Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Ο "Δένδιας" στην Νέα Υόρκη

Ιός (Δ. Ψαρράς)
Ο "Δένδιας" στην Νέα Υόρκη
Εφημερίδα των συντακτών/tvxs


Οι αμερικανικές υπηρεσίες κατέστειλαν το κίνημα της Γουόλ Στριτ με μεθόδους που θυμίζουν πολύ τις επιδόσεις των ημετέρων υπηρεσιών. Αν και άγρια λογοκριμένα, τα προσβάσιμα ντοκουμέντα του FBI είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικά.


Τις μέρες ακριβώς που ο κ. Δένδιας έθετε σε κίνηση το επικοινωνιακό του σίριαλ για την πάταξη της αντιεξουσιαστικής «ανομίας», με εμφανή στόχο τη σαλαμοποίηση του κοινωνικού κινήματος των τελευταίων χρόνων (απομόνωση και ποινικοποίηση των ριζοσπαστικότερων εκδοχών του, εξαναγκασμός σε προληπτικές «δηλώσεις νομιμοφροσύνης» και ουσιαστικό ξεδόντιασμα των μετριοπαθέστερων), στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού ερχόταν στη δημοσιότητα η κορυφή του παγόβουνου της καταστολής του πρόσφατου κινήματος των Αμερικανών «αγανακτισμένων» από τη συμμαχία της ομοσπονδιακής αστυνομίας των ΗΠΑ (FBI) με τις τοπικές αστυνομίες και ιδιωτικούς φορείς, του Χρηματιστηρίου της Γουόλ Στριτ μη εξαιρουμένου.


Ο λόγος για μια σειρά έγγραφα του FBI που «αποχαρακτηρίστηκαν» εν μέρει από την ίδια την υπηρεσία, ύστερα από σχετικό αίτημα της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Συνεταιριστικό Ιδρυμα για την Κοινωνική Δικαιοσύνη» (PCJF).


Ως γνωστόν, ο αμερικανικός «νόμος για την ελευθερία της πληροφόρησης» (FOIA) του 1966 δίνει το δικαίωμα στους ενδιαφερόμενους να ζητήσουν κάθε λογής κρατικά έγγραφα, επιτρέποντας ταυτόχρονα στις αρμόδιες υπηρεσίες να εξαιρέσουν από αυτή τη δημοσιοποίηση τμήματα ή και ολόκληρο το περιεχόμενο κάποιων εγγράφων για λόγους εθνικής ασφαλείας, προσωπικών δεδομένων, μυστικότητας της δικαστικής προδικασίας κ.λπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το FBI έδωσε στη δημοσιότητα αγρίως λογοκριμένα 32 έγγραφα, συνταγμένα μεταξύ 22 Αυγούστου και 18 Δεκεμβρίου 2011, συνολικού όγκου 110 σελίδων, αρνούμενο να αποχαρακτηρίσει άλλες 287 σελίδες. Φυσικά, κανείς δεν μας εξασφαλίζει πως οι 387 αυτές σελίδες είναι το σύνολο της υπηρεσιακής αλληλογραφίας για το κίνημα που έμεινε γνωστό σαν «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ» (OWS), μολονότι επεκτάθηκε σε πολλά αστικά κέντρα των ΗΠΑ. Είναι άλλωστε αποκαλυπτικό ότι σε προηγούμενη σχετική αίτηση του δημοσιογραφικού πόρταλ Trouthout, το FBI είχε προβάλει στις 15/11/2011 τον (ψευδέστατο, όπως αποδεικνύεται) ισχυρισμό ότι στο κεντρικό κομπιούτερ του «δεν βρέθηκε» ούτε ένα έγγραφο που να αφορά το κίνημα!
Τι μας αποκαλύπτουν όμως επί της ουσίας τα ντοκουμέντα που δόθηκαν στη δημοσιότητα; Οπως θα περίμενε κανείς, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε ευαίσθητες δραστηριότητες όπως η διείσδυση προβοκατόρων στις γραμμές του κινήματος ή η ανάληψη δράσεων για την παρενόχληση και κατασυκοφάντηση συγκεκριμένων ακτιβιστών, ενώ εξαιρετικά περιορισμένες είναι οι περιγραφές ακόμη και της παρακολούθησης του κινήματος από τους πράκτορες της υπηρεσίας. Είναι προφανές ότι τα αποσπάσματα των εγγράφων που δόθηκαν στη δημοσιότητα δεν είναι παρά η ανώδυνη μόνο κορυφή του παγόβουνου της αντιμετώπισης των «καταληψιών» από την ομοσπονδιακή αστυνομία. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, τα εν λόγω ντοκουμέντα μάς επιτρέπουν ν’ αντιληφθούμε μια σειρά παραμέτρους της όλης επιχείρησης, που δεν ήταν καθόλου προφανείς για τον ανυποψίαστο ιδίως μέσο Αμερικανό πολίτη. Κυρίως αν λάβουμε υπόψη ότι τα πιο ενδιαφέροντα τμήματά τους, που θα φώτιζαν καλύτερα αυτές τις πρώτες πληροφορίες, εξακολουθούν να παραμένουν απόρρητα.

ΣΔΙΤ στην καταστολή



Η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία, που επισημάνθηκε και από τον διεθνή Τύπο, αφορά τη στενή συνεργασία του FBI με το τμήμα εκείνο της αμερικανικής κοινωνίας που αποτελούσε τον στόχο των διαδηλώσεων: τράπεζες, χρηματιστήριο και εν γένει μεγάλες επιχειρήσεις. Ηδη από τις 19 Αυγούστου, έναν ολόκληρο μήνα πριν από την προγραμματισμένη έναρξη της κινητοποίησης μπροστά στη Γουόλ Στριτ, αξιωματικός του FBI συναντήθηκε με στελέχη του Χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης για να συζητήσουν από κοινού τα ληπτέα μέτρα έναντι «της σχεδιαζόμενης εκδήλωσης αναρχικών ονόματι «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ», η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 17 Σεπτεμβρίου», όπως διαπιστώθηκε από «σελίδες αναρχικών ιστότοπων και κοινωνικής δικτύωσης στο Ιντερνετ». Το ακριβές περιεχόμενο της συζήτησης δεν αναγράφεται στο σχετικό έγγραφο, ο συντάκτης του οποίου περιορίζεται στην επισήμανση ότι «κατά το παρελθόν έχουν προκύψει πολυάριθμα επεισόδια, τα οποία δείχνουν τις προσπάθειες των αναρχικών να αποδιοργανώσουν, επηρεάσουν ή και να εμποδίσουν την κανονική λειτουργία επιχειρήσεων σε χρηματιστικές ζώνες».


Σ’ ένα πιο αποκεντρωμένο επίπεδο, πράκτορες του FBI επικοινωνούν με επιμέρους στελέχη και ιδρύματα για να τα «προειδοποιήσουν» για πιθανούς κινδύνους που εγκυμονεί γι’ αυτά το κίνημα των καταλήψεων. Τρεις μέρες πριν από την έναρξη των διαδηλώσεων, το Μουσείο Χρηματοπιστωτικών Μέσων ενημερώθηκε π.χ. ότι «το κτίριό του ταυτοποιήθηκε ως σημείο ενδιαφέροντος για το Κίνημα Κατάληψης της Γουόλ Στριτ». Στις 6.10., πάλι, το γραφείο του Σολτ Λέικ ειδοποίησε τηλεφωνικά την Υπηρεσία Ασφαλείας της Zions Bank ότι, «παρόλο που το FBI δεν έχει πληροφορίες που να υποδεικνύουν κάποια ιδιαίτερη απειλή για τη Zions Bank», η υπηρεσία θα έπρεπε να επαγρυπνεί για ενδεχόμενα «κρούσματα χάκιν από ακτιβιστές χάκερ των Anonymous προς υποστήριξη των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας». Η απειλή αφορούσε παρεμβάσεις «doxing», δηλαδή «κακόβουλη δημόσια διασπορά πληροφοριών για ένα άτομο (εν προκειμένω: τράπεζα) στο Ιντερνετ». Λογοκριμένο είναι μεγάλο μέρος του εγγράφου, το οποίο ανέλυε πώς προμηθεύονται οι Anonymous τις «κακόβουλες πληροφορίες» τους.


Βέβαιο είναι, ωστόσο, πως οι πράκτορες του FBI δεν περιορίστηκαν σε αθώες τηλεφωνικές προειδοποιήσεις αλλά συνδιαμόρφωναν την πολιτική ανάσχεσης του κινήματος σε συνεργασία με τις ίδιες τις τράπεζες. Μια σύσκεψη 25 εκπροσώπων διαφόρων τραπεζών και υπηρεσιών ασφαλείας που πραγματοποιήθηκε λ.χ. στις 16/11 στο Μπίλοξι του Μισισίπι «προβληματίστηκε» πάνω στην επικείμενη καθιστική διαμαρτυρία που απειλούσε να μπλοκάρει τις εισόδους των τραπεζών δυο βδομάδες αργότερα (7/12). Το κίνημα OWS απασχόλησε και την τακτική μηνιαία σύσκεψη της διυπηρεσιακής «Ομάδας Εργασίας για τις Τραπεζικές Απάτες» που πραγματοποιήθηκε στις 10/11 στο Λίτλετον του Κολοράντο, το περιεχόμενο όμως της σχετικής συζήτησης (με την οποία ασχολούνται δύο διαφορετικά έγγραφα του FBI του Ντένβερ) παραμένει εξ ολοκλήρου απόρρητο.


Σαφώς διαφωτιστικότερο είναι ένα έγγραφο του γραφείου του FBI στο Ρίτσμοντ (21/10), στο οποίο περιγράφεται η στενή συνεργασία του με την ειδική αστυνομική υπηρεσία τού εκεί παραρτήματος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Ο αντιπρόεδρος της αστυνομικής υπηρεσίας (Law Enforcement Unit) της τράπεζας τηλεφώνησε στις 4/10 σε πράκτορα του FBI για «να του παράσχει πληροφόρηση για το κίνημα που έχει γίνει γνωστό σαν «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ»». Οι επαφές των δύο αντρών συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες, με ενημέρωση «για συμβάντα και αποφάσεις που πάρθηκαν κατά τη διάρκεια των μικροσυλλαλητηρίων». Μεταξύ άλλων, ο ασφαλίτης του FBI μετέφερε στον ασφαλίτη της τράπεζας «πληροφορία που ελήφθη από την Υπηρεσία Πληροφοριών της Αστυνομίας της πρωτεύουσας, μέσω της Μικτής Ειδικής Δύναμης για την Τρομοκρατία [JTTF]», σχετικά με τη διοργάνωση κάποιας επικείμενης καθιστικής διαμαρτυρίας. Το ενδιαφέρον σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση είναι, βέβαια, το γεγονός ότι μια τέτοια -εκ των πραγμάτων ειρηνικότατη- κινητοποίηση αποτελούσε αντικείμενο ενασχόλησης των «αντιτρομοκρατικών» υπηρεσιών.


Οι επαφές του FBI με τους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου δεν περιορίζονταν όμως μόνο στο χρηματιστήριο και τις τράπεζες. Εκθεση του γραφείου του Ανκορέιτζ της Αλάσκας (28/11) περιγράφει λεπτομερειακά την επικοινωνία του με διευθυντικό στέλεχος του εκεί (ιδιωτικού) λιμανιού, σχετικά με την προαναγγελθείσα απόφαση του κινήματος να αποκλείσει συμβολικά το λιμάνι. δυο βδομάδας αργότερα (12/12). «Κύρια ανησυχία του είναι η ασφάλεια του προσωπικού και η έκταση της αναστάτωσης που ένα τέτοιο κίνημα θα μπορούσε να επιφέρει στις καθημερινές εργασίες του λιμανιού», εξηγεί ο ασφαλίτης, αναφέροντας ταυτόχρονα την πρόθεση του συνομιλητή του να παραστεί στην προπαρασκευαστική σύσκεψη του κινήματος «σαν μια μύγα μέσα στο γάλα και χωρίς να κρύψει την επαγγελματική σχέση του με το λιμάνι, ελπίζοντας να διαπιστώσει πόσο μεγάλο κίνδυνο μπορεί αυτό το κίνημα ν’ αποτελέσει για την ασφάλεια και τη λειτουργία του». Το γραφείο εκφράζει τη συμφωνία του μ’ αυτή την ενέργεια, εφόσον ο ίδιος «αισθάνεται άνετα και δεν υπάρχει απειλή να υποστεί κάποια βλάβη», τον προειδοποιεί όμως πως η «αποστολή» του πραγματοποιείται «για λογαριασμό του λιμανιού και υπό τη διεύθυνση της ηγεσίας του» κι όχι ως ανάθεση του FBI, τον συμβουλεύει δε ν’ απευθυνθεί στην τοπική αστυνομία ζητώντας προστασία κατά τη διάρκεια της συνέλευσης. Η επαφή ολοκληρώνεται με το στέλεχος να ζητά να μάθει ποιος εργαζόμενος έστησε την ιστοσελίδα των καταληψιών στο facebook –για να τον παραλάβει, προφανώς, η εργοδοσία. Αν πιστέψουμε το έγγραφο, οι ασφαλίτες δεν ικανοποίησαν (επίσημα τουλάχιστον) το αίτημά του, επικαλούμενη τη συνταγματική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης. Φρόντισαν, ωστόσο, να του υποδείξουν το σχετικό παραθυράκι: «αν διατυπώνονται ρητές απειλές θα πρέπει να ειδοποιήσει το FBI, γιατί αυτό υπερβαίνει την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου».

«Βία» και «τρομοκρατία»


Οπως έχουμε ήδη δει, το κίνημα των «καταλήψεων» παρακολουθούνταν από το πλέγμα των «αντιτρομοκρατικών» υπηρεσιών των ΗΠΑ που συντονίζονται από τη «Μικτή Ειδική Ομάδα για την Τρομοκρατία» (JTTF). Η «προληπτική» αυτή αντιμετώπιση ως δυνάμει τρομοκρατών όσων μετείχαν σ’ ένα κίνημα, οι πιο «ακραίες» εκδοχές του οποίου περιορίστηκαν από άποψη βίας σε ψιλοαψιμαχίες με τα ΜΑΤ ή στο συμβολικό σπάσιμο της βιτρίνας κάποιας τράπεζας, αποτελεί τη δεύτερη σημαντική αποκάλυψη των εγγράφων του FBI που δόθηκαν στη δημοσιότητα. Επί της ουσίας, βέβαια, δεν μαθαίνουμε και πολλά πράγματα γι’ αυτές τις υπηρεσιακές διεργασίες. Τα πρακτικά μιας «αντιτρομοκρατικής σύσκεψης» του JTTF στο Ανκορέιτζ (3/11) κι ένα «αντιτρομοκρατικό» έγγραφο του FBI του Τζάκσον (8.11) είναι τόσο πετσοκομμένα, ώστε από την ανάγνωσή τους δε βγαίνει το παραμικρό νόημα. Η τακτική μηνιαία σύσκεψη 45 στελεχών του FBI της Τάμπα τιτλοφορείται, πάλι, «Ελεγχος Ντόπιας Τρομοκρατίας», από τα πρακτικά της 4/11 διαπιστώνουμε ωστόσο ότι το περιεχόμενο των ανταλλασσόμενων πληροφοριών καλύπτει από ληστείες κι απλές διαρρήξεις μέχρι δημόσιες συγκεντρώσεις του κινήματος (μια απ’ αυτές, με συμμετοχή «περίπου 78 ατόμων»), καθώς τον χαφιεδισμό νόμιμων πολιτικών δραστηριοτήτων –όπως το επικείμενο ταξίδι κάποιου ακτιβιστή για να παρευρεθεί σε «συνάντηση σχεδιασμού των αναρχικών» ή οι επαφές ανάμεσα στους «καταληψίες» και το τοπικό αντιπολεμικό κίνημα.


Ειδική προσπάθεια καταβάλλεται για τον έλεγχο των πανεπιστημιακών χώρων, σε συνεργασία με τις εσωτερικές αστυνομίες των επιμέρους ιδρυμάτων βάσει ειδικού προγράμματος (Campus Liaison Program). Σε μια τυπική περίπτωση, αξιωματούχος του Κρατικού Πανεπιστημίου της Ν. Υόρκης στο Οσουίνγκο προσέφυγε στο FBI του Ολμπανι (25/10), πληροφορώντας τους ασφαλίτες ότι «μια μικρή ομάδα διαδηλωτών», η οποία «αποτελείται κυρίως από φοιτητές, αλλά περιστασιακά περιλαμβάνει επίσης καθηγητές», «έχει στήσει καταυλισμό» σε χώρο του συγκεκριμένου ΑΕΙ «διαδηλώνοντας ειρηνικά». Ενόψει επικείμενης συνάντησής του με τους καταληψίες, ο ίδιος «ζήτησε να μάθει αν άλλες πανεπιστημιουπόλεις έχουν την εμπειρία τέτοιων καταυλισμών και αν το FBI γνωρίζει πότε έχει προγραμματιστεί να τελειώσουν αυτές οι διαδηλώσεις», για να πάρει την απάντηση ότι στα ιδιωτικά κολέγια της περιοχής «δεν υπάρχουν ορατές τάσεις τέτοιων δραστηριοτήτων».
Για την αποτίμηση της δυναμικής του κινήματος, οι πράκτορες του FBI καταμετρούν ακόμη και τα «like» στις σχετικές ιστοσελίδες του facebook, πριν επιδοθούν σε κατασταλτικές ενέργειες πάταξης των ηλεκτρονικών «εγκλημάτων γνώμης». Μια τέτοια παρέμβαση έγινε για τον εντοπισμό του ανώνυμου αποστολέα ενός φαξ από την Πενσιλβάνια προς τον κυβερνήτη του Τενεσί, με διαμαρτυρία για τη βίαιη καταστολή του τοπικού κινήματος και την προειδοποίηση ότι «αν οι δυνάμεις της τάξης εξακολουθήσουν να χύνουν αίμα, αυτό θα οδηγήσει σε βίαιη επανάσταση». Οπως πληροφορούμαστε από έγγραφο του FBI του Μέμφις προς τους ομολόγους του στο Πίτσμπουργκ (2/11), η εισαγγελία πρότεινε να μην ασκηθεί δίωξη κατά του διαμαρτυρόμενου πολίτη, αφού ήταν κάτοικος άλλης -μακρινής- Πολιτείας. Τα στοιχεία του διαβιβάστηκαν ωστόσο στους κατά τόπον αρμόδιους ασφαλίτες, ώστε να τον έχουν υπόψη τους.


Για την προληπτική επιτήρηση του εσωτερικού εχθρού, αρκετά εύγλωττο είναι το περιεχόμενο «αντιτρομοκρατικού» μπρίφινγκ από το FBI του Τζάκσονβιλ (11/10). Εκτιμώντας πως οι διαδηλώσεις μπορεί να προσφέρουν έδαφος για την εκδήλωση μιας ευρύτερης δυσαρέσκειας απέναντι στην υφιστάμενη πολιτική, ο αρμόδιος πράκτορας υπέδειξε συγκεκριμένες πόλεις και συνοικίες της περιοχής «όπου εξακολουθούν να υφίστανται κάποια από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας της Φλόριντα». Εξίσου ταξικά προσδιορισμένες είναι οι ανησυχίες κάποιας άλλης, μη κατονομαζόμενης υπηρεσίας (2/11) για το ενδεχόμενο οι καταλήψεις να επεκταθούν από το λιμάνι του Οκλαντ σ’ εκείνο του Λονγκ Μπιτς, «το δεύτερο σε κίνηση εμπορικό λιμάνι των ΗΠΑ», οπότε «η παρακώλυση των λιμενικών εργασιών θα μπορούσε να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στο δίκτυο ανεφοδιασμού των ΗΠΑ». Το μεγαλύτερο -και προφανώς το σημαντικότερο- τμήμα των σχολίων και υποδείξεων του εγγράφου παραμένει απόρρητο.


Ως ένδειξη για ενδεχόμενη «βίαιη και/ή παράνομη δραστηριότητα» ερμηνεύει το γραφείο της Ινδιανάπολης, δυο μέρες πριν από την έναρξη των διαδηλώσεων, το γεγονός ότι στον ιστότοπο κάποιας συνιστώσας του κινήματος (US Days of Rage) παρέχονται οδηγίες για «άμεση δράση, πολιτική ανυπακοή, αντιμετώπιση της βίας κι αλληλεγγύη στα κρατητήρια». Η ένταση της υπηρεσιακής επαγρύπνησης αποτυπώνεται και στα πρακτικά μιας σύσκεψης σερίφηδων του Λος Αντζελες για την ασφάλεια των συγκοινωνιών (20.10): μολονότι η μοναδική ως τότε εκδήλωση των «καταληψιών» στο εσωτερικό του μετρό πραγματοποιήθηκε από «συνεργάσιμους διαδηλωτές» που «είχαν όλοι αγοράσει εισιτήρια», εκφράστηκε η ανησυχία «για το τι μπορεί να συμβεί αν οι διαδηλωτές αναμιχθούν με τα πιο βίαια άτομα», ως επί το πλείστον αστέγους, «που έχουν αναστατωθεί από τους ισχυρισμούς κάποιων ΜΜΕ περί κακομεταχείρισης κρατουμένων στις φυλακές».
Ανησυχούντες κι αντιφρονούντες


Από τις σελίδες των εγγράφων του FBI παρελαύνει κι ένα αρκετά διαφορετικό κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας: τρομαγμένοι νομοταγείς «νοικοκυραίοι» που αναζητούν προστασία απέναντι στους «ταραξίες» ή προσφέρουν οικειοθελώς τις κατασκοπευτικές υπηρεσίες τους. Κάποιες φορές, η κοινωνική αυτή προσφορά καθίσταται ενοχλητικά υπερβολική ακόμη και για τους ίδιους τους ασφαλίτες. Οταν μια κυρία καταφεύγει στο γραφείο του Τζάκσονβιλ (5/12) εκφράζοντας την ανησυχία της για τις επιπτώσεις μιας προγραμματισμένης διαδήλωσης στη λειτουργία του τοπικού Mall, οι τελευταίοι την καθησυχάζουν ότι πρόκειται για «ελάσσονα περισπασμό», για τον οποίο η ίδια πρέπει να είναι προετοιμασμένη, και τη συμβουλεύουν να τους τηλεφωνήσει «αν προκύψουν τίποτα αταξίες». Ακόμη πιο προβληματική ήταν η περίπτωση ενός γυναικείου μέλους του «κινήματος κατάληψης της Αϊόβα», που προσέφυγε στο FBI της Ομαχα (16/11) για να καταγγείλει ότι «κάποιοι από τους ανθρώπους που διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο έχουν μεταξύ τους ύποπτες κλειστές συναντήσεις» εκτός γενικών συνελεύσεων, προσφερόμενη «να παράσχει πληροφορίες» διά της παρακολούθησης του facebook και του e-mail της. Οταν διαπίστωσαν ότι δεν έχει να προσφέρει αξιοποιήσιμα στοιχεία, οι ασφαλίτες την ξαπόστειλαν ευγενικά στο τοπικό αστυνομικό τμήμα επικαλούμενοι συνταγματικά κωλύματα.


Πολύ διαφορετικής τάξης, αλλά οριακά μόνο αποτυπωμένη στα έγγραφα, είναι η εμπλοκή μιας άλλης μερίδας της «κοινωνίας των πολιτών», ακροδεξιάς προέλευσης, που δραστηριοποιείται ενεργά ενάντια στο κίνημα: εκσφενδόνιση αυτοσχέδιας «χημικής βόμβας» από διερχόμενο ΙΧ εναντίον του καταυλισμού του OWS στη Βοστόνη (23/10), σχέδια κάποιας μη κατονομαζόμενης συλλογικότητας για «εξολόθρευση των τοπικών ηγετών των καταληψιών με πυρά ελεύθερων σκοπευτών» κ.ο.κ. Ειδικό ενδιαφέρον εμφανίζει ένα υπηρεσιακό φύλλο καταγραφής πληροφοριών «ρουτίνας» (10/10), σχετικά με την έρευνα των καταγγελιών ενός γυναικείου μέλους του κινήματος στη Ντεϊτόνα, για το περιεχόμενο ενός εχθρικού φόρουμ στο Διαδίκτυο, με τον τίτλο «χίπηδες θέλουν να καταλάβουν την παραλία της Ντεϊτόνα». Ο ασφαλίτης που το μελέτησε εκτιμά ότι «δεν υπάρχουν ανοικτές απειλές» αλλά μόνο επιθετική φρασεολογία, ενδιαφέρον όμως έχει κυρίως η διαπίστωσή του ότι «στο φόρουμ μετείχαν κάμποσοι αστυνομικοί, αν και όχι ταυτοποιήσιμοι με κάποια συγκεκριμένη υπηρεσία». Η αμέσως επόμενη φράση έχει λογοκριθεί.

Η «τρομοκρατία» ως προβοκάτσια


Εδώ τελειώνει η εικόνα που το ίδιο το FBI θέλησε να δώσει, μέσω της αποσπασματικής δημοσιοποίησης μεμονωμένων εγγράφων, για τη δράση του ενάντια στο κίνημα των Αμερικανών «αγανακτισμένων». Γνωρίζουμε ωστόσο πως η παρέμβασή του υπήρξε στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο αθώα. Το πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, η υπόθεση των «πέντε τρομοκρατών του Κλίβελαντ», για την οποία δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη στα αποχαρακτηρισμένα ντοκουμέντα, παρόλο που από την επίσημη δικογραφία προκύπτει «ενεργός διείσδυση» και κατασκευή υποψήφιων τρομοκρατών από πράκτορες της υπηρεσίας.


Η υπόθεση έχει ως εξής: στις 21/10/2011, την ώρα της βίαιης εκκένωσης της τοπικής πλατείας από τα ΜΑΤ, ο 40χρονος έμμισθος συνεργάτης του FBI, κτηματομεσίτης κι εργολάβος οικοδομών Σακίλ Αζίζ, «ψάρεψε» μια παρέα νεαρών αγανακτισμένων με την εικονική «παθητική αντίσταση» που υιοθέτησε η καθοδήγησή τους. Ηλικίας 20-26 ετών, άνεργοι και άστεγοι, οι εν λόγω πιτσιρικάδες είχαν ολόψυχα στρατευτεί στο κίνημα και βίωσαν τραυματικά την καταστολή του, εκφράζοντας την επιθυμία για μια σειρά δυναμικές ενέργειες συμβολικού χαρακτήρα.


Ο χαφιές ανέλαβε να καναλιζάρει αυτή τη διάχυτη (και εν πολλοίς αναποτελεσματική) οργή σε συγκεκριμένη κατεύθυνση: υπέδειξε ως στόχο μια πολυσύχναστη οδογέφυρα κι έφερε την ομάδα σ’ επαφή μ’ ένα «φίλο του» έμπορο όπλων (στην πραγματικότητα, ασφαλίτη του FBI) για να τους προμηθεύσει τα αναγκαία εκρηκτικά. Καθώς οι απένταροι νεαροί δεν ήταν σε θέση ν’ αγοράσουν ούτε σουγιά, τους προσέλαβε μάλιστα ως οικοδόμους για να πληρώσουν το «υλικό» με τα μεροκάματά τους. Οι βόμβες ήταν φυσικά ψεύτικες κι οι μηχανισμοί τηλεπυροδότησης απλώς ειδοποίησαν τους πράκτορες της υπηρεσίας να συλλάβουν τους «τρομοκράτες» επί το έργον, την παραμονή της πρωτομαγιάς του 2012. Στα τέλη Νοεμβρίου το δικαστήριο τους καταδίκασε σε ποινές κάθειρξης 6-11 χρόνων, αφού προηγουμένως τα καθωσπρέπει ΜΜΕ είχαν ξεσαλώσει για το ρόλο του κινήματος των «αγανακτισμένων» σαν «φυτώριο» τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

Μια (μεγάλη) χούφτα δολάρια


Σε μια σύγχρονη δημοκρατία, με την κοινωνικοπολιτική ζωή «φωταγωγημένη» από ένα πλέγμα μέσων ενημέρωσης που ξεκινά από τα τηλεοπτικά κανάλια και καταλήγει στα μπλογκ, η έκβαση ενός κινήματος κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την «επικοινωνιακή» μάχη για την ηγεμονία στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων που επιχειρεί να εκπροσωπήσει. Η στρατηγική που επιστρατεύθηκε για την καταπολέμηση των «αγανακτισμένων» σ’ αυτό το πεδίο φωτίζεται εκτενώς από ένα ιδιωτικό ντοκουμέντο των ημερών.
Ο λόγος για τη γραπτή πρόταση που μια μεγάλη εταιρεία lobbying της Ουάσινγκτον, η CLGC, υπέβαλε στις 24/11/2011 στην Ενωση Αμερικανικών Τραπεζών, εισηγούμενη μια συντονισμένη προπαγανδιστική εκστρατεία εναντίον των καταληψιών. Εναντι 850.000 δολαρίων, η εταιρεία αναλάμβανε να διεξάγει δίμηνη «αντιπολιτευτική έρευνα» για το κίνημα και ν’ αξιοποιήσει επικοινωνιακά τα ευρήματά της, έτσι ώστε τα συμφέροντα των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων να θωρακιστούν απέναντι στις καταγγελίες και τα αιτήματα των διαδηλωτών. Το ντοκουμέντο δημοσιεύθηκε από το δημοσιογράφο Κρις Χέιζ του MSNBC κι αποτελεί μια εύγλωττη πηγή για το σκεπτικό και τις μεθόδους του ψυχολογικού πολέμου που διεξάγει η άρχουσα τάξη του δυτικού κόσμου προκειμένου να διατηρήσει κι επεκτείνει τα προνόμιά της μέσα στην παγκόσμια οικονομική κρίση.


Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο αφορά την ουσία του «προβλήματος». Ως βασικό κίνδυνο, η CLGC επισημαίνει το ενδεχόμενο τα αιτήματα των καταληψιών να υιοθετηθούν από πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος και να μετουσιωθούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις που θα θίγουν τα συμφέροντα των τραπεζιτών. Ενα δεύτερο, συμπληρωματικό κίνδυνο συνιστούσε η πιθανή ώσμωση αυτών των συνθημάτων με ομοειδείς ευαισθησίες του «οργισμένου λαϊκισμού» του δεξιότατου Tea Party, που θα απέτρεπε ακόμη και τους Ρεπουμπλικανούς από την ένθερμη εξυπηρέτηση κάθε απαίτησης των ίδιων κύκλων. Εξ ου και η ανάγκη για ταχεία απομόνωση του κινήματος, κατ’ αρχήν στο ιδεολογικό πεδίο.

Η συνταγή που προτείνεται για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι εξαιρετικά οικεία:


* «Εχθρική ερευνητική δουλειά» και παραγωγή «μιας ανάλυσης των υποστηρικτών και χρηματοδοτών, των εξτρεμιστών ηγετών, των πολιτικών προτάσεων και της ρητορικής του OWS, για την επεξεργασία στρατηγικών σφυγμομετρήσεων και μηνυμάτων» εναντίον του. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη διερεύνηση κι αναπαραγωγή των φημών που είχαν κυκλοφορήσει στα ΜΜΕ, περί χρηματοδότησης κάποιων συνιστωσών του κινήματος από το Ιδρυμα Σόρος, προκειμένου οι ακτιβιστές να σκιαγραφηθούν σαν άνθρωποι «με εξίσου ιδιοτελή κίνητρα» και να επέλθει «βαθιά υπονόμευση της φερεγγυότητάς τους».
* «Εντοπισμός των ευκαιριών κατασκευής εμπεριστατωμένων αρνητικών αφηγήσεων για το OWS για σπρώξιμο σε ΜΜΕ υψηλής απήχησης, προκειμένου να εκτεθούν οι υποστηρικτές» του. Η σχετική έρευνα έπρεπε να επικεντρωθεί «στο προσωπικό ιστορικό των στελεχών, περιλαμβάνοντας πληροφορίες για το πολιτικό και ποινικό παρελθόν τους, το δικαστικό ιστορικό, φορολογικές οφειλές, πτωχεύσεις και άλλα σχετικά». Πεδίο δόξης λαμπρό, με άλλα λόγια, για τους πράκτορες του FBI και του «Υπουργείου Ασφαλείας της Πατρίδας» (DHS) που θα ήθελαν να συνεισφέρουν αφανώς στην επιτυχία αυτών των «αρνητικών αφηγήσεων».


* Συμπλήρωση αυτής της αναζήτησης με αξιοποίηση του Διαδικτύου: «Η διαφάνεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία για την πρόβλεψη της μελλοντικής τακτικής και μηνυμάτων του OWS, καθώς και τον εντοπισμό εξτρεμιστικού λόγου και ιδεών που φέρουν τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του OWS σε αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς του μεσαίου χώρου». Το σχέδιο προειδοποιεί πως «αυτές οι πλατφόρμες δεν προσφέρονται» για εποικοδομητικό διάλογο με τους υποστηρικτές του κινήματος, αλλά μονάχα ως πηγή άντλησης «πολιτικής κατασκοπείας» με την «επιτηδευμένη επιτήρησή τους».
Τελικό βήμα της καμπάνιας αποτελεί η αναζήτηση «συμμάχων», αφού «οι επιμέρους εταιρείες μάλλον δεν θα είναι οι καλύτεροι συνήγοροι του εαυτού τους». Το όλο πρόγραμμα συμπληρώνεται έτσι με την «παροχή κάλυψης σε πολιτικές φυσιογνωμίες που υπερασπίζονται τον κλάδο» και την επιθετική σπίλωση όσων τολμούν να θίξουν το τραπεζικό σύστημα: «Να δείξουμε πως αυτές οι εταιρείες έχουν ακόμη πολιτική ισχύ κι ότι η πολιτική στοχοποίησή τους θα επιφέρει σοβαρό πολιτικό κόστος».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ


Ward Churchill & Jim Vander Wall, «Agents of Repression. The FBI’s Secret Wars against the Black Panther Party and the American Indian Movement» (Βοστόνη 1990, εκδ. South End Press).
Οι παραδοσιακές μέθοδοι πολιτικής καταστολής που εφάρμοζε το FBI μέσω του ψυχροπολεμικού «αντικατασκοπευτικού προγράμματός» του (COINTELPRO). Εξονυχιστική επισκόπηση του βρόμικου πολέμου της υπηρεσίας ενάντια στους Μαύρους Πάνθηρες και το ινδιάνικο κίνημα κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Mitzi Waltz, «Policing Activists: Think Global, Spy Local», σε Tom Burghardt (ed.), «Police State America» (Τορόντο-Μόντρεαλ-Σαν Φρανσίσκο 2002, εκδ. Arm the Spirit), σ. 27-38. Οι μηχανισμοί επιτήρησης και χαφιεδισμού των κοινωνικών κινημάτων στις ΗΠΑ κατά τη δωδεκαετία που μεσολάβησε ανάμεσα στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Sabrina Rubin Erdely, «The Plot Against Occupy», περ. Rolling Stone, 17/9/2012. Λεπτομερής περιγραφή της υπόθεσης των «πέντε του Κλίβελαντ». Έμφαση στην κατασκευή τρομοκρατών από το FBI προκειμένου να υπάρξουν πολιτικά εκμεταλλεύσιμες «αντιτρομοκρατικές επιτυχίες».
ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ
The Partnership for Civil Justice Fund (http://www.justiceonline.org). Ο επίσημος ιστότοπος της οργάνωσης που έφερε στο φως τα έγγραφα του FBI για την παρακολούθηση κι εξουδετέρωση του περσινού κινήματος των αμερικανών «αγανακτισμένων». Τα πρωτότυπα ντοκουμέντα είναι προσβάσιμα σε μορφή jpeg.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», την Κυριακή 27/01/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου