.3.87).
Τα ανακλαστικά δημοκρατικής αλληλεγγύης εξακολουθούσαν, παρ” όλα αυτά, να είναι ενεργά. Τον Απρίλιο του 1986, το Δ.Σ. του ΔΣΑ εκφράζει έτσι δημόσια «την ανησυχία του για την απόρριψη περισσότερων από 30 αιτήσεων Τούρκων προσφύγων για τη χορήγηση πολιτικού ασύλου», υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με το ισχύον σύνταγμα «είναι υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης να προβαίνει στη χορήγηση πολιτικού ασύλου σ’ όλους όσοι διώκονται για την υπέρ της ελευθερίας δράση τους» («Ριζοσπάστης» 23.4.86). Από τον μέσο Ελληνα προοδευτικό, οι αντίπαλοι της χούντας του Εβρέν εξακολουθούσαν άλλωστε να θεωρούνται σύμμαχοι μιας δημοκρατικής Ελλάδας απέναντι σε κάθε λογής επιβουλές. Οταν μια ομάδα από Κύπριους κι Ελλαδίτες φασίστες προσπάθησε λ.χ. το απόγευμα της 15ης Νοεμβρίου 1985 να ξεσηκώσει τους περαστικούς εναντίον των αριστερών Τούρκων προσφύγων που έχουν στήσει «τραπεζάκι» στο υπόγειο της Ομόνοιας, το σύνολο σχεδόν του παριστάμενου κόσμου έσπευσε να υπερασπιστεί τους «καλούς Τούρκους», αντιδιαστέλλοντάς τους προς τους κυβερνώντες της Αγκυρας.
Η ενεργός αλληλεγγύη προς τους διωκόμενους Τούρκους αγωνιστές μπορούσε να περάσει ακόμη και τα σύνορα, με ενέργειες που κινούνταν στα όρια της αυτοθυσίας. Στις 4 Νοεμβρίου 1988, 16 Ελληνες κι 8 Γερμανοί συμπαραστάτες υψώνουν πανό μέσα στο στρατοδικείο της Αγκυρας που δικάζει 723 μέλη της αριστερής οργάνωσης «Επαναστατικός Δρόμος» (Den Yol). Συλλαμβάνονται και οι περισσότεροι απελαύνονται αμέσως, εκτός από 4 μέλη της Κίνησης -μετέπειτα Δικτύου- για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, που παραπέμφθηκαν σε δίκη για «βοήθεια σε παράνομη οργάνωση» για να επαναπατριστούν στα τέλη του μήνα κάτω από την πίεση του κινήματος αλληλεγγύης.
Ο εχθρός του εχθρού μου
Εντελώς διαφορετικά εξελίχθηκαν τα πράγματα τη δεκαετία του ’90. Η άνοδος του εθνικισμού στην Ελλάδα, η ελεγχόμενη από τον στρατό μεταπολίτευση και η ανάπτυξη του κουρδικού αντάρτικου στην Τουρκία τροποποίησαν ριζικά τους όρους της αλληλεγγύης. Στο εξής, δεν πρόκειται τόσο για την άνευ όρων υποστήριξη στους διωκόμενους αγωνιστές ενός ηττημένου δημοκρατικού κι αριστερού κινήματος, όσο για την αναζήτηση συμμάχων σε μια διακρατική αντιπαράθεση. Η αμνηστία του 1991 στην Τουρκία περιόρισε αισθητά τον όγκο και (κυρίως) το πολιτικό φάσμα των διωκόμενων, την ίδια ακριβώς εποχή που στην Ελλάδα το βαθύ κράτος άρχισε να δρομολογεί τη συνεργασία του με το αποσχιστικό αντάρτικο του ΡΚΚ. «Η ειρήνη στο Αιγαίο περνά από τα βουνά του Κουρδιστάν», διακήρυσσαν οι τετράχρωμες αφίσες που κατέκλυζαν το κέντρο της Αθήνας, ταυτίζοντας τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν με τον Κολοκοτρώνη και προειδοποιώντας τους τουρίστες ν’ αποφύγουν τα τουρκικά παράλια. Στο μεσοδιάστημα, η ενότητα των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα είχε κι αυτή διαρραγεί, με την κάθετη διαφοροποίηση του ΡΚΚ, που το καλοκαίρι του 1987 απέκτησε διά ροπάλου (και με την εμφανή υποστήριξη της ΕΛ.ΑΣ.) τον έλεγχο του στρατοπέδου του Λαυρίου. Δεν ήταν παρά η αρχή μιας αρκετά σκοτεινής διαδρομής, που τερματίστηκε απότομα τον Φεβρουάριο του 1999 με το «κρύψιμο» του ηγέτη του Οτζαλάν στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας και την παράδοσή του κατόπιν στις αμερικανικές και τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.
Στο περιθώριο αυτής της εξέλιξης, οι Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες αρχίζουν αντιμετωπίζονται πια ως μια ενοχλητική απόκλιση από τα αμιγώς «εθνικά» μέτωπα της Ανατολικής Μεσογείου. Μια πρώτη, συμβολικά σημαντική προσπάθεια δυναμικής εκκαθάρισης θα σημειωθεί στις 29 Αυγούστου 1989, επί κυβέρνησης Τζαννετάκη, με την παράδοση στις τουρκικές αρχές του Χουσεΐν Οζσομάρ, ηγετικού στελέχους της Dev Yol, μόλις πέρασε κολυμπώντας τον Εβρο και παραδόθηκε στην ΕΛ.ΑΣ. Αντιμέτωπη με τη δημόσια κατακραυγή, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να δικαιολογηθεί εξαιρετικά άτσαλα, ισχυριζόμενη πως ο Οζσομάρ, ισοβίτης δραπέτης από τις χειρότερες φυλακές της Πόλης, «δεν ζήτησε άσυλο, αλλά δήλωσε πως επιθυμεί ανεύρεση εργασίας»… Τα επόμενα χρόνια, κάμποσοι ακόμη φυγάδες θ’ απελαθούν με συνοπτικές διαδικασίες από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η σημαντικότερη όμως εξέλιξη της περιόδου αφορά την επικοινωνιακή καμπάνια που διεξάγεται μέσω μιας μερίδας των ΜΜΕ, με σκοπό το συλλογικό στιγματισμό των Τούρκων πολιτικών προσφύγων ως δυνάμει πρακτόρων της Αγκυρας, επικίνδυνων για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Επικαλούμενη «πληροφορίες» της ΕΥΠ, η «Αυριανή» στοχοποιεί λ.χ. πρωτοσέλιδα το 1998 έναν συγκεκριμένο κομμουνιστή πρόσφυγα σαν δήθεν στέλεχος της ΜΙΤ, υπεύθυνο για τους εμπρησμούς των ελληνικών δασών, περιγράφοντας ταυτόχρονα το βασικό στέκι των πολιτικών προσφύγων που συνδέονταν με οργανώσεις και κόμματα της ελληνικής Αριστεράς σαν «γιάφκα των ανεπίσημων πρακτόρων» της τουρκικής υπηρεσίας. Η καμπάνια αυτή θα κλιμακωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με διαδοχικές συλλήψεις και παραπομπές προσφύγων με την κατηγορία της κατασκοπίας, για ν’ ακολουθήσουν πανηγυρικές αθωώσεις τους από τα δικαστήρια.
Τον καιρό της (διακρατικής) φιλίας
Η δρομολόγηση της ελληνοτουρκικής φιλίας το φθινόπωρο του 1999, με σημείο εκκίνησης την ελληνική υποστήριξη του τουρκικού αιτήματος εισδοχής στην Ε.Ε. κι αποκορύφωμα την κουμπαριά του Κώστα Καραμανλή με τον Ερντογάν, εγκαινίασε μια εντελώς διαφορετική εποχή όσον αφορά την αντιμετώπιση των πολιτικών προσφύγων. Η θλιβερή στάση του Οτζαλάν στη δίκη του Ιμραλί, η αντιμουσουλμανική υστερία που πυροδότησε η 11η Σεπτεμβρίου 2001 και η αντιτρομοκρατική εγρήγορση των ΜΜΕ καθ’ οδόν προς την Ολυμπιάδα του 2004 παρήγαγαν ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικοϊδεολογικό σκηνικό, που επανέφερε την όποια αλληλεγγύη στη διεθνιστική της κοιτίδα –και, ταυτόχρονα, στο πολιτικό περιθώριο.
Σημείο τομής αποτέλεσε η πολύνεκρη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές, τον Δεκέμβριο του 2000, όταν το τουρκικό κράτος ανέκτησε τον έλεγχο των φυλακών του μεταφέροντας τους πολιτικούς κρατούμενους σε ειδικά κελιά απομόνωσης και πνίγοντας στο αίμα τις αντιδράσεις. Η ανατριχιαστική απόφανση του πρύτανη της τουρκικής δημοσιογραφίας, Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, πως «η αλματώδης αύξηση των τιμών του χρηματιστηρίου» αποτελούσε «την πιο ενδιαφέρουσα απόδειξη της λαϊκής υποστήριξης» προς τη σφαγή («Turkish Daily News» 20.12.2000), δεν απείχε άλλωστε καθόλου από τη μέση κατάσταση των πνευμάτων στη δώθε πλευρά του Αιγαίου. Οπως έδειξε και το -ευτυχώς αναίμακτο- δικό μας «αντιτρομοκρατικό» καλοκαίρι του 2002, οι πλεονάζουσες ευαισθησίες περί δημοκρατικών δικαιωμάτων ανήκαν πια στο παρελθόν, καθώς οι μνήμες της μεταπολίτευσης είχαν παραχωρήσει τη θέση τους στο νεοπλουτίστικο όραμα μιας επίχρυσης Ολυμπιάδας.
Για όσα ακολούθησαν, μια μικρή γεύση μάς δίνουν οι εκθέσεις της αμερικανικής πρεσβείας που διέρρευσαν προ διετίας στο Wikileaks. Στις 16 Ιανουαρίου 2008 ο Αμερικανός πρέσβης Ντάνιελ Σπέκχαρντ επισκέφτηκε λ.χ. τους υπουργούς Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο και Δημόσιας Τάξης Παναγιώτη Χηνοφώτη, για συνομιλίες πάνω στην ελληνική «αντιτρομοκρατική» πολιτική. Μεταξύ άλλων, διαβάζουμε στη σχετική αναφορά προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (81/18.1.08), «ο πρέσβης έθιξε τον κίνδυνο που θέτει το Κουρδικό Λαϊκό Συνέδριο (KGK) -παλιότερα γνωστό σαν Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ)- και την ανάγκη για μεγαλύτερη συνεργασία εναντίον αυτής της οργάνωσης. Ο Παυλόπουλος διαβεβαίωσε τον πρέσβη πως η Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) συνεργάστηκε στενά με την τουρκική υπηρεσία πληροφοριών σ’ αυτό το ζήτημα. Δήλωσε πως ένας ανώτερος Τούρκος αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών είναι τώρα εγκαταστημένος στην Αθήνα κι απολαμβάνει στενή συνεργασία με τον γενικό διευθυντή της ΕΥΠ, Ιωάννη Κοραντή. Ο Παυλόπουλος επικαλέστηκε ως παράδειγμα τη σύλληψη και έκδοση στην Τουρκία δυο μελών του KGK/PKK ύστερα από μια βομβιστική επίθεση σε τουρκικό θέρετρο. Ο Παυλόπουλος ισχυρίστηκε, ωστόσο, πως οι Τούρκοι χαρακτηρίζουν πολλούς Κούρδους σαν μέλη του KGK/PKK χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, κι ότι αυτού του είδους οι ισχυρισμοί πρέπει να ερευνώνται. Αυτές οι έρευνες, από την άλλη, κάνουν την Ε.Ε. να σφυροκοπά την Ελλάδα για το ότι πρέπει να επιβραδύνει το σύστημά της το σχετικό με τη χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Η στενή συνεργασία του επικεφαλής της ΕΥΠ (κι εν συνεχεία βουλευτή του ΛΑΟΣ) με τον σταθμάρχη της ΜΙΤ αποτελεί, φυσικά, είδηση πρώτου μεγέθους. Από ένα άλλο έγγραφο της ίδιας κατηγορίας (3231/21.12.06), σχετικό με τις συζητήσεις που ο συντονιστής αντιτρομοκρατίας των ΗΠΑ, Χένρι Κράμπτον, είχε τον Δεκέμβριο του 2006 με τους υπουργούς Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, Δημόσιας Τάξης Βύρωνα Πολύδωρα και τον διευθυντή της ΕΥΠ, διαπιστώνουμε πως ο τελευταίος δεν παρέλειψε να παραπονεθεί στο υπερατλαντικό αφεντικό για την περιορισμένη βοήθεια που του πρόσφερε η Αγκυρα, όσον αφορά τους μη υπηκόους της: «Ο Κοραντής», διαβάζουμε, «επισήμανε την ανάγκη να εργαστεί μαζί με περιφερειακούς εταίρους σ’ αυτό το ζήτημα, ειδικά με την Τουρκία, είπε όμως πως οι Τούρκοι ομόλογοί του των υπηρεσιών πληροφοριών τού δήλωσαν πως η παράνομη μετανάστευση είναι εκτός της δικαιοδοσίας τους».
Το πιο ενδιαφέρον σημείο αυτού του τελευταίου ντοκουμέντου δεν αφορά άμεσα τους Τούρκους πολιτικούς πρόσφυγες, φωτίζει όμως με μοναδικό τρόπο τον πραγματικό φόβο που γεννά στους μηχανισμούς του βαθέος κράτους (και του πολιτικού προσωπικού της εγχώριας ακροδεξιάς) η παρουσία των ξένων μεταναστών και προσφύγων: «Ο Κοραντής δήλωσε στον Κράμπτον πως η πακιστανική κοινότητα στην Ελλάδα είναι η ταχύτατα αναπτυσσόμενη τέτοια κοινότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Μολονότι δεν έχει δει ακόμη σοβαρά σημάδια ριζοσπαστικοποίησης, παρατήρησε με ανησυχία τις αυξανόμενες επαφές μεταξύ της κοινότητας και ριζοσπαστικών αριστερών ομάδων».
Θα περίμενε κανείς ότι, από τη στιγμή που ως βασική απειλή επισείεται η «τυφλή» ισλαμική τρομοκρατία τύπου Αλ Κάιντα, η διασύνδεση μιας μουσουλμανικής κοινότητας με τις (εξ ορισμού μη θρησκευτικές) δυνάμεις της εγχώριας Αριστεράς θα εκλαμβανόταν ως μια αντικειμενικά θετική εξέλιξη. Αμ δε! Παρ” όλες τις πομφόλυγες περί «σύγκρουσης πολιτισμών», ακόμη και σ’ εκείνους τους καιρούς, προ κρίσης και μνημονίων, ως πραγματικός «εσωτερικός εχθρός» αναγνωριζόταν πρώτα και κύρια ο κοινωνικός –εν προκειμένω, η δυνατότητα οργάνωσης του μεταναστευτικού προλεταριάτου από τους πολιτικούς εκπροσώπους του κόσμου της εργασίας. Κατά τις συνομιλίες του με τον Κράμπτον, πληροφορούμαστε άλλωστε από το ίδιο έγγραφο, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης της «εθνικά υπερήφανης» (και «αντιαμερικανικής», υποτίθεται) κυβέρνησης Καραμανλή δεν δίστασε να ζητήσει τη συνδρομή των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ για να πατάξει, στο όνομα του αντιτρομοκρατικού αγώνα, κάποιους μη κατονομαζόμενους αριστερούς Ελληνες δημοσιογράφους: «Ο Πολύδωρας τόνισε επανειλημμένα πως τα ελληνικά ΜΜΕ είναι έντονα αντιαμερικανικά και δεν υιοθετούν σκληρή γραμμή στο ζήτημα της τρομοκρατίας, καταφερόμενος εναντίον των “αριστερών” στον Τύπο και προτείνοντας “παράνομη/μυστική επέμβαση” των ΗΠΑ» (railing against the «leftists» in the Press and suggesting US «clandestine intervention»).
Από τα εισαγωγικά του πρέσβη και τις μετέπειτα εξελίξεις μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή η «παράνομη επέμβαση» των αμερικανικών υπηρεσιών, που οραματιζόταν ο πολιτικός προϊστάμενος των εγχώριων πραιτόρων, τελικά δεν δρομολογήθηκε όσον αφορά Ελληνες πολίτες. Για τους Τούρκους και λοιπούς αριστερούς πολιτικούς πρόσφυγες, που εδώ και τρεις δεκαετίες έχουν υφάνει σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας με τους Ελληνες ομοϊδεάτες και συντρόφους τους, είναι ωστόσο προφανές πως τα πράγματα εξελίχθηκαν (κι εξακολουθούν να εξελίσσονται) πολύ διαφορετικά…
————————————-
Ενας Αμερικανός στο Λαύριο
Στις 6 Μαρτίου 2007 ο υφυπουργός Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Εμίλιο Γκονζάλες επισκέφθηκε το στρατόπεδο προσφύγων του Λαυρίου, μαζί με μια ομάδα στελεχών του υπουργείου του. Οπως πληροφορούμαστε από τη σχετική έκθεση της πρεσβείας που διέρρευσε στο Wikileaks (798/20.4.07), όσα είδαν εκεί τους γέμισαν τρόμο:
«Ο υφυπουργός και η ομάδα του παρατήρησαν έναν αριθμό από μεγάλες φωτογραφίες, μεγέθους αφίσας, του καταδικασμένου τρομοκράτη Αμπντουλάχ Οτζαλάν, φωτογραφίες από όπλα ΑΚ47 [καλάσνικοφ], σημαίες του ΡΚΚ και καλλιτεχνικά έργα που έφεραν το παραδοσιακό κομμουνιστικό σύμβολο σφυροδρέπανο. Επιστρέφοντας στην πρεσβεία, ο υφυπουργός εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι ενεργά μέλη ή συμπαθούντες μιας γνωστής τρομοκρατικής οργάνωσης δεν έχουν συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές. Επιπλέον, τέτοια πρόσωπα θα μπορούσαν ενδεχομένως ν’ αποκτήσουν τελικά την ελληνική υπηκοότητα. Αν η Ελλάδα γινόταν όντως δεκτή στο πρόγραμμα κατάργησης της βίζας, οι πολιτικές διασυνδέσεις αυτών των ανθρώπων, ως Ελλήνων πολιτών πλέον, θα μπορούσαν να προκαλέσουν κίνδυνο για την ασφάλεια των ΗΠΑ».
Ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι επαγγελματίες της πρεσβείας ανέλαβαν να καθησυχάσουν τους ανθρώπους του Μπους, σχετικοποιώντας τα ευρήματά τους κι εξηγώντας τους πως οι κίνδυνοι που φαντάζονται είναι στην πραγματικότητα αμελητέοι. Η εμφανής ικανοποίησή τους από την ελληνική πολιτική στο θέμα του ασύλου είναι αρκετά αποκαλυπτική για τον ρόλο «αναχώματος» των τριτοκοσμικών προσφυγικών ρευμάτων (και του τριτοκοσμικού ριζοσπαστισμού) που η «φιλελεύθερη» Δύση φαίνεται να έχει σιωπηρά αναθέσει στη χώρα μας:
- «Υπάλληλοι της πρεσβείας που έχουν επισκεφθεί το στρατόπεδο του Λαυρίου κατά τα τελευταία 15 χρόνια μάς λένε πως αυτές οι αφίσες και οι φωτογραφίες δεν είναι κάτι το καινούργιο. […] Οι Κούρδοι που ζητούν άσυλο στην Ελλάδα φαίνεται να πιστεύουν ότι τονίζοντας τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στον Οτζαλάν (τον οποίο η ίδια η ελληνική κυβέρνηση υπέθαλψε) έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα ν’ αποκτήσουν το δικαίωμα παραμονής στην Ελλάδα. Αυτό το δικαίωμα δύσκολα μπορεί ν’ αποκτηθεί. Η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά έγκρισης αιτήσεων προσφύγων σε όλη την Ευρώπη και το χαμηλότερο ποσοστό εγκρίσεων σε όλη την Ε.Ε. Το 2006, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, πάνω από 10.400 αιτήσεις χορήγησης ασύλου απορρίφθηκαν στην Ελλάδα και μόνο 64 εγκρίθηκαν, ποσοστό κάτω του 1%, σε σύγκριση μ’ ένα μέσο όρο 26% στο σύνολο της Ε.Ε.»
- «Ακόμη κι αν ένας Κούρδος αποκτήσει καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα, η απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας είναι ακόμη δυσκολότερη. [...] Οι περισσότερες περιπτώσεις πολιτογράφησης αφορούν ανθρώπους ελληνικής καταγωγής που θεωρούνται “επαναπατριζόμενοι Ελληνες” από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, την Αλβανία και άλλες περιοχές. [...] Οι υποψήφιοι για πολιτογράφηση δίνουν συνέντευξη στην Επιτροπή Πολιτογράφησης που διορίζεται από τον υπουργό Εσωτερικών. Τα μέλη της ελέγχουν τις γνώσεις του υποψηφίου όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, ιστορία και πολιτισμό, τον ηθικό χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Τουλάχιστον 20 με 30% όλων των αιτούντων απορρίπτεται από την επιτροπή». Μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχει περίπτωση οι Κούρδοι με τα σφυροδρέπανα και τα καλάσνικοφ να γίνουν ποτέ δεκτοί στο κλαμπ των απογόνων του Περικλή.
Πόσω μάλλον, ν’ αντικρίσουν τη χώρα της ελευθερίας: «Η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων του Λαυρίου, είτε τους χορηγηθεί πολιτικό άσυλο είτε κάποιο άλλο καθεστώς μη-πολίτη που τους επιτρέπει να ζουν και να εργάζονται στην Ελλάδα, δεν θα λάβουν ελληνικά διαβατήρια κι ουδέποτε θα έχουν τα προσόντα για να ταξιδέψουν [στις ΗΠΑ] δίχως βίζα».
-————————————-
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Θανάσης Διαμαντόπουλος
«Κώστας Μητσοτάκης. Πολιτική βιογραφία. τ. Β΄, 1961-1974»
(εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1990)
Επίσημη βιογραφία του αειθαλούς Κρητικού πολιτικού. Στις σ. 310-2 περιγράφεται αναλυτικά η απόδρασή του από την Ελλάδα της χούντας μέσω Τουρκίας, στις ακτές της οποίας κατέφυγε τον Δεκαπενταύγουστο του 1968 ως πολιτικός πρόσφυγας, μ’ ένα μικρό σκάφος και παραποιημένο διαβατήριο.
«Τουρκία. Δελτίο Αλληλεγγύης των Λαών Ελλάδας-Τουρκίας»
(τχ. 1, 11.1984, τχ. 2, 2.1985)
Τυπικό δείγμα εντύπου της πρώτης περιόδου, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, αποτέλεσμα της συνεργασίας Τούρκων πολιτικών προσφύγων κι Ελλήνων συμπαραστατών.
Γιάννα Κούρτοβικ
«Η παράδοση του Οζσομάρ»
(περ. «Σχολιαστής», τχ. 80, 10.1989, σ. 18-9)
Χρονικό της εμβληματικής έκδοσης του καταδιωκόμενου στελέχους της Dev Yol από τις υπηρεσίες ασφαλείας της κυβέρνησης Τζαννετάκη.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
http://search.wikileaks.org/plusd/
«Plus D, Public Library of US Diplomacy»
Τα ντοκουμέντα της διπλωματικής υπηρεσίας των ΗΠΑ που έχουν δημοσιευτεί στα Wikileaks. Ανάμεσα σ’ αυτά και τηλεγραφήματα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα με στοιχεία για τη συνεργασία ελληνικών και τουρκικών μυστικών υπηρεσιών για την παράδοση πολιτικών προσφύγων στο καθεστώς της Αγκυρας.
…………………………………………………………………………………………
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr
Γράφει ο ΙΟΣ από την ΕφΣυν
Οι ελληνικές αρχές συνεργάζονται εδώ και δεκαετίες με τις τουρκικές για την παράδοση Τούρκων αγωνιστών στο καθεστώς της Αγκυρας. Οι λεπτομέρειες αυτής της συνεργασίας καταγράφονται σε ντοκουμέντα των Wikileaks.
Η γκαγκστερική απαγωγή του αριστερού Τούρκου πολιτικού πρόσφυγα Μπουλούτ Γιαϊλά, το βράδυ της 30ής Μαΐου στα Εξάρχεια από ομάδα ανδρών με πολιτικά, που επέβαινε σε όχημα της ΕΛ.ΑΣ., και η παράδοσή του στις διωκτικές αρχές της Αγκυρας ήρθαν να θυμίσουν τις χειρότερες στιγμές της «αντιτρομοκρατικής» συνεργασίας των εγχώριων υπηρεσιών ασφαλείας με τους συναδέλφους τους άλλων χωρών. Σε μια συγκυρία που η όλο και πιο βίαιη καταστολή του δημοκρατικού κινήματος της πλατείας Ταξίμ από την κυβέρνηση Ερντογάν αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, η προσφυγή σε μεθόδους που κινούνται μεταξύ λατινοαμερικανικής χούντας και Γκουαντάναμο μόνο τα χειρότερα μπορεί να προαναγγέλλει για το μέλλον των δημοκρατικών ελευθεριών στην Ελλάδα.
Ούτε η παρουσία Τούρκων πολιτικών προσφύγων ούτε οι βρόμικοι χειρισμοί των υπηρεσιών ασφαλείας εις βάρος τους αποτελούν όμως φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Το ιστορικό των μεταξύ τους σχέσεων, όπως και των σχέσεων ανάμεσα στην εγχώρια «κοινωνία των πολιτών» και τους κυνηγημένους αγωνιστές της γειτονικής μας χώρας, αντικατοπτρίζει αντίθετα με αρκετή πιστότητα το εκάστοτε επίπεδο (και) της δικής μας δημοκρατίας. Το χρονικό των τριών τελευταίων δεκαετιών είναι εξαιρετικά εύγλωττο επ’ αυτού.
Τα χρόνια της αλληλεγγύης
Τη δεκαετία του ’80, τον τόνο έδινε κυρίως το αίσθημα αλληλεγγύης προς τον τουρκικό λαό, που στέναζε κάτω από την μπότα της δικτατορίας του στρατηγού Κενάν Εβρέν. Η αγριότητα της τουρκικής χούντας ήταν τέτοια που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Μέσα στους πρώτους 15 μήνες από το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 είχαν συλληφθεί 122.600 άτομα κι απαγγέλθηκαν 3.600 θανατικές καταδίκες. Είκοσι επτά θανατοποινίτες πολιτικοί κρατούμενοι απαγχονίστηκαν μέχρι τα τέλη του 1984, ενώ εκατοντάδες άλλοι βρήκαν τον θάνατο από τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή δολοφονήθηκαν στις φυλακές. Πολλές δίκες αφορούσαν εκατοντάδες κατηγορούμενους μαζί, διεξάγονταν σε γήπεδα που είχαν μετατραπεί σε έκτακτα στρατοδικεία και διαρκούσαν χρόνια. Συνδικάτα και κόμματα τέθηκαν εκτός νόμου, οι απεργίες απαγορεύθηκαν, πανεπιστήμια και σχολεία εκκαθαρίστηκαν από τον «εσωτερικό εχθρό», κάθε εκδοχή κοινωνικής αντιπολίτευσης πέρασε διά πυρός και σιδήρου κι ένας δεδηλωμένος οπαδός του Πινοτσέτ, ο Τουργκούτ Οζάλ, ανέλαβε να εφαρμόσει ένα αντιλαϊκό πρόγραμμα οικονομικής αναδιάρθρωσης υπό την αιγίδα του ΔΝΤ.
Για την ελληνική κοινωνία, που μόλις πριν από μία εξαετία είχε απαλλαγεί από τον δικό της στρατοκρατικό «γύψο», η στοιχειώδης συμπαράσταση στα θύματα του Εβρέν συνιστούσε ηθική επιταγή. Ακόμη και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν μπορούσε να ξεχάσει πως τον Δεκαπενταύγουστο του 1968 ο ίδιος είχε διαφύγει στο εξωτερικό μέσω Τουρκίας, αποβιβαζόμενος λαθραία στον Τσεσμέ μ’ ένα μικρό πλοιάριο και παραποιημένο διαβατήριο.
Οταν τον Ιούλιο του 1981 αποκαλύφθηκε πως οι αστυνομικές αρχές της Ρόδου είχαν απελάσει στην Τουρκία τέσσερις φυγάδες, σηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών. Σύσσωμη η αντιπολίτευση έκανε λόγο για «κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων» που «ντροπιάζει και δυσφημίζει τη χώρα μας», ο Μητσοτάκης αποστασιοποιήθηκε δηλώνοντας πως η έκδοση «έγινε αναρμοδίως από τοπικό όργανο, εν αγνοία του υπουργείου Εξωτερικών» και εξήγγειλε την επιβολή «αυστηρών κυρώσεων», με τελικό αποτέλεσμα την παραίτηση «λόγω ευθιξίας» του αρχηγού της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (ΥΠΕΑ), στρατηγού Μπράτσου.
Η εμπειρία αυτή καθόρισε και τη στάση των ελληνικών υπηρεσιών κατά τα επόμενα χρόνια. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης μπορεί να εξέφρασε τον επόμενο μήνα στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» την «ανησυχία» του για την αύξηση του αριθμού των αιτήσεων ασύλου, δεν τόλμησε όμως να επαναλάβει τις «επαναπροωθήσεις». Η κυβερνητική αλλαγή του φθινοπώρου βελτίωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, καθώς τα ανακλαστικά διεθνιστικής αλληλεγγύης των στελεχών του ΠΑΣΟΚ ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά. Υστερα από σχετικές παρεμβάσεις στους υπουργούς Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και Δημόσιας Τάξης Γιάννη Σκουλαρίκη, η κυβέρνηση Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι στο εξής θα χορηγεί στους Τούρκους πρόσφυγες όχι μόνο πολιτικό άσυλο αλλά και άδειες εργασίας («Ελευθεροτυπία» 5.12.1981).
Επί μία εξαετία, τα όποια κρούσματα διώξεων περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο σε σποραδικές απελάσεις κάποιων αγωνιστών σε τρίτες χώρες, όπως η Συρία (στην οποία «επιστράφηκε» σιδεροδέσμιος ο Χασάν Ντίσκαγια, στέλεχος του TKP/M-L, τον Σεπτέμβριο του 1985). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το κλίμα αρχίζει πάντως σταδιακά ν’ αλλάζει, καθώς η αναδιδόμενη νέα εθνικοφροσύνη στρέφει σταδιακά τα πυρά της όχι πλέον στην «αμερικανοκίνητη χούντα του Εβρέν» αλλά στην Τουρκία και τους Τούρκους συνολικά. «Εδώ στον Εβρο κάθε δυο μέρες όλο και κάνα δυο Τούρκοι ζητούν πολιτικό άσυλο και όλοι είναι αντικαθεστωτικοί με τη “χούντα του Εβρέν”», διαβάζουμε π.χ. στη στήλη αναγνωστών της «Αυριανής» (23.7.1985), άτυπου πολιτικού οργάνου της λαϊκίστικης πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ εκείνα τα χρόνια. «Μήπως όμως αυτοί οι αντίθετοι μας ανάψουν καμιά φωτιά, κανένα καινούριο 1821 και ψάχνουμε να βρούμε ποια φωτιά θα σβήσουμε πρώτα;» Στο ίδιο μήκος κύματος, τα τουρκοφάγα «Νέα» συνδέουν λίγο αργότερα, για πρώτη φορά, την παρουσία των Τούρκων πολιτικών προσφύγων με τις πυρκαγιές στα ελληνικά δάση. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ανακοινώνεται έτσι πως όσοι περνούν τον Εβρο θα κρατούνται στο εξής για ένα διάστημα στα τοπικά αστυνομικά τμήματα «για να ελέγχονται καλύτερα όσοι απ’ αυτούς κρίνονται ύποπτοι», αλλά και ότι πλέον «δεν θα χορηγούνται εύκολα άδειες εξόδου» από το προσφυγικό στρατόπεδο του Λαυρίου. Τον Μάρτιο του 1987 η σκλήρυνση της κρατικής αντιμετώπισης σημειώνει ένα ακόμη βήμα με την έκδοση 4 προσφύγων από τις αρχές της Θράκης. Υπερασπιζόμενος την ενέργεια, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα ισχυριστεί πως οι φυγάδες παραδόθηκαν στην Αγκυρα επειδή…«δεν είχαν ταξιδιωτικά έγγραφα μαζί τους» κι επιπλέον «δήλωσαν πως ήρθαν στην Ελλάδα για ανεύρεση καλύτερης τύχης και εργασίας» («Πρώτη» 6.3.87).
Τα ανακλαστικά δημοκρατικής αλληλεγγύης εξακολουθούσαν, παρ” όλα αυτά, να είναι ενεργά. Τον Απρίλιο του 1986, το Δ.Σ. του ΔΣΑ εκφράζει έτσι δημόσια «την ανησυχία του για την απόρριψη περισσότερων από 30 αιτήσεων Τούρκων προσφύγων για τη χορήγηση πολιτικού ασύλου», υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με το ισχύον σύνταγμα «είναι υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης να προβαίνει στη χορήγηση πολιτικού ασύλου σ’ όλους όσοι διώκονται για την υπέρ της ελευθερίας δράση τους» («Ριζοσπάστης» 23.4.86). Από τον μέσο Ελληνα προοδευτικό, οι αντίπαλοι της χούντας του Εβρέν εξακολουθούσαν άλλωστε να θεωρούνται σύμμαχοι μιας δημοκρατικής Ελλάδας απέναντι σε κάθε λογής επιβουλές. Οταν μια ομάδα από Κύπριους κι Ελλαδίτες φασίστες προσπάθησε λ.χ. το απόγευμα της 15ης Νοεμβρίου 1985 να ξεσηκώσει τους περαστικούς εναντίον των αριστερών Τούρκων προσφύγων που έχουν στήσει «τραπεζάκι» στο υπόγειο της Ομόνοιας, το σύνολο σχεδόν του παριστάμενου κόσμου έσπευσε να υπερασπιστεί τους «καλούς Τούρκους», αντιδιαστέλλοντάς τους προς τους κυβερνώντες της Αγκυρας.
Η ενεργός αλληλεγγύη προς τους διωκόμενους Τούρκους αγωνιστές μπορούσε να περάσει ακόμη και τα σύνορα, με ενέργειες που κινούνταν στα όρια της αυτοθυσίας. Στις 4 Νοεμβρίου 1988, 16 Ελληνες κι 8 Γερμανοί συμπαραστάτες υψώνουν πανό μέσα στο στρατοδικείο της Αγκυρας που δικάζει 723 μέλη της αριστερής οργάνωσης «Επαναστατικός Δρόμος» (Den Yol). Συλλαμβάνονται και οι περισσότεροι απελαύνονται αμέσως, εκτός από 4 μέλη της Κίνησης -μετέπειτα Δικτύου- για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, που παραπέμφθηκαν σε δίκη για «βοήθεια σε παράνομη οργάνωση» για να επαναπατριστούν στα τέλη του μήνα κάτω από την πίεση του κινήματος αλληλεγγύης.
Ο εχθρός του εχθρού μου
Εντελώς διαφορετικά εξελίχθηκαν τα πράγματα τη δεκαετία του ’90. Η άνοδος του εθνικισμού στην Ελλάδα, η ελεγχόμενη από τον στρατό μεταπολίτευση και η ανάπτυξη του κουρδικού αντάρτικου στην Τουρκία τροποποίησαν ριζικά τους όρους της αλληλεγγύης. Στο εξής, δεν πρόκειται τόσο για την άνευ όρων υποστήριξη στους διωκόμενους αγωνιστές ενός ηττημένου δημοκρατικού κι αριστερού κινήματος, όσο για την αναζήτηση συμμάχων σε μια διακρατική αντιπαράθεση. Η αμνηστία του 1991 στην Τουρκία περιόρισε αισθητά τον όγκο και (κυρίως) το πολιτικό φάσμα των διωκόμενων, την ίδια ακριβώς εποχή που στην Ελλάδα το βαθύ κράτος άρχισε να δρομολογεί τη συνεργασία του με το αποσχιστικό αντάρτικο του ΡΚΚ. «Η ειρήνη στο Αιγαίο περνά από τα βουνά του Κουρδιστάν», διακήρυσσαν οι τετράχρωμες αφίσες που κατέκλυζαν το κέντρο της Αθήνας, ταυτίζοντας τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν με τον Κολοκοτρώνη και προειδοποιώντας τους τουρίστες ν’ αποφύγουν τα τουρκικά παράλια. Στο μεσοδιάστημα, η ενότητα των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα είχε κι αυτή διαρραγεί, με την κάθετη διαφοροποίηση του ΡΚΚ, που το καλοκαίρι του 1987 απέκτησε διά ροπάλου (και με την εμφανή υποστήριξη της ΕΛ.ΑΣ.) τον έλεγχο του στρατοπέδου του Λαυρίου. Δεν ήταν παρά η αρχή μιας αρκετά σκοτεινής διαδρομής, που τερματίστηκε απότομα τον Φεβρουάριο του 1999 με το «κρύψιμο» του ηγέτη του Οτζαλάν στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας και την παράδοσή του κατόπιν στις αμερικανικές και τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.
Στο περιθώριο αυτής της εξέλιξης, οι Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες αρχίζουν αντιμετωπίζονται πια ως μια ενοχλητική απόκλιση από τα αμιγώς «εθνικά» μέτωπα της Ανατολικής Μεσογείου. Μια πρώτη, συμβολικά σημαντική προσπάθεια δυναμικής εκκαθάρισης θα σημειωθεί στις 29 Αυγούστου 1989, επί κυβέρνησης Τζαννετάκη, με την παράδοση στις τουρκικές αρχές του Χουσεΐν Οζσομάρ, ηγετικού στελέχους της Dev Yol, μόλις πέρασε κολυμπώντας τον Εβρο και παραδόθηκε στην ΕΛ.ΑΣ. Αντιμέτωπη με τη δημόσια κατακραυγή, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να δικαιολογηθεί εξαιρετικά άτσαλα, ισχυριζόμενη πως ο Οζσομάρ, ισοβίτης δραπέτης από τις χειρότερες φυλακές της Πόλης, «δεν ζήτησε άσυλο, αλλά δήλωσε πως επιθυμεί ανεύρεση εργασίας»… Τα επόμενα χρόνια, κάμποσοι ακόμη φυγάδες θ’ απελαθούν με συνοπτικές διαδικασίες από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η σημαντικότερη όμως εξέλιξη της περιόδου αφορά την επικοινωνιακή καμπάνια που διεξάγεται μέσω μιας μερίδας των ΜΜΕ, με σκοπό το συλλογικό στιγματισμό των Τούρκων πολιτικών προσφύγων ως δυνάμει πρακτόρων της Αγκυρας, επικίνδυνων για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Επικαλούμενη «πληροφορίες» της ΕΥΠ, η «Αυριανή» στοχοποιεί λ.χ. πρωτοσέλιδα το 1998 έναν συγκεκριμένο κομμουνιστή πρόσφυγα σαν δήθεν στέλεχος της ΜΙΤ, υπεύθυνο για τους εμπρησμούς των ελληνικών δασών, περιγράφοντας ταυτόχρονα το βασικό στέκι των πολιτικών προσφύγων που συνδέονταν με οργανώσεις και κόμματα της ελληνικής Αριστεράς σαν «γιάφκα των ανεπίσημων πρακτόρων» της τουρκικής υπηρεσίας. Η καμπάνια αυτή θα κλιμακωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με διαδοχικές συλλήψεις και παραπομπές προσφύγων με την κατηγορία της κατασκοπίας, για ν’ ακολουθήσουν πανηγυρικές αθωώσεις τους από τα δικαστήρια.
Τον καιρό της (διακρατικής) φιλίας
Η δρομολόγηση της ελληνοτουρκικής φιλίας το φθινόπωρο του 1999, με σημείο εκκίνησης την ελληνική υποστήριξη του τουρκικού αιτήματος εισδοχής στην Ε.Ε. κι αποκορύφωμα την κουμπαριά του Κώστα Καραμανλή με τον Ερντογάν, εγκαινίασε μια εντελώς διαφορετική εποχή όσον αφορά την αντιμετώπιση των πολιτικών προσφύγων. Η θλιβερή στάση του Οτζαλάν στη δίκη του Ιμραλί, η αντιμουσουλμανική υστερία που πυροδότησε η 11η Σεπτεμβρίου 2001 και η αντιτρομοκρατική εγρήγορση των ΜΜΕ καθ’ οδόν προς την Ολυμπιάδα του 2004 παρήγαγαν ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικοϊδεολογικό σκηνικό, που επανέφερε την όποια αλληλεγγύη στη διεθνιστική της κοιτίδα –και, ταυτόχρονα, στο πολιτικό περιθώριο.
Σημείο τομής αποτέλεσε η πολύνεκρη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές, τον Δεκέμβριο του 2000, όταν το τουρκικό κράτος ανέκτησε τον έλεγχο των φυλακών του μεταφέροντας τους πολιτικούς κρατούμενους σε ειδικά κελιά απομόνωσης και πνίγοντας στο αίμα τις αντιδράσεις. Η ανατριχιαστική απόφανση του πρύτανη της τουρκικής δημοσιογραφίας, Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, πως «η αλματώδης αύξηση των τιμών του χρηματιστηρίου» αποτελούσε «την πιο ενδιαφέρουσα απόδειξη της λαϊκής υποστήριξης» προς τη σφαγή («Turkish Daily News» 20.12.2000), δεν απείχε άλλωστε καθόλου από τη μέση κατάσταση των πνευμάτων στη δώθε πλευρά του Αιγαίου. Οπως έδειξε και το -ευτυχώς αναίμακτο- δικό μας «αντιτρομοκρατικό» καλοκαίρι του 2002, οι πλεονάζουσες ευαισθησίες περί δημοκρατικών δικαιωμάτων ανήκαν πια στο παρελθόν, καθώς οι μνήμες της μεταπολίτευσης είχαν παραχωρήσει τη θέση τους στο νεοπλουτίστικο όραμα μιας επίχρυσης Ολυμπιάδας.
Για όσα ακολούθησαν, μια μικρή γεύση μάς δίνουν οι εκθέσεις της αμερικανικής πρεσβείας που διέρρευσαν προ διετίας στο Wikileaks. Στις 16 Ιανουαρίου 2008 ο Αμερικανός πρέσβης Ντάνιελ Σπέκχαρντ επισκέφτηκε λ.χ. τους υπουργούς Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο και Δημόσιας Τάξης Παναγιώτη Χηνοφώτη, για συνομιλίες πάνω στην ελληνική «αντιτρομοκρατική» πολιτική. Μεταξύ άλλων, διαβάζουμε στη σχετική αναφορά προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (81/18.1.08), «ο πρέσβης έθιξε τον κίνδυνο που θέτει το Κουρδικό Λαϊκό Συνέδριο (KGK) -παλιότερα γνωστό σαν Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ)- και την ανάγκη για μεγαλύτερη συνεργασία εναντίον αυτής της οργάνωσης. Ο Παυλόπουλος διαβεβαίωσε τον πρέσβη πως η Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) συνεργάστηκε στενά με την τουρκική υπηρεσία πληροφοριών σ’ αυτό το ζήτημα. Δήλωσε πως ένας ανώτερος Τούρκος αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών είναι τώρα εγκαταστημένος στην Αθήνα κι απολαμβάνει στενή συνεργασία με τον γενικό διευθυντή της ΕΥΠ, Ιωάννη Κοραντή. Ο Παυλόπουλος επικαλέστηκε ως παράδειγμα τη σύλληψη και έκδοση στην Τουρκία δυο μελών του KGK/PKK ύστερα από μια βομβιστική επίθεση σε τουρκικό θέρετρο. Ο Παυλόπουλος ισχυρίστηκε, ωστόσο, πως οι Τούρκοι χαρακτηρίζουν πολλούς Κούρδους σαν μέλη του KGK/PKK χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, κι ότι αυτού του είδους οι ισχυρισμοί πρέπει να ερευνώνται. Αυτές οι έρευνες, από την άλλη, κάνουν την Ε.Ε. να σφυροκοπά την Ελλάδα για το ότι πρέπει να επιβραδύνει το σύστημά της το σχετικό με τη χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Η στενή συνεργασία του επικεφαλής της ΕΥΠ (κι εν συνεχεία βουλευτή του ΛΑΟΣ) με τον σταθμάρχη της ΜΙΤ αποτελεί, φυσικά, είδηση πρώτου μεγέθους. Από ένα άλλο έγγραφο της ίδιας κατηγορίας (3231/21.12.06), σχετικό με τις συζητήσεις που ο συντονιστής αντιτρομοκρατίας των ΗΠΑ, Χένρι Κράμπτον, είχε τον Δεκέμβριο του 2006 με τους υπουργούς Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, Δημόσιας Τάξης Βύρωνα Πολύδωρα και τον διευθυντή της ΕΥΠ, διαπιστώνουμε πως ο τελευταίος δεν παρέλειψε να παραπονεθεί στο υπερατλαντικό αφεντικό για την περιορισμένη βοήθεια που του πρόσφερε η Αγκυρα, όσον αφορά τους μη υπηκόους της: «Ο Κοραντής», διαβάζουμε, «επισήμανε την ανάγκη να εργαστεί μαζί με περιφερειακούς εταίρους σ’ αυτό το ζήτημα, ειδικά με την Τουρκία, είπε όμως πως οι Τούρκοι ομόλογοί του των υπηρεσιών πληροφοριών τού δήλωσαν πως η παράνομη μετανάστευση είναι εκτός της δικαιοδοσίας τους».
Το πιο ενδιαφέρον σημείο αυτού του τελευταίου ντοκουμέντου δεν αφορά άμεσα τους Τούρκους πολιτικούς πρόσφυγες, φωτίζει όμως με μοναδικό τρόπο τον πραγματικό φόβο που γεννά στους μηχανισμούς του βαθέος κράτους (και του πολιτικού προσωπικού της εγχώριας ακροδεξιάς) η παρουσία των ξένων μεταναστών και προσφύγων: «Ο Κοραντής δήλωσε στον Κράμπτον πως η πακιστανική κοινότητα στην Ελλάδα είναι η ταχύτατα αναπτυσσόμενη τέτοια κοινότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Μολονότι δεν έχει δει ακόμη σοβαρά σημάδια ριζοσπαστικοποίησης, παρατήρησε με ανησυχία τις αυξανόμενες επαφές μεταξύ της κοινότητας και ριζοσπαστικών αριστερών ομάδων».
Θα περίμενε κανείς ότι, από τη στιγμή που ως βασική απειλή επισείεται η «τυφλή» ισλαμική τρομοκρατία τύπου Αλ Κάιντα, η διασύνδεση μιας μουσουλμανικής κοινότητας με τις (εξ ορισμού μη θρησκευτικές) δυνάμεις της εγχώριας Αριστεράς θα εκλαμβανόταν ως μια αντικειμενικά θετική εξέλιξη. Αμ δε! Παρ” όλες τις πομφόλυγες περί «σύγκρουσης πολιτισμών», ακόμη και σ’ εκείνους τους καιρούς, προ κρίσης και μνημονίων, ως πραγματικός «εσωτερικός εχθρός» αναγνωριζόταν πρώτα και κύρια ο κοινωνικός –εν προκειμένω, η δυνατότητα οργάνωσης του μεταναστευτικού προλεταριάτου από τους πολιτικούς εκπροσώπους του κόσμου της εργασίας. Κατά τις συνομιλίες του με τον Κράμπτον, πληροφορούμαστε άλλωστε από το ίδιο έγγραφο, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης της «εθνικά υπερήφανης» (και «αντιαμερικανικής», υποτίθεται) κυβέρνησης Καραμανλή δεν δίστασε να ζητήσει τη συνδρομή των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ για να πατάξει, στο όνομα του αντιτρομοκρατικού αγώνα, κάποιους μη κατονομαζόμενους αριστερούς Ελληνες δημοσιογράφους: «Ο Πολύδωρας τόνισε επανειλημμένα πως τα ελληνικά ΜΜΕ είναι έντονα αντιαμερικανικά και δεν υιοθετούν σκληρή γραμμή στο ζήτημα της τρομοκρατίας, καταφερόμενος εναντίον των “αριστερών” στον Τύπο και προτείνοντας “παράνομη/μυστική επέμβαση” των ΗΠΑ» (railing against the «leftists» in the Press and suggesting US «clandestine intervention»).
Από τα εισαγωγικά του πρέσβη και τις μετέπειτα εξελίξεις μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή η «παράνομη επέμβαση» των αμερικανικών υπηρεσιών, που οραματιζόταν ο πολιτικός προϊστάμενος των εγχώριων πραιτόρων, τελικά δεν δρομολογήθηκε όσον αφορά Ελληνες πολίτες. Για τους Τούρκους και λοιπούς αριστερούς πολιτικούς πρόσφυγες, που εδώ και τρεις δεκαετίες έχουν υφάνει σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας με τους Ελληνες ομοϊδεάτες και συντρόφους τους, είναι ωστόσο προφανές πως τα πράγματα εξελίχθηκαν (κι εξακολουθούν να εξελίσσονται) πολύ διαφορετικά…
————————————-
Ενας Αμερικανός στο Λαύριο
Στις 6 Μαρτίου 2007 ο υφυπουργός Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Εμίλιο Γκονζάλες επισκέφθηκε το στρατόπεδο προσφύγων του Λαυρίου, μαζί με μια ομάδα στελεχών του υπουργείου του. Οπως πληροφορούμαστε από τη σχετική έκθεση της πρεσβείας που διέρρευσε στο Wikileaks (798/20.4.07), όσα είδαν εκεί τους γέμισαν τρόμο:
«Ο υφυπουργός και η ομάδα του παρατήρησαν έναν αριθμό από μεγάλες φωτογραφίες, μεγέθους αφίσας, του καταδικασμένου τρομοκράτη Αμπντουλάχ Οτζαλάν, φωτογραφίες από όπλα ΑΚ47 [καλάσνικοφ], σημαίες του ΡΚΚ και καλλιτεχνικά έργα που έφεραν το παραδοσιακό κομμουνιστικό σύμβολο σφυροδρέπανο. Επιστρέφοντας στην πρεσβεία, ο υφυπουργός εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι ενεργά μέλη ή συμπαθούντες μιας γνωστής τρομοκρατικής οργάνωσης δεν έχουν συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές. Επιπλέον, τέτοια πρόσωπα θα μπορούσαν ενδεχομένως ν’ αποκτήσουν τελικά την ελληνική υπηκοότητα. Αν η Ελλάδα γινόταν όντως δεκτή στο πρόγραμμα κατάργησης της βίζας, οι πολιτικές διασυνδέσεις αυτών των ανθρώπων, ως Ελλήνων πολιτών πλέον, θα μπορούσαν να προκαλέσουν κίνδυνο για την ασφάλεια των ΗΠΑ».
Ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι επαγγελματίες της πρεσβείας ανέλαβαν να καθησυχάσουν τους ανθρώπους του Μπους, σχετικοποιώντας τα ευρήματά τους κι εξηγώντας τους πως οι κίνδυνοι που φαντάζονται είναι στην πραγματικότητα αμελητέοι. Η εμφανής ικανοποίησή τους από την ελληνική πολιτική στο θέμα του ασύλου είναι αρκετά αποκαλυπτική για τον ρόλο «αναχώματος» των τριτοκοσμικών προσφυγικών ρευμάτων (και του τριτοκοσμικού ριζοσπαστισμού) που η «φιλελεύθερη» Δύση φαίνεται να έχει σιωπηρά αναθέσει στη χώρα μας:
- «Υπάλληλοι της πρεσβείας που έχουν επισκεφθεί το στρατόπεδο του Λαυρίου κατά τα τελευταία 15 χρόνια μάς λένε πως αυτές οι αφίσες και οι φωτογραφίες δεν είναι κάτι το καινούργιο. […] Οι Κούρδοι που ζητούν άσυλο στην Ελλάδα φαίνεται να πιστεύουν ότι τονίζοντας τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στον Οτζαλάν (τον οποίο η ίδια η ελληνική κυβέρνηση υπέθαλψε) έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα ν’ αποκτήσουν το δικαίωμα παραμονής στην Ελλάδα. Αυτό το δικαίωμα δύσκολα μπορεί ν’ αποκτηθεί. Η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά έγκρισης αιτήσεων προσφύγων σε όλη την Ευρώπη και το χαμηλότερο ποσοστό εγκρίσεων σε όλη την Ε.Ε. Το 2006, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, πάνω από 10.400 αιτήσεις χορήγησης ασύλου απορρίφθηκαν στην Ελλάδα και μόνο 64 εγκρίθηκαν, ποσοστό κάτω του 1%, σε σύγκριση μ’ ένα μέσο όρο 26% στο σύνολο της Ε.Ε.»
- «Ακόμη κι αν ένας Κούρδος αποκτήσει καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα, η απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας είναι ακόμη δυσκολότερη. [...] Οι περισσότερες περιπτώσεις πολιτογράφησης αφορούν ανθρώπους ελληνικής καταγωγής που θεωρούνται “επαναπατριζόμενοι Ελληνες” από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, την Αλβανία και άλλες περιοχές. [...] Οι υποψήφιοι για πολιτογράφηση δίνουν συνέντευξη στην Επιτροπή Πολιτογράφησης που διορίζεται από τον υπουργό Εσωτερικών. Τα μέλη της ελέγχουν τις γνώσεις του υποψηφίου όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, ιστορία και πολιτισμό, τον ηθικό χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Τουλάχιστον 20 με 30% όλων των αιτούντων απορρίπτεται από την επιτροπή». Μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχει περίπτωση οι Κούρδοι με τα σφυροδρέπανα και τα καλάσνικοφ να γίνουν ποτέ δεκτοί στο κλαμπ των απογόνων του Περικλή.
Πόσω μάλλον, ν’ αντικρίσουν τη χώρα της ελευθερίας: «Η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων του Λαυρίου, είτε τους χορηγηθεί πολιτικό άσυλο είτε κάποιο άλλο καθεστώς μη-πολίτη που τους επιτρέπει να ζουν και να εργάζονται στην Ελλάδα, δεν θα λάβουν ελληνικά διαβατήρια κι ουδέποτε θα έχουν τα προσόντα για να ταξιδέψουν [στις ΗΠΑ] δίχως βίζα».
-————————————-
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Θανάσης Διαμαντόπουλος
«Κώστας Μητσοτάκης. Πολιτική βιογραφία. τ. Β΄, 1961-1974»
(εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1990)
Επίσημη βιογραφία του αειθαλούς Κρητικού πολιτικού. Στις σ. 310-2 περιγράφεται αναλυτικά η απόδρασή του από την Ελλάδα της χούντας μέσω Τουρκίας, στις ακτές της οποίας κατέφυγε τον Δεκαπενταύγουστο του 1968 ως πολιτικός πρόσφυγας, μ’ ένα μικρό σκάφος και παραποιημένο διαβατήριο.
«Τουρκία. Δελτίο Αλληλεγγύης των Λαών Ελλάδας-Τουρκίας»
(τχ. 1, 11.1984, τχ. 2, 2.1985)
Τυπικό δείγμα εντύπου της πρώτης περιόδου, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, αποτέλεσμα της συνεργασίας Τούρκων πολιτικών προσφύγων κι Ελλήνων συμπαραστατών.
Γιάννα Κούρτοβικ
«Η παράδοση του Οζσομάρ»
(περ. «Σχολιαστής», τχ. 80, 10.1989, σ. 18-9)
Χρονικό της εμβληματικής έκδοσης του καταδιωκόμενου στελέχους της Dev Yol από τις υπηρεσίες ασφαλείας της κυβέρνησης Τζαννετάκη.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
http://search.wikileaks.org/plusd/
«Plus D, Public Library of US Diplomacy»
Τα ντοκουμέντα της διπλωματικής υπηρεσίας των ΗΠΑ που έχουν δημοσιευτεί στα Wikileaks. Ανάμεσα σ’ αυτά και τηλεγραφήματα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα με στοιχεία για τη συνεργασία ελληνικών και τουρκικών μυστικών υπηρεσιών για την παράδοση πολιτικών προσφύγων στο καθεστώς της Αγκυρας.
…………………………………………………………………………………………
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου