Του Δ. Μπελαντή από το ReNoteBook
Οι υποσχέσεις για μια γρήγορη εκκαθάριση και εξορθολογισμό του Δημοσίου
παρουσιάζουν σημαντικότατη καθυστέρηση στην υλοποίησή τους. Και, ιδίως,
δεν διασαφηνίζεται ακόμη η ακριβής νομική διαδικασία για την ποιοτική
ενίσχυση του Δημοσίου, ώστε να ξεπεραστούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και
οι απαράδεκτες νομικές τυπολατρίες, που έχουν τεθεί ακριβώς για να
διασώζουν τους επιόρκους. Όπως έλεγε και κάποιος κομμουνιστής παλαιότερα
–να που κι οι κομμουνιστές λένε πού και πού και κάτι σωστό-, κάθε σπίτι
καθαρίζει πετώντας κάθε βράδυ τα σκουπίδια του. Το κράτος μας όμως ;
Είναι μεγάλο ευτύχημα το γεγονός ότι ορισμένα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, όπως ιδίως η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, κατανόησαν –με καθυστέρηση δεκαετιών θα προσθέταμε– το τεράστιο σφάλμα τους να στηρίζουν την λεγόμενη «μονιμότητα» των δημοσίων υπαλλήλων και την δήθεν συνταγματική της κατοχύρωση, υπό την διαρκή πίεση των πελατών τους. Τι βγήκε από αυτό; Και για να αποδομήσουμε το επιχείρημα ότι η μονιμότητα προστάτευε το κράτος από την –συχνά δημιουργική– ανασύνθεση των υπαλλήλων μετά από κάθε βουλευτική εκλογή (Τρικούπης), θα θυμίσουμε ότι σήμερα ο κομματισμός δεν λειτουργεί βάσει της περιοδικής εναλλαγής των υπαλλήλων (κατάσταση που έθετε και κάποια εχέγγυα ανασφάλειας στους υπαλλήλους, κάνοντάς τους πιο φιλότιμους), αλλά βάσει του ισόβιου συμβολαίου κομματικών μηχανισμών και υπαλλήλων. Ναι, λοιπόν! Αυτό το ισόβιο συμβόλαιο επέβαλε την αδιαφορία, τη νωθρότητα, την έλλειψη ηθικού και υλικού κινήτρου και την παντελή απουσία αξιολόγησης. Ιδίως αυτή η απουσία αξιολόγησης ευνόησε επί δεκαετίες την μετριοκρατία (ή και ουτιδανοκρατία!) και τον πιο εκμαυλισμένο κομματισμό.
Για να έλθουμε, όμως, ειδικότερα στους επιόρκους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ως «επίορκοι» οφείλουν να αντιμετωπίζονται μόνο όσοι διαπράττουν σοβαρά ποινικά ή πειθαρχικά αδικήματα. Αγνοούν έτσι την σωτήρια ρύθμιση του ν. 4093/2012, βάσει της οποίας προβλέπεται η θέση σε αργία με μόνη την ύπαρξη πειθαρχικής ή ποινικής δίωξης. Αγνοούν, ακόμη, ότι πολλά πειθαρχικά αδικήματα, τα οποία εμφανίζονται ως «ελαφρά», αν και είναι βαρύτατα –χαρακτηριστικό παράδειγμα η «χαρακτηριστικώς ανάξια ή αναξιοπρεπής διαγωγή» των άρθρων 107 και 109 Υπαλληλικού Κώδικα– μπορεί να σημαίνουν μια συστηματική απαξίωση και υποτίμηση είτε των προϊσταμένων είτε του κοινού. Άρα, η έμφαση στην παραδειγματική της τιμώρηση ενισχύει την δημόσια υπηρεσία και την εύρυθμη λειτουργία της. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς και γιατί μια δύναμη που καμώνεται ότι υπηρετεί την ανάπτυξη και το δημόσιο συμφέρον, ότι νοιάζεται για την δημόσια υπηρεσία –όπως η επάρατη Αριστερά– έρχεται τώρα να υπερασπισθεί την αναξιοπρέπεια, την επιθετικότητα, την ιδιομορφία, την τεμπελιά και την αδιαφορία πολλών δημοσίων υπαλλήλων -οι οποίοι και μπορούν (και θα έπρεπε!) να χειρίζονται πολύ περισσότερες υποθέσεις, σε πολύ στενότερα χρονικά περιθώρια. Υπάρχουν διεθνή παραγωγικά και εργασιακά στάνταρντς (εκθέσεις ΟΟΣΑ, Doing Business κλπ) που δείχνουν πώς θα λειτουργούσε η διοίκηση ως ένα παραγωγικό και φιλοεπενδυτικό εργαλείο. Προφανώς, το πολιτικό κόστος και η πολιτική ωφέλεια, ο συναγελασμός με τους άκαπνους εργασιακά συνδικαλιστές, μετρούν πολύ περισσότερο από τις υποτιθέμενες αρχές της Αριστεράς.
Υπάρχει, βεβαίως, και η θεωρία που μας «αφηγείται» ότι η αναίδεια, η αγένεια και η αναξιοπρέπεια ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων συνιστά «μορφή ταξικής πάλης». Προφανώς, αυτή η ερμηνεία του μαρξισμού –με τον οποίον, πάντως, βαθύτατα διαφωνούμε από θέση αρχής– οδηγεί σε μια μικροαστική ή και λούμπεν πρόσληψή του από την παροικούσα στην Ελλάδα Αριστερά. (Για ποικιλία, εδώ το Αριστερά μπορεί να μπει και σε εισαγωγικά, για να δηλωθεί σαφέστερα η απαξία).
Σκεφθείτε όλους αυτούς τους τύπους να λειτουργούσαν στον ιδιωτικό τομέα, λ.χ. σε μια επιχείρηση υπηρεσιών, και να απαντούσαν στους πελάτες στέλνοντάς τους από τον Άννα στον Καϊάφα, λέγοντάς τους να ξαναέλθουν αύριο ή μεθαύριο, καπνίζοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο όλη μέρα. Θα έπαιρναν πόδι από την πρώτη μέρα. Μπορεί, τόσα χρόνια, η Αριστερά να έχει δυσφημήσει την υγιή και δημιουργική επιχειρηματικότητα, είναι, όμως, δεδομένο ότι η ιδιωτική επιχείρηση, ακόμη και στην χώρα μας, και ιδίως η μεγάλη έχει μια ορθολογικότητα και αποτελεσματικότητα που την ζηλεύουν σχεδόν όλες οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες. Αυτή η πειθαρχία συμβαδίζει με όλη την σύγχρονη αντίληψη περί «καλών κρατικών πρακτικών» και με την αντίληψη για ένα υγιές και επιχειρηματικό κράτος. Ο αντίλογος στηρίζεται σε μια χρεωκοπημένη αντίληψη ισοπέδωσης των υπαλλήλων, η οποία δεν επιβραβεύει τον άξιο ούτε και τιμωρεί τον θρασύ και τον ανάξιο, πράγμα βεβαίως απαράδεκτο και επαίσχυντο.
Μας λένε οι κρατικοδίαιτοι και πελατοκεντρικοί «στοχαστές» της Αριστεράς ότι η συντόμευση των διαδικασιών εκκαθάρισης αντιστρατεύεται το κράτος δικαίου και την νομιμότητα. Τους απαντάμε με την φράση του Μαρξ τους: «η νομιμότητα σας μας σκοτώνει»: σκοτώνει δηλαδή τον εξυπηρετούμενο καθημερινά πολίτη και τα δικαιώματά του, το συμφέρον του κράτους. Για να μην ξεγελιόμαστε, όλες αυτές οι μακρόσυρτες και τυποκρατικές διαδικασίες, τα δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια, η μαζική προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η μετατροπή δηλαδή αυτού του ευγενούς και αριστοκρατικού δικαστηρίου σε ένα είδος χύδην Ειρηνοδικείου των «πελατών» των πολιτικών, δεν είναι παρά άλλοθι για να επιβιώνουν στο διηνεκές οι παραβατικοί και ανάξιοι υπάλληλοι. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός πώς όλοι αυτοί οι «αξιολύπητοι διωκόμενοι», που κλαίγονται για το «λευκό» ή «μαύρο» εισόδημα που θα χάσουν, βρίσκουν εύκολα τον τρόπο να πληρώσουν ακριβά εξειδικευμένους στα διοικητικά δικηγόρους. Ακούμε με ενδιαφέρον το ότι με τα ερχόμενα νομοσχέδια οι χρονοβόρες και δικαιοβόρες διαδικασίες προστασίας των «πελατών» θα συντμηθούν ή και καταργηθούν τελείως με αποτέλεσμα και την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης. Επιτέλους, λέμε εμείς: μπορεί να υπάρξει και μια άσπρη μέρα σε αυτόν τον τόπο.
Είναι μεγάλο ευτύχημα το γεγονός ότι ορισμένα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, όπως ιδίως η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, κατανόησαν –με καθυστέρηση δεκαετιών θα προσθέταμε– το τεράστιο σφάλμα τους να στηρίζουν την λεγόμενη «μονιμότητα» των δημοσίων υπαλλήλων και την δήθεν συνταγματική της κατοχύρωση, υπό την διαρκή πίεση των πελατών τους. Τι βγήκε από αυτό; Και για να αποδομήσουμε το επιχείρημα ότι η μονιμότητα προστάτευε το κράτος από την –συχνά δημιουργική– ανασύνθεση των υπαλλήλων μετά από κάθε βουλευτική εκλογή (Τρικούπης), θα θυμίσουμε ότι σήμερα ο κομματισμός δεν λειτουργεί βάσει της περιοδικής εναλλαγής των υπαλλήλων (κατάσταση που έθετε και κάποια εχέγγυα ανασφάλειας στους υπαλλήλους, κάνοντάς τους πιο φιλότιμους), αλλά βάσει του ισόβιου συμβολαίου κομματικών μηχανισμών και υπαλλήλων. Ναι, λοιπόν! Αυτό το ισόβιο συμβόλαιο επέβαλε την αδιαφορία, τη νωθρότητα, την έλλειψη ηθικού και υλικού κινήτρου και την παντελή απουσία αξιολόγησης. Ιδίως αυτή η απουσία αξιολόγησης ευνόησε επί δεκαετίες την μετριοκρατία (ή και ουτιδανοκρατία!) και τον πιο εκμαυλισμένο κομματισμό.
Για να έλθουμε, όμως, ειδικότερα στους επιόρκους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ως «επίορκοι» οφείλουν να αντιμετωπίζονται μόνο όσοι διαπράττουν σοβαρά ποινικά ή πειθαρχικά αδικήματα. Αγνοούν έτσι την σωτήρια ρύθμιση του ν. 4093/2012, βάσει της οποίας προβλέπεται η θέση σε αργία με μόνη την ύπαρξη πειθαρχικής ή ποινικής δίωξης. Αγνοούν, ακόμη, ότι πολλά πειθαρχικά αδικήματα, τα οποία εμφανίζονται ως «ελαφρά», αν και είναι βαρύτατα –χαρακτηριστικό παράδειγμα η «χαρακτηριστικώς ανάξια ή αναξιοπρεπής διαγωγή» των άρθρων 107 και 109 Υπαλληλικού Κώδικα– μπορεί να σημαίνουν μια συστηματική απαξίωση και υποτίμηση είτε των προϊσταμένων είτε του κοινού. Άρα, η έμφαση στην παραδειγματική της τιμώρηση ενισχύει την δημόσια υπηρεσία και την εύρυθμη λειτουργία της. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς και γιατί μια δύναμη που καμώνεται ότι υπηρετεί την ανάπτυξη και το δημόσιο συμφέρον, ότι νοιάζεται για την δημόσια υπηρεσία –όπως η επάρατη Αριστερά– έρχεται τώρα να υπερασπισθεί την αναξιοπρέπεια, την επιθετικότητα, την ιδιομορφία, την τεμπελιά και την αδιαφορία πολλών δημοσίων υπαλλήλων -οι οποίοι και μπορούν (και θα έπρεπε!) να χειρίζονται πολύ περισσότερες υποθέσεις, σε πολύ στενότερα χρονικά περιθώρια. Υπάρχουν διεθνή παραγωγικά και εργασιακά στάνταρντς (εκθέσεις ΟΟΣΑ, Doing Business κλπ) που δείχνουν πώς θα λειτουργούσε η διοίκηση ως ένα παραγωγικό και φιλοεπενδυτικό εργαλείο. Προφανώς, το πολιτικό κόστος και η πολιτική ωφέλεια, ο συναγελασμός με τους άκαπνους εργασιακά συνδικαλιστές, μετρούν πολύ περισσότερο από τις υποτιθέμενες αρχές της Αριστεράς.
Υπάρχει, βεβαίως, και η θεωρία που μας «αφηγείται» ότι η αναίδεια, η αγένεια και η αναξιοπρέπεια ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων συνιστά «μορφή ταξικής πάλης». Προφανώς, αυτή η ερμηνεία του μαρξισμού –με τον οποίον, πάντως, βαθύτατα διαφωνούμε από θέση αρχής– οδηγεί σε μια μικροαστική ή και λούμπεν πρόσληψή του από την παροικούσα στην Ελλάδα Αριστερά. (Για ποικιλία, εδώ το Αριστερά μπορεί να μπει και σε εισαγωγικά, για να δηλωθεί σαφέστερα η απαξία).
Σκεφθείτε όλους αυτούς τους τύπους να λειτουργούσαν στον ιδιωτικό τομέα, λ.χ. σε μια επιχείρηση υπηρεσιών, και να απαντούσαν στους πελάτες στέλνοντάς τους από τον Άννα στον Καϊάφα, λέγοντάς τους να ξαναέλθουν αύριο ή μεθαύριο, καπνίζοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο όλη μέρα. Θα έπαιρναν πόδι από την πρώτη μέρα. Μπορεί, τόσα χρόνια, η Αριστερά να έχει δυσφημήσει την υγιή και δημιουργική επιχειρηματικότητα, είναι, όμως, δεδομένο ότι η ιδιωτική επιχείρηση, ακόμη και στην χώρα μας, και ιδίως η μεγάλη έχει μια ορθολογικότητα και αποτελεσματικότητα που την ζηλεύουν σχεδόν όλες οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες. Αυτή η πειθαρχία συμβαδίζει με όλη την σύγχρονη αντίληψη περί «καλών κρατικών πρακτικών» και με την αντίληψη για ένα υγιές και επιχειρηματικό κράτος. Ο αντίλογος στηρίζεται σε μια χρεωκοπημένη αντίληψη ισοπέδωσης των υπαλλήλων, η οποία δεν επιβραβεύει τον άξιο ούτε και τιμωρεί τον θρασύ και τον ανάξιο, πράγμα βεβαίως απαράδεκτο και επαίσχυντο.
Μας λένε οι κρατικοδίαιτοι και πελατοκεντρικοί «στοχαστές» της Αριστεράς ότι η συντόμευση των διαδικασιών εκκαθάρισης αντιστρατεύεται το κράτος δικαίου και την νομιμότητα. Τους απαντάμε με την φράση του Μαρξ τους: «η νομιμότητα σας μας σκοτώνει»: σκοτώνει δηλαδή τον εξυπηρετούμενο καθημερινά πολίτη και τα δικαιώματά του, το συμφέρον του κράτους. Για να μην ξεγελιόμαστε, όλες αυτές οι μακρόσυρτες και τυποκρατικές διαδικασίες, τα δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια, η μαζική προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η μετατροπή δηλαδή αυτού του ευγενούς και αριστοκρατικού δικαστηρίου σε ένα είδος χύδην Ειρηνοδικείου των «πελατών» των πολιτικών, δεν είναι παρά άλλοθι για να επιβιώνουν στο διηνεκές οι παραβατικοί και ανάξιοι υπάλληλοι. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός πώς όλοι αυτοί οι «αξιολύπητοι διωκόμενοι», που κλαίγονται για το «λευκό» ή «μαύρο» εισόδημα που θα χάσουν, βρίσκουν εύκολα τον τρόπο να πληρώσουν ακριβά εξειδικευμένους στα διοικητικά δικηγόρους. Ακούμε με ενδιαφέρον το ότι με τα ερχόμενα νομοσχέδια οι χρονοβόρες και δικαιοβόρες διαδικασίες προστασίας των «πελατών» θα συντμηθούν ή και καταργηθούν τελείως με αποτέλεσμα και την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης. Επιτέλους, λέμε εμείς: μπορεί να υπάρξει και μια άσπρη μέρα σε αυτόν τον τόπο.
Μας λένε ακόμη ότι κάποιοι υπάλληλοι μπορεί να διώκονται γιατί επιδεικνύουν αλληλεγγύη σε θύματα της λεγόμενης «κρατικής καταστολής», όπως περιγράφεται από «αριστερούς» και «αντιεξουσιαστές» η υλική διαδικασία εφαρμογής του νόμου. Μας λένε δηλαδή ότι κάποιοι υπάλληλοι, προσβάλλοντας βάναυσα την εκ του Συντάγματος υποχρέωση ουδετερότητος, μπορούν να παρεμβαίνουν στο έργο των αρχών ασφαλείας ή και να το υποκαθιστούν ατιμωρητί. Αυτή η λογική δεν έχει καμία σχέση με μια εύτακτη δημοκρατία. Αντιθέτως, οδηγεί στην πολυαρχία, το χάος και, ίσως, τον εμφύλιο πόλεμο. Σκεφθείτε ότι αυτή η «αλληλεγγύη» μπορεί να φθάσει στο σημείο οι ίδιοι οι αστυνομικοί υπαλληλοι να αρνούνται να ελέγξουν ταραχές κλπ, κλπ.
Τέλος, μας λένε ότι θα συμφορηθεί έτι περαιτέρω η αγορά εργασίας με τις απολύσεις στο Δημόσιο και θα πέσουν (έτι περαιτέρω επίσης) οι μισθοί. Κατ’ αρχήν, δεν γνωρίζουμε πολλούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα να αγχώνονται από αυτό το «δυσμενές ενδεχόμενο». Μάλλον χαίρονται που οι προνομιούχοι της μονιμότητος θα χάσουν τα απαράδεκτα προνόμιά τους. Όμως, πέραν του ότι εν τοις πράγμασι το εργασιακό κόστος στην Ελλάδα, παρά τις εξορθολογικοποιήσεις των τελευταίων τριών ετών, είναι ακόμη πολύ υψηλό, θα θυμίσουμε στους «αριστερούς» μας μια πάγια αρχή τους: τον εξισωτισμό. Πέραν της τρελής ιδέας ότι θα εξισώνονταν όλοι στο μέγιστο εισόδημα –πώς, κύριοι; Με νέα δανεικά, όπως επί Ανδρέα, ή με την εκδίωξη των επενδυτών;-, η μόνη δυνατή εξίσωση είναι αυτή που απορρέει από την πραγματικότητα της κρίσης: να υπομένουν δηλαδη όλοι και να αναμένουν την αναπόφευκτη έξοδο από την κρίση υπό τους ιδίους οικονομικούς και εργασιακούς όρους και προϋποθέσεις. Η ίδια η αρχή της Αριστεράς περί υπαγωγής του ατομικού στο κοινωνικό και συλλογικό συμφέρον συμβαδίζει με αυτήν την δύσκολη πραγματικότητα. Δυστυχώς, όμως, οι «αριστεροί» μας, στην δίψα τους να πάρουν εξουσία εντός ενός διαλυμένου κράτους, απωθούν με βαναυσότητα τις ίδιες τις αρχές τους. Υποκριταί...
Ένας υπεύθυνος πολίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου