Αναρτούμε διάλογο (σε τρία άρθρα που αναπτύσσεται στο RedNoteBook) σχετικά με την Ε.Ε., τo ευρώ, την ευρωζώνη και την
αναγκαία στρατηγική στάση της αριστεράς απέναντι σε αυτά;
Ιμπεριαλισμός, κυριαρχία, εξάρτηση, ταξική πάλη του Δημ. Μπελαντή
Η ελληνική αστική τάξη, χωρίς να είναι διόλου «υπανάπτυκτη», ανέπτυξε
ιστορικά (ανισότιμες) σχέσεις με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που υπήρξαν
πολύτιμες για την εσωτερική κυριαρχία της. Ήταν τα γερμανικά όπλα που
στήριξαν τους αστούς πολιτικούς και τις «εθνικές αντιστασιακές
οργανώσεις» στην Κατοχή έναντι του ΕΑΜ. Ήταν τα βρετανικά μυδράλια και
τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά αυτά που έκριναν πολιτικοστρατιωτικά τη
νίκη της ελληνικής αστικής τάξης και την έβγαλαν από του χάρου τα
δόντια. Ήταν το σχέδιο Μάρσαλ που της έδωσε αναπτυξιακή ώθηση
Κατά το τελευταίο διάστημα, αναπτύσσεται ένας σοβαρός διάλογος και
προβληματισμός στα πλαίσια της Αριστεράς –και ιδίως στα πλαίσια των
διαδικασιών του ΣΥΡΙΖΑ– σχετικά με το ευρώ, την ευρωζώνη και την
αναγκαία στρατηγική στάση μας απέναντι σε αυτά. Διατυπώνεται η άποψη ότι
μια κριτική ή και αρνητική στάση απέναντι στην ευρωζώνη μπορεί να δώσει
έδαφος για την επαναφορά στην Αριστερά της παλαιάς θεωρίας της
«εξάρτησης», όσον αφορά τον ελληνικό καπιταλισμό, και συνακόλουθα να
οδηγήσει σε μια «εθνικοανεξαρτησιακή» προσέγγιση αναβιώνοντας στην
καλύτερη περίπτωση την θεωρία των σταδίων και στην χειρότερη έναν
εθνικιστικό και απομονωτικό προσανατολισμό. Ότι ακόμη θα μπορεί, έτσι,
να υποβαθμιστεί ο στόχος της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του κοινωνικού
σχηματισμού και η πρωτεύουσα σημασία της κεφαλαιακής σχέσης. Πιστεύουμε
ότι τα πράγματα είναι απείρως πιο σύνθετα και θα διατυπώσουμε
ορισμένες σκέψεις σε σχέση με αυτό.
1. Η θεωρία της εξάρτησης και οι κριτικές της
1. Η θεωρία της εξάρτησης και οι κριτικές της
Θυμίζουμε εδώ ότι τόσο στην κομμουνιστική Αριστερά όσο και στο ΠΑΣΟΚ κυριάρχησαν μέχρι και την δεκαετία του ’80 ορισμένες παραλλαγές της θεωρίας της εξάρτησης. Στην μεν κομμουνιστική Αριστερά, κυριάρχησε για δεκαετίες η άποψη της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1934) –επικαιροποιημένη κατά διαστήματα βάσει της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού– για έναν ελληνικό καπιταλισμό, όπου δεν επικρατούσαν πλήρως, ή πάντως όχι με ώριμο τρόπο, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και εξουσίας, πράγμα που συνδεόταν άρρηκτα με φεουδαλικά κατάλοιπα και με την εξάρτησή του ελληνικού καπιταλισμού από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. H θέση αυτή οδηγούσε σε ένα στάδιο αστικοδημοκρατικής και ανεξαρτησιακής ολοκλήρωσης ή σε ένα διακριτό αντιμονοπωλιακό/αντιιμπεριαλιστικό στάδιο, όπως ίσχυσε μετά τον πόλεμο.
Ακόμη περισσότερο, στο ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970 ήταν πολύ ισχυρή η θεωρία «μητρόπολης-περιφέρειας», η οποία ενέτασσε την Ελλάδα στην «περιφέρεια» του διεθνούς καπιταλισμού μαζί με την Ασία, την Αφρική και την τότε Λατινική Αμερική (Σαμίρ Αμίν, Α.Γκ. Φρανκ, Καρντόζο, Κόρντομπα κ.π..α). Οι θέσεις αυτές θεωρούσαν ότι τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ασκούν απόλυτη οικονομική και πολιτική κυριαρχία στην ελληνική αστική τάξη («ξενοκρατία»), η οποία είναι κομπραδόρικη, ότι αποσπούσαν υπερκέρδη μη επανεπενδυόμενα κλπ. Γενικότερο θεωρητικό πρόβλημα αυτών των θέσεων ήταν το γεγονός ότι υποβάθμιζαν τις εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις και ανήγαν την βασική διαιρετική τομή στην σύγκρουση του ιμπεριαλισμού με το υπανάπτυκτο έθνος, απολυτοποιώντας τον υπαρκτό παράγοντα των διεθνών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η θέση αυτή, εφαρμοζόμενη στην Ελλάδα, ήταν λαθεμένη. Ο ελληνικός καπιταλισμός, όσον αφορά την ωριμότητα των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν ήδη από τις απαρχές του, ένας δυνάμει αναπτυγμένος καπιταλισμός (βλ. και Σ. Μάξιμου «Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού»), με τάσεις κυριάρχησης στην ευρύτερη περιοχή. Ιδίως, μάλιστα, μετά την αναδίπλωση του παροικιακού κεφαλαίου στο ελληνικό κράτος και την μικρασιατική καταστροφή, όχι μόνο σταθεροποιήθηκαν και παραγωγικά οι καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά απέκτησαν και χαρακτηριστικά του μονοπωλιακού σταδίου (συγκέντρωση/συγκεντροποίηση, δημιουργία ομίλων κλπ βλ. αυτά αναλυτικά στην κριτική του Π. Πουλιόπουλου στην 6η Ολομέλεια). Μετά την καταστροφή της δεκαετίας του ’40, και ιδίως από την δεκαετία του ’60 και ως την δεκαετία του ’80, ο ελληνικός καπιταλισμός αναβαθμίστηκε διεθνώς, έκανε έστω και περιορισμένες εξαγωγές κεφαλαίων και ανέπτυξε με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα μια σχέση (ανισότιμης) συνεργασίας και όχι «υποτέλειας». Εσωτερίκευσε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά όψεις της ύστερης νεοτερικότητας, σε πείσμα όσων μιλούν μόνο για τις πελατειακές σχέσεις και την «καθ ημάς Ανατολή». Διεκδίκησε, μάλιστα, και έναν υποϊμπεριαλιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και την Α. Μεσόγειο (θέση που δέχεται πλέον σήμερα και το ΚΚΕ).
Σε όλα τα παραπάνω, η κριτική τομέων του ελληνικού μαρξισμού, και ιδίως της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος-Β’Πανελλαδική και του κύκλου των «Θέσεων», υπήρξε για μεγάλο διάστημα γόνιμη και διδακτική.
2. Για την κυριαρχία εντός του ιμπεριαλισμού: λυγίζοντας το ραβδί
Τα παραπάνω, όμως, δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συχνά αιωρούμενο συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός, η διεθνής καπιταλιστική οργάνωση, αποτελείται από ένα παρατακτικό άθροισμα κοινωνικών σχηματισμών, ισότιμων και όλων τους δυνάμει ιμπεριαλιστικών (όπως τα «άτομα» στην καπιταλιστική κοινωνία). Όπως μας έχει διδάξει ο Λένιν, αλλά και όπως αποδεχόταν ουσιαστικά όλο το δεύτερο κύμα των κλασικών του μαρξισμού στη Β’ και Γ’ Διεθνή (από τον Κάουτσκυ και τον Χίλφερντινγκ ως την Ρόζα και τον Μπουχάριν), ο ιμπεριαλισμός αποτελεί μια ανισόμετρα και κυριαρχικά δομημένη «αλυσίδα», ο τρόπος ένταξης στην οποία σχετίζεται κυρίαρχα με τους όρους γένεσης και ύπαρξης κάθε εθνικού καπιταλισμού, με την εσωτερική ταξική πάλη, αλλά δευτερευόντως και με τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Η συμπύκνωση των εσωτερικών και διεθνών αντιφάσεων στον «αδύνατο» κρίκο οδηγεί στην επαναστατική ρήξη. Ακόμη και μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλισμών, δεν είναι όλοι ιμπεριαλιστικοί (καθώς αυτό προϋποθέτει μια ιδιαίτερη συμπύκνωση οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος), ούτε όλοι οι ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί έχουν την ίδια αφετηρία και δυναμισμό∙ για παράδειγμα, δεν είναι σήμερα στην ίδια θέση οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία ή η Γερμανία και η Ολλανδία. Ούτε είναι στατική η «κατάταξη» στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αφού οι κρίκοι της είναι δυνατόν να αναβαθμίζονται ή να υποβαθμίζονται για λόγους που έχουν σχέση όχι μόνο με τον οικονομικό δυναμισμό, αλλά και με την ταξική πάλη εντός κάθε χώρας.
Η ελληνική αστική τάξη, χωρίς να είναι διόλου «υπανάπτυκτη», ανέπτυξε ιστορικά (ανισότιμες) σχέσεις με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που υπήρξαν πολύτιμες για την εσωτερική κυριαρχία της, ιδίως την πολιτική. Ήταν τα γερμανικά όπλα που στήριξαν τους αστούς πολιτικούς και τις «εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις» στην Κατοχή έναντι του ΕΑΜ. Ήταν τα βρετανικά μυδράλια και τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά αυτά που έκριναν πολιτικοστρατιωτικά –μαζί βεβαίως και με τα στρατηγικά λάθη του ΕΑΜ και το ΚΚΕ– τη νίκη της ελληνικής αστικής τάξης και την έβγαλαν από του χάρου τα δόντια. Ήταν το σχέδιο Μάρσαλ που της έδωσε αναπτυξιακή ώθηση. Για όποιους αγνοούν τις αντιφάσεις, είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι υπήρξε κεφαλαιοκρατικά αναπτυγμένη αλλά συχνά πολιτικά «υποτελής». Αλλά και από την δεκαετία του ’70 και πέρα, η μεταπολιτευτική αστική τάξη επένδυσε πολιτικά στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο για να μοιράσει με τους ισχυρότερους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς πεδία κερδοφορίας, αλλά και για να επιβάλει, εκμεταλλευόμενη τη δύναμη της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, πολιτικούς και κοινωνικούς όρους (όλο και πιο νεοφιλελεύθερους, όπως και παντού στην Ε.Ε.) πάνω στην εργατική της τάξη. Η ελληνική αστική τάξη αξιοποίησε την Ε.Ε. ως ένα «στρατηγείο της αντεπανάστασης» και όχι, βεβαίως, ως «το πεδίο της δημοκρατίας και της δημιουργικής συνεργασίας των λαών». Επίσης, την αξιοποίησε για να ενισχύσει τον υποϊμπεριαλιστικό της ρόλο. Δεν είναι τυχαίες οι αποστολές ελληνικού στρατού στο Κόσοβο, το Αφγανιστάν, και αύριο στις νέες συρράξεις της περιοχής μας.
Βεβαίως, σε κάθε ενδοκαπιταλιστικό παιχνίδι υπάρχουν τελικά κερδισμένοι και χαμένοι (η περίφημη θεωρία των «ψαριών»). Τόσο η ανισόμετρη αρχιτεκτονική της Ε.Ε. –υπέρ των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, υπέρ του φιλογερμανικού μπλοκ– , όσο και η φυσιολογικά μεγαλύτερη ένταση της κρίσης στους σχετικά πιο «αδύναμους» καπιταλιστικούς κρίκους, καθόρισαν κατά τα τελευταία χρόνια –πέρα από την ύπαρξη και φάσεων σημαντικής ανάκαμψης– μια τάση έντονης υποβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού διεθνώς, αλλά και εντός της Ε..Ε. Μια φάση που, σε συνδυασμό και με την γενική εξαθλίωση, την όξυνση της κοινωνικής κρίσης και την ανάπτυξη μιας ηγεμονικής πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα, διαμορφώνει μια κατάσταση γενικότερης καταστροφής των όρων αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού και «εθνικής κρίσης» (ο όρος ανήκει στον Λένιν και όχι σε κάποιο θεωρητικό του εθνικισμού). Αλλά και ενισχύει τους όρους κυριαρχίας των ισχυρότερων κρίκων πάνω στην ελληνική αστική τάξη, μειώνει τους ελιγμούς και τον χώρο κίνησης της τελευταίας. Όποιος ακούει μαζί με τους κομπασμούς και τα παράπονα της ελληνικής αστικής τάξης, μπορεί να το καταλάβει.
Τα παραπάνω δεν γράφονται για να δρέψουν θεωρητικές δάφνες. Σχετίζονται με άμεσα επίδικα:
Όπως η σχέση μιας ενδεχόμενης κοινωνικής ανατροπής στην Ελλάδα με το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο: είναι αυτή δυνατή χωρίς κάποιου είδους σύγκρουση με την ευρωζώνη;
Ή όπως το ζήτημα ακόμη και της αποκατάστασης δομών κοινωνικού κράτους και δημόσιας περιουσίας στη χώρα μας, αλλά και αλλού: μπορεί να υπάρξει τέτοιο αντιμνημονιακό πρόγραμμα ακόμη και αμιγώς ρεφορμιστικό, που να είναι συμβατό με το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης, τα Σύμφωνα Σταθερότητας και τον συσχετισμό που αυτά αποτυπώνουν;
Ή όπως το ζήτημα του εργατικού διεθνισμού: αυτός θα οργανωθεί επί τη βάσει της αναμονής της «Μεγάλης Νύχτας Στην Ευρωζώνη» ή της ενίσχυσης της εργατικής τάξης στους πιο αδύναμους κρίκους από την εργατική τάξη στους πιο ισχυρούς;
Θέτουμε τα ερωτήματα, ελπίζουμε στον καλόπιστο διάλογο.
Αναμένοντας τη Μεγάλη Νύχτα στην Ευρωζώνη του Χρ. Λάσκου
Αναρωτιέται ο Δημήτρης Μπελαντής εάν είναι δυνατή ενδεχόμενη κοινωνική
ανατροπή στην Ελλάδα «χωρίς κάποιου είδους σύγκρουση με την Ευρωζώνη».
Αναρωτιέμαι, με τη σειρά μου, ρητορικά αν υπάρχει έστω κι ένας σύντροφος
ή συντρόφισσα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο.
Μια και το ερώτημα τέθηκε, ωστόσο, ας απαντήσω: όχι, λοιπόν, δεν είναι
δυνατή η κοινωνική ανατροπή στην Ελλάδα χωρίς (όχι «κάποιου είδους»,
αλλά) μετωπική σύγκρουση με τις άρχουσες τάξεις και την πολιτική εξουσία
της Ευρωζώνης
Με κάποια καθυστέρηση ίσως από την αφορμή, όμως περισσότερο επικαιρικά,
με δεδομένο πως μεσολάβησε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, θα
ήθελα να σχολιάσω κάποιες επισημάνσεις του Δημήτρη Μπελαντή,
που αφορούν ένα από τα βασικά σημεία διαχωρισμού μεταξύ μας των
Συριζαίων. Αναφέρομαι στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, του μέσα ή του έξω, του ιμπεριαλισμού και του εθνικού
πεδίου της ταξικής πάλης.
Αφού σημειώσω αρχικά πως η ανάλυση –οι καταφάσεις– του Μπελαντή είναι περίπου κοινός τόπος για το μεγάλο μέρος της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ –πράγμα που δεν ισχύει για τη μειοψηφία του, που είναι πολύ περισσότερο παραδοσιακά «αντιιμπεριαλιστική -αντιμονοπωλιακή»–, θα μείνω στις ερωτήσεις του, με τις οποίες τελειώνει το κείμενό του. Και θα δηλώσω προκαταβολικά πως αδυνατώ να καταλάβω ποιος είναι ο αποδέκτης των αποριών, που εκθέτει ο αρθρογράφος. Εξηγούμαι αμέσως.
Αναρωτιέται ο Δημήτρης Μπελαντής εάν είναι δυνατή ενδεχόμενη κοινωνική ανατροπή στην Ελλάδα «χωρίς κάποιου είδους σύγκρουση με την Ευρωζώνη». Αναρωτιέμαι, με τη σειρά μου, ρητορικά αν υπάρχει έστω κι ένας σύντροφος ή συντρόφισσα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Μια και το ερώτημα τέθηκε, ωστόσο, ας απαντήσω: όχι, λοιπόν, δεν είναι δυνατή η κοινωνική ανατροπή στην Ελλάδα χωρίς (όχι «κάποιου είδους», αλλά) μετωπική σύγκρουση με τις άρχουσες τάξεις και την πολιτική εξουσία της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλους τους τόνους επισημαίνει πως μια ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά θα σημάνει όχι την ομαλή εφαρμογή ενός καλού και ολοκληρωμένου προγράμματος, αλλά μια μεγάλη ρήξη. Εξού και η έμμονη επανάληψη πως, χωρίς την ευρύτατη εμπλοκή των ανθρώπων που θα στρατευθούν σε αυτήν την υπόθεση σε πολύ μεγάλους αριθμούς, χωρίς δηλαδή την συνειδητή απόρριψη της λογικής της ανάθεσης, το εγχείρημα είναι εξ υπαρχής καταδικασμένο. Εξού, ακόμη, η διεθνιστική εμμονή, η οποία συνάδει απολύτως με την κατανόηση πως, χωρίς την έμπρακτη συνδρομή των εργαζομένων της Ευρώπης, χωρίς τον συντονισμό των αγώνων πολύ πέρα από το εθνικοκρατικό επίπεδο, η ήττα είναι προδιαγεγραμμένη.
Αναρωτιέται, στη συνέχεια, ο Μπελαντής εάν μπορεί να υπάρξει αντιμνημονιακό πρόγραμμα ακόμη και αμιγώς ρεφορμιστικό, «που να είναι συμβατό με το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωζώνης, τα Σύμφωνα Σταθερότητας και το συσχετισμό που αυτά αποτυπώνουν». Και αναρωτιέμαι, εκ νέου, αν υπάρχει έστω κι ένας σύντροφος ή συντρόφισσα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ που να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Απαντώ, λοιπόν, σε αυτό το ερώτημα με ένα κατηγορηματικό όχι, μια και ο ΣΥΡΙΖΑ με σαφήνεια και παρρησία μιλάει για την αδήριτη, εκ των ων ουκ άνευ, ανάγκη για ριζική ανατροπή της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, για κατάργηση όλων των Συνθηκών και των Συμφώνων Σταθερότητας, Ανταγωνιστικότητας, Ανάπτυξης κ.λπ., στην κατεύθυνση της ριζικής επαναθεμελίωσης της ενοποιητικής διαδικασίας για μια Ενωμένη Ευρώπη κοινωνική, οικολογική, σοσιαλιστική. Και ακριβώς επειδή όλα αυτά δεν γίνονται χωρίς την ανατροπή του συσχετισμού που αποτυπώνουν, είναι δεδομένο πως απαιτείται μια έκρηξη των ταξικών αγώνων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο που θα τα κάνει μαχητά και εφικτά. Η επικράτηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο σπινθήρας για μια τέτοια διαδικασία. Ο τρόπος που θα πολιτευθεί θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις συνολικές εξελίξεις. Η επικράτηση μιας οποιασδήποτε ιδέας εθνικής αναδίπλωσης, όπως κι αν αμπαλαριστεί, είναι η βέβαιη οδός της απωλείας. Όποιος πιστεύει πως το ζήτημα της κοινωνικής ανατροπής στην Ελλάδα, άρα και στην Ευρώπη, θα παιχτεί με κεντρική αναφορά το εθνικό νόμισμα και τις «ωφέλειες», που αυτό φέρνει μαζί του, μάλλον υποτιμά βάναυσα την έννοια της κοινωνικής ανατροπής.
Το τελευταίο ερώτημα που θέτει ο Μπελαντής είναι και το πιο ενδιαφέρον γιατί, εκτός των άλλων έχει και μια πολύ βαρειά προϊστορία στο κομμουνιστικό κίνημα. Ρωτάει αν ο εργατικός διεθνισμός «θα οργανωθεί επί τη βάσει της αναμονής της «Μεγάλης Νύχτας στην Ευρωζώνη» ή της ενίσχυσης της εργατικής τάξης στους πιο αδύναμους κρίκους από την εργατική τάξη στους πιο ισχυρούς». Το ίδιο ερώτημα στο πλαίσιο της συζήτησης εντός του ΣΥΝ τα τελευταία τρία χρόνια τίθεται από το «Aριστερό Ρεύμα», υπονοώντας πως η πλειοψηφία του ΣΥΝ στοχεύει σε μια ταυτόχρονη ανατροπή σε ολόκληρη την Ευρώπη -«την ίδια μέρα (ή νύχτα;), ώρα και λεπτό», όπως σημείωσε κάποτε ένας σύντροφος του Ρεύματος. Και, προφανώς, ως που να γίνει αυτό, απλώς το αναμένει.
Δεν θα απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Δεν μπορώ να αποδεχτώ πως σύντροφοί μας μάς θεωρούν τόσο ανόητους, ώστε να υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο. Το τι πράγματι υποστηρίζουμε, άλλωστε, είναι γνωστό: βρίσκεται μέσα σε βιβλία, άρθρα, δημόσιες προφορικές παρεμβάσεις, βρίσκεται, κυρίως, μέσα στις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, μάλλον είναι πειστικό. Δεν θα ήταν λογικό, εξάλλου, να υποθέσουμε πως ένα 30% ή 35% του ελληνικού λαού κατάλαβε πως του προτείνουμε μια γλυκιά ρομαντική αναμονή της Μεγάλης Νύχτας και μας επιβράβευσε γι’ αυτό. Δεν στέκει.
Δεν θα επιμείνω, όμως. Θα κλείσω το σχολιασμό με ένα χαρακτηριστικό, νομίζω, παράθεμα: «Ο Στάλιν αποδίδει στον Τρότσκι την ιδέα ότι η επανάσταση στις αναπτυγμένες χώρες πρέπει ν’ αρχίσει «ταυτόχρονα» -μόλο που δεν μπορεί να σημειώσει ούτε μια λέξη του Τρότσκι που να στηρίζει αυτό τον ισχυρισμό» [1]. Και, ακόμη, «[μ]ια κι ο μανιχαϊκός ισχυρισμός ολοκληρώθηκε, έτσι ώστε όχι μόνο να διευκολύνει την επίθεση ενάντια στον Τρότσκι, αλλά επίσης ν’ αποκρύψει και το γεγονός πως η επίθεση αυτή κατευθυνόταν, στην πραγματικότητα, ενάντια στους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, ο Στάλιν συμπεραίνει: «Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η παγκόσμια θεωρία μιας ταυτόχρονης νίκης της επανάστασης στις κυριότερες χώρες της Ευρώπης, η θεωρία ότι η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα είναι ανέφικτη, αποδείχτηκε ότι είναι τεχνητή, όχι βιώσιμη θεωρία». Παγκόσμια θεωρία της ταυτόχρονης νίκης της επανάστασης δεν υπήρξε ποτέ. Και λοιπόν;
Τι θέλω να πώ, επομένως, σχετικά με τις προϋποθέσεις μιας καλόπιστης συζήτησης, στην οποία μας προσκαλεί ο Μπελαντής; Να απαντάμε, να επερωτούμε και να αντικρούουμε αυτό που όντως λέει ο «αντίπαλος. Αυτή είναι η πρώτη και κυριότερη από τις προϋποθέσεις. Ας έχουμε αυτό, κι όλα τα άλλα θα τα βρούμε.
____________
[1] Φερνάντο Κλαουντίν, Ο Στάλιν σαν ρεβιζιονιστής και τα όρια της κριτικής του Τρότσκι, στο: Το Διαρκές 1917, Αφιέρωμα του Red NoteBook στην Οκτωβριανή Επανάσταση, εκδ. ΚΨΜ, 2012, σελ. 106-116.
Αφού σημειώσω αρχικά πως η ανάλυση –οι καταφάσεις– του Μπελαντή είναι περίπου κοινός τόπος για το μεγάλο μέρος της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ –πράγμα που δεν ισχύει για τη μειοψηφία του, που είναι πολύ περισσότερο παραδοσιακά «αντιιμπεριαλιστική -αντιμονοπωλιακή»–, θα μείνω στις ερωτήσεις του, με τις οποίες τελειώνει το κείμενό του. Και θα δηλώσω προκαταβολικά πως αδυνατώ να καταλάβω ποιος είναι ο αποδέκτης των αποριών, που εκθέτει ο αρθρογράφος. Εξηγούμαι αμέσως.
Αναρωτιέται ο Δημήτρης Μπελαντής εάν είναι δυνατή ενδεχόμενη κοινωνική ανατροπή στην Ελλάδα «χωρίς κάποιου είδους σύγκρουση με την Ευρωζώνη». Αναρωτιέμαι, με τη σειρά μου, ρητορικά αν υπάρχει έστω κι ένας σύντροφος ή συντρόφισσα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Μια και το ερώτημα τέθηκε, ωστόσο, ας απαντήσω: όχι, λοιπόν, δεν είναι δυνατή η κοινωνική ανατροπή στην Ελλάδα χωρίς (όχι «κάποιου είδους», αλλά) μετωπική σύγκρουση με τις άρχουσες τάξεις και την πολιτική εξουσία της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλους τους τόνους επισημαίνει πως μια ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά θα σημάνει όχι την ομαλή εφαρμογή ενός καλού και ολοκληρωμένου προγράμματος, αλλά μια μεγάλη ρήξη. Εξού και η έμμονη επανάληψη πως, χωρίς την ευρύτατη εμπλοκή των ανθρώπων που θα στρατευθούν σε αυτήν την υπόθεση σε πολύ μεγάλους αριθμούς, χωρίς δηλαδή την συνειδητή απόρριψη της λογικής της ανάθεσης, το εγχείρημα είναι εξ υπαρχής καταδικασμένο. Εξού, ακόμη, η διεθνιστική εμμονή, η οποία συνάδει απολύτως με την κατανόηση πως, χωρίς την έμπρακτη συνδρομή των εργαζομένων της Ευρώπης, χωρίς τον συντονισμό των αγώνων πολύ πέρα από το εθνικοκρατικό επίπεδο, η ήττα είναι προδιαγεγραμμένη.
Αναρωτιέται, στη συνέχεια, ο Μπελαντής εάν μπορεί να υπάρξει αντιμνημονιακό πρόγραμμα ακόμη και αμιγώς ρεφορμιστικό, «που να είναι συμβατό με το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωζώνης, τα Σύμφωνα Σταθερότητας και το συσχετισμό που αυτά αποτυπώνουν». Και αναρωτιέμαι, εκ νέου, αν υπάρχει έστω κι ένας σύντροφος ή συντρόφισσα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ που να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Απαντώ, λοιπόν, σε αυτό το ερώτημα με ένα κατηγορηματικό όχι, μια και ο ΣΥΡΙΖΑ με σαφήνεια και παρρησία μιλάει για την αδήριτη, εκ των ων ουκ άνευ, ανάγκη για ριζική ανατροπή της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, για κατάργηση όλων των Συνθηκών και των Συμφώνων Σταθερότητας, Ανταγωνιστικότητας, Ανάπτυξης κ.λπ., στην κατεύθυνση της ριζικής επαναθεμελίωσης της ενοποιητικής διαδικασίας για μια Ενωμένη Ευρώπη κοινωνική, οικολογική, σοσιαλιστική. Και ακριβώς επειδή όλα αυτά δεν γίνονται χωρίς την ανατροπή του συσχετισμού που αποτυπώνουν, είναι δεδομένο πως απαιτείται μια έκρηξη των ταξικών αγώνων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο που θα τα κάνει μαχητά και εφικτά. Η επικράτηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο σπινθήρας για μια τέτοια διαδικασία. Ο τρόπος που θα πολιτευθεί θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις συνολικές εξελίξεις. Η επικράτηση μιας οποιασδήποτε ιδέας εθνικής αναδίπλωσης, όπως κι αν αμπαλαριστεί, είναι η βέβαιη οδός της απωλείας. Όποιος πιστεύει πως το ζήτημα της κοινωνικής ανατροπής στην Ελλάδα, άρα και στην Ευρώπη, θα παιχτεί με κεντρική αναφορά το εθνικό νόμισμα και τις «ωφέλειες», που αυτό φέρνει μαζί του, μάλλον υποτιμά βάναυσα την έννοια της κοινωνικής ανατροπής.
Το τελευταίο ερώτημα που θέτει ο Μπελαντής είναι και το πιο ενδιαφέρον γιατί, εκτός των άλλων έχει και μια πολύ βαρειά προϊστορία στο κομμουνιστικό κίνημα. Ρωτάει αν ο εργατικός διεθνισμός «θα οργανωθεί επί τη βάσει της αναμονής της «Μεγάλης Νύχτας στην Ευρωζώνη» ή της ενίσχυσης της εργατικής τάξης στους πιο αδύναμους κρίκους από την εργατική τάξη στους πιο ισχυρούς». Το ίδιο ερώτημα στο πλαίσιο της συζήτησης εντός του ΣΥΝ τα τελευταία τρία χρόνια τίθεται από το «Aριστερό Ρεύμα», υπονοώντας πως η πλειοψηφία του ΣΥΝ στοχεύει σε μια ταυτόχρονη ανατροπή σε ολόκληρη την Ευρώπη -«την ίδια μέρα (ή νύχτα;), ώρα και λεπτό», όπως σημείωσε κάποτε ένας σύντροφος του Ρεύματος. Και, προφανώς, ως που να γίνει αυτό, απλώς το αναμένει.
Δεν θα απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Δεν μπορώ να αποδεχτώ πως σύντροφοί μας μάς θεωρούν τόσο ανόητους, ώστε να υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο. Το τι πράγματι υποστηρίζουμε, άλλωστε, είναι γνωστό: βρίσκεται μέσα σε βιβλία, άρθρα, δημόσιες προφορικές παρεμβάσεις, βρίσκεται, κυρίως, μέσα στις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, μάλλον είναι πειστικό. Δεν θα ήταν λογικό, εξάλλου, να υποθέσουμε πως ένα 30% ή 35% του ελληνικού λαού κατάλαβε πως του προτείνουμε μια γλυκιά ρομαντική αναμονή της Μεγάλης Νύχτας και μας επιβράβευσε γι’ αυτό. Δεν στέκει.
Δεν θα επιμείνω, όμως. Θα κλείσω το σχολιασμό με ένα χαρακτηριστικό, νομίζω, παράθεμα: «Ο Στάλιν αποδίδει στον Τρότσκι την ιδέα ότι η επανάσταση στις αναπτυγμένες χώρες πρέπει ν’ αρχίσει «ταυτόχρονα» -μόλο που δεν μπορεί να σημειώσει ούτε μια λέξη του Τρότσκι που να στηρίζει αυτό τον ισχυρισμό» [1]. Και, ακόμη, «[μ]ια κι ο μανιχαϊκός ισχυρισμός ολοκληρώθηκε, έτσι ώστε όχι μόνο να διευκολύνει την επίθεση ενάντια στον Τρότσκι, αλλά επίσης ν’ αποκρύψει και το γεγονός πως η επίθεση αυτή κατευθυνόταν, στην πραγματικότητα, ενάντια στους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, ο Στάλιν συμπεραίνει: «Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η παγκόσμια θεωρία μιας ταυτόχρονης νίκης της επανάστασης στις κυριότερες χώρες της Ευρώπης, η θεωρία ότι η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα είναι ανέφικτη, αποδείχτηκε ότι είναι τεχνητή, όχι βιώσιμη θεωρία». Παγκόσμια θεωρία της ταυτόχρονης νίκης της επανάστασης δεν υπήρξε ποτέ. Και λοιπόν;
Τι θέλω να πώ, επομένως, σχετικά με τις προϋποθέσεις μιας καλόπιστης συζήτησης, στην οποία μας προσκαλεί ο Μπελαντής; Να απαντάμε, να επερωτούμε και να αντικρούουμε αυτό που όντως λέει ο «αντίπαλος. Αυτή είναι η πρώτη και κυριότερη από τις προϋποθέσεις. Ας έχουμε αυτό, κι όλα τα άλλα θα τα βρούμε.
____________
[1] Φερνάντο Κλαουντίν, Ο Στάλιν σαν ρεβιζιονιστής και τα όρια της κριτικής του Τρότσκι, στο: Το Διαρκές 1917, Αφιέρωμα του Red NoteBook στην Οκτωβριανή Επανάσταση, εκδ. ΚΨΜ, 2012, σελ. 106-116.
Μεγάλες Νύχτες, Δύσκολες Αυγές του Δημ. Μπελαντή
Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον τις κριτικές επισημάνσεις του συντρόφου Χρήστου Λάσκου σε σημείωμά μου στο Red Notebook
για την σχέση ιμπεριαλισμού, κυριαρχίας και ταξικής πάλης. Κατ’αρχήν,
θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίησή μου, που μια τόσο δραματική αλλά
και ενδιαφέρουσα στρατηγική συγκυρία επιτρέπει, επιτέλους, να
συζητήσουμε ανοιχτά, με στρατηγικά επιχειρήματα, με πλειοψηφίες και
μειοψηφίες, με πολιτικές συγκρούσεις για το ζήτημα της κοινωνικής
ανατροπής και του σοσιαλισμού/κομμουνισμού. Σπάει ένα ταμπού που για
πολλά χρόνια ταλάνισε τον ΣΥΡΙΖΑ, και σύμφωνα με το οποίο η γραμμή δεν
ήταν αποτέλεσμα διαβούλευσης, αλλά προϊόν ισορροπιών ανάμεσα σε
συνιστώσες, ηγετικές ομάδες και «σημαίνοντες ανένταχτους». Ας προσέξουμε
εδώ: όχι μόνο ανάμεσα στις «συνιστώσες της νυν Αριστερής Πλατφόρμας»,
αλλά ανάμεσα σε όλες ανεξαιρέτως τις συνιστώσες με προεξάρχοντα τον
Συνασπισμό.
Όσον αφορά τις θέσεις μου για τον «αναπτυγμένο» ελληνικό καπιταλισμό, τις υποστηρίζω πάγια εδώ και δεκαετίες χωρίς όμως, να τις θεωρώ και προαπαιτούμενο για την επίλυση όλων των πολιτικών προβλημάτων.
Για να έλθω, όμως, στην ουσία. Είναι θετικό το ότι συμφωνούμε στην ανάγκη μετωπικής σύγκρουσης με τους μηχανισμούς και τις δομές της ευρωζώνης -και, ας το προσθέσω, δεν είναι διόλου αυτονόητο. Η αναφορά μου στην «κάποια σύγκρουση» είχε, προφανώς, ρητορικό χαρακτήρα και μόνο.
Ας προχωρήσω, όμως, τον συλλογισμό: Όταν ο Χ.Λ. μιλά για «επαναθεμελίωση» της ενοποιητικής διαδικασίας, εννοεί μια κατάσταση δημοκρατικού μετασχηματισμού της ευρωζώνης και της Ε.Ε., μέσα από την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εργατικών κινημάτων και την κατάκτηση της κυβέρνησης στις χώρες της ευρωζώνης και της Ε.Ε. από την Αριστερά; Ή εννοεί μια διαδικασία «καταστροφής» και ανατροπής των δομών της ευρωζώνης και της Ε.Ε, θέση που εγώ βρίσκω ορθότερη; Θα προσθέσω ότι οι δομές της Ε.Ε., και ιδίως της ευρωζώνης (Σύμφωνα Σταθερότητας, Συνθήκες για ανταγωνισμό και απελευθέρωση αγορών από το Μάαστριχτ ως την Λισσαβόνα, αντεργατικά θεσμικά πλαίσια, αντιδημοκρατική δομή κλπ), δεν καταγράφουν μόνο έναν πολυετή ταξικό συσχετισμό δύναμης αλλά και τον αναπαράγουν κατά τρόπο διευρυμένο και μάλιστα με τρόπο σκληρυμένο, θωρακισμένο. Αυτό σημαίνει ότι εδώ δεν μπορεί να ισχύσει η πουλαντζιανή λογική του κράτους ως σχέση-πεδίο δυνάμεων και ταξικών συσχετισμών (που και αυτή τότε μόνο ευσταθεί, αν το αστικό κράτος κατανοηθεί ως πεδίο δυνάμεων με δομικό όριο, όριο μη σταδιακά μετασχηματίσιμο, βλ. και σε Π. Άντερσον «Οι αντινομιες του Αντόνιο Γκράμσι», Αθήνα 1979). Οι δομές αυτές δεν επιτρέπουν μείζονες μεταρρυθμίσεις, αν δε αυτές γίνουν δυνατές κάτω από την πίεση και την διεθνιστική αλληλεγγύη των λαών, τότε η ευρωζώνη και η Ε.Ε. θα μπουν σε μια πορεία διάλυσης ή απόσυρσης σε έναν σκληρό πυρήνα κρατών. Αυτή, λοιπόν, η ανατροπή της ευρωζώνης και της Ε.Ε. θα προκύψει πολύμορφα –μέσα από τον διαρκή συντονισμό των Ευρωπαίων εργαζομένων και των κοινωνικών κινημάτων, μέσα από την απόσπαση αδύναμων κρίκων κλπ. Το ποιο θα είναι το κυρίαρχο, ας το λύσουν οι μελλοντολόγοι. Το σημαντικό σημείο είναι το γεγονός ότι η Ευρώπη των εργαζομένων, της αυτοδιαχείρισης και του σοσιαλισμού δεν μπορεί να οικοδομηθεί με τα ίδια «θεσμικά εργαλεία» και δομές, όπως εκείνα που συγκροτούν την Ε.Ε. ως αστική-ιμπεριαλιστική συμμαχία και ως στρατηγείο της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης. Αυτή, άλλωστε, η άποψη δεν χαρακτήρισε ιστορικά τους εθνοσκεπτικιστές (οι οποίοι ενδιαφέρονταν μόνο για το ζήτημα της απώλειας κυριαρχίας) αλλά κυρίως κριτικούς μαρξιστές όπως ο Ν. Πουλαντζάς –και αυτό δεν το προβάλλω για να δώσω κύρος στην άποψή μου, αλλά επειδή το επιβάλλει η ιστορική αλήθεια.
Για να έλθω τώρα στο περίφημο ζήτημα του «αδύναμου κρίκου». Αυτό, κατά την γνώμη μου, αφορά το ζήτημα αν μπορεί να κατακτηθεί η πολιτική εξουσία (και όχι μόνο η διακυβέρνηση) σε μια ορισμένη καπιταλιστική χώρα, σε μια χώρα όπου συμπυκνώνονται οι οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις όχι μόνο μέσα στον εθνικό σχηματισμό αλλά και στο διεθνές πεδίο της ταξικής πάλης, όπου η συμπύκνωση αυτή δημιουργεί συνθήκες ενδοκρατικής ρήξης. Δεν αφορά το ζήτημα αν ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός μπορούν να οικοδομηθούν σε μια ορισμένη χώρα –πράγμα που δικαίως αρνούνταν ο Λένιν και ο Τρότσκι. Η διαμάχη Τρότσκι-Στάλιν μετά το 1923 –στην οποία και αναφέρεται ο Χ.Λ.– δεν αφορά το αν δικαίως έγινε η ρώσικη επανάσταση το 1917 χωρίς να περιμένουν οι Μπολσεβίκοι τους γερμανούς, τους γάλλους κομμουνιστές κλπ, αλλά το αν η ρώσικη επανάσταση μπορεί να επιζήσει μεσοπρόθεσμα και να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα χωρίς την επέκταση της επανάστασης και αλλού. Πράγματι, η κριτική του Στάλιν στον Τρότσκι ότι ήθελε την «ταυτόχρονη επανάσταση» ήταν στρεβλωτική της άποψής του. Αλλά ο Τρότσκι δεν αντέλεγε σε αυτό με το επιχείρημα ότι δεν έχει νόημα να σπάσουν χωριστά οι κρίκοι στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αντίθετα, κατήγγειλε τον Στάλιν ότι είχε μια πολιτική που εμπόδιζε την επιτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια σειρά από χώρες (Γερμανία, Κίνα, Ισπανία, Γαλλία), όπου προέκυπτε επαναστατική κατάσταση, και ότι έτσι καταδίκαζε την Σοβιετική Ένωση στην απομόνωση και στην αποτυχία. Η άποψη ότι οι «Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης» ως στόχος αποκλείουν την επαναστατική ρήξη σε εθνική κλίμακα δεν έχει καμία σχέση με τον τροτσκισμό (ο οποίος έχει άλλα προβλήματα, που δεν έχουν καμία σχέση με το προκείμενο).
Παρεμπιπτόντως, ο μόνος που κατήγγειλε τους Μπολσεβίκους για το ότι μονομερώς προχώρησαν στην επανάσταση σε μια «καθυστερημένη» χώρα από την σκοπιά των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ο «ορθόδοξος μαρξιστής» Καρλ Κάουτσκυ και όχι ο Τρότσκι, βεβαίως. Ο Κάουτσκι διεκδικούσε για την Γερμανια τα πρωτεία μιας κάποιας σοσιαλιστικής ρήξης. Πρόκειται για τον διάλογο ανάμεσα στο «Τρομοκρατία και κομμουνισμός» του Κάουτσκυ και το «Η προλεταριακή επανάσταση και ο απόστάτης Κάουτσκυ» του Λένιν. Ο Γκράμσι συνέχισε αυτήν την συζήτηση μιλώντας θαρραλέα για «επανάσταση ενάντια στο «Κεφάλαιο».
Αν τα παραπάνω είναι ισχυρά, τότε υπάρχουν όντως διαφωνίες με τον σ.Λάσκο. Κατ’ αρχήν, όμως, δεν είναι διαφωνίες ανάμεσα στο «εθνικό» και το «διεθνές» μέτωπο. Είναι διαφωνίες που αφορούν α) την δυνατότητα μετασχηματισμού της Ε.Ε. και της ευρωζώνης σε θετική κατεύθυνση και β) το αν υπάρχει όντως εναλλακτική λύση απέναντι στην προοπτική ρήξης με τον καπιταλισμό σε κλίμακα κοινωνικού σχηματισμού, ρήξης θεωρούμενης υπό την ηγεμονία της Αριστεράς και των εργαζομένων και όχι υπό την ηγεμονία της «εθνοαπομονωτικής» αστικής τάξης (η οποία σήμερα δεν φαίνεται να εκπροσωπείται σχεδόν από κανένα, ιδίως μετά την αποδυνάμωση των ΑΝΕΛ). Υπό αυτήν την έννοια, το ζήτημα του εθνικού νομίσματος δεν είναι αυτόνομο αλλά υποτάσσεται στους όρους μιας αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής πολιτικής κάτω από συνθήκες διεθνούς πίεσης και σύγκρουσης (με διακοπή χρηματοδότησης, οικονομικό πόλεμο, προβοκάτσιες κλπ). . Δεν είναι, όμως, και έλασσον, όπως φαίνεται να πιστεύουν πολλοί σύντροφοι/ισσες στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά , παραδόξως, και αυτό το ΚΚΕ. Το νόμισμα αντανακλά πολλά πράγματα, διαφορές ανταγωνιστικότητας και κυριαρχίας, δυνατότητες οικονομικής πολιτικής, πολιτικούς συσχετισμούς, πολιτιστικές αναπαραστάσεις).Το ζήτημα του εναλλακτικού σχεδίου εκτός του ευρώ είναι πολύ υπαρκτό όχι γιατί από εμπάθεια ή ταξικό φθόνο ή από αφόρητο εθνικισμό κάποιοι/ες γίναμε ξαφνικά αντιευρωπαίοι αλλά επειδή η εθνική και η διεθνής αστική τάξη σκέφτονται πρωτίστως πολιτικά και δευτερευόντως με βάση το οικονομικό κόστος. Αποφασίζουν ως «κυρίαρχος» και διαλέγουν τον τρόπο αντιμετώπισης του «εχθρού» τους, καθώς διαθέτουν κάθε λογής δικό τους εναλλακτικό σχέδιο. Στην περίπτωση αυτήν , εμείς τι θα κάνουμε ; Θα μείνουμε σταθεροί στις θέσεις μας και στις πρακτικές μας ή θα περιμένουμε τους Κάουτσκυ του καιρού μας (σχόλιο που δηλώνει απλά μια κατάσταση «διεθνιστικής» αμηχανίας και όχι κάποιον ξενόφοβο αντιγερμανισμό, άλλωστε η γερμανική ριζοσπαστική παιδεία μας είναι πάντοτε απολύτως απαραίτητη).
Τέλος, το ευρώ δεν είναι απλώς ένα νόμισμα. Είναι η εθνική αφήγηση του αστισμού μας από το 2001, ενώ η Ενωμένη Καπιταλιστική Ευρώπη είναι η αντίστοιχη εθνική αφήγηση του αστισμού μας από το 1981, η ένταξη στην οικογένεια των «ισχυρών καπιταλισμών», παρά τις εσωτερικές ανισότητες και ανισομέρειες. Αντανακλά ένα ταξικό όριο, ένα «κατώφλι» που εσύ, ο εργάτης, και τα κοινωνικά και εργασιακά σου δικαιώματα απαγορεύεται να το διαβείς. Θυμίζει το παλιό ταξικό όριο της «δημοκρατίας». Αν έβαζες το ζήτημα της ρήξης, της ριζικής κριτικής του καπιταλισμού, γινόσουν «ολοκληρωτικός», «σταλινικός», εκτός δημοκρατικού φάσματος, εκτός συνταγματικού τόξου, στην Αριστερά «εκτός δημοκρατικού δρόμου» κλπ. Μια τέτοια συμβολική αναπαράσταση συμβαίνει και με το ευρώ. Αν δεχτούμε ότι υπάρχει αυστηρά και μόνο το Plan A, στην πράξη αποδεχόμαστε το συμβολικό ταξικό όριο. Αυτό είναι το ζήτημα και κανένα άλλο. Αν συμφωνούσαμε σε αυτό επί της ουσίας, στο ότι δηλαδή δεν υπάρχει κανένα ταξικό όριο ανάμεσα στην στρατηγική μας και την πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να μείνουμε στο «καμία θυσία για το ευρώ» και σε τίποτε άλλο. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος ότι συμφωνούμε.
Όσον αφορά τις θέσεις μου για τον «αναπτυγμένο» ελληνικό καπιταλισμό, τις υποστηρίζω πάγια εδώ και δεκαετίες χωρίς όμως, να τις θεωρώ και προαπαιτούμενο για την επίλυση όλων των πολιτικών προβλημάτων.
Για να έλθω, όμως, στην ουσία. Είναι θετικό το ότι συμφωνούμε στην ανάγκη μετωπικής σύγκρουσης με τους μηχανισμούς και τις δομές της ευρωζώνης -και, ας το προσθέσω, δεν είναι διόλου αυτονόητο. Η αναφορά μου στην «κάποια σύγκρουση» είχε, προφανώς, ρητορικό χαρακτήρα και μόνο.
Ας προχωρήσω, όμως, τον συλλογισμό: Όταν ο Χ.Λ. μιλά για «επαναθεμελίωση» της ενοποιητικής διαδικασίας, εννοεί μια κατάσταση δημοκρατικού μετασχηματισμού της ευρωζώνης και της Ε.Ε., μέσα από την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εργατικών κινημάτων και την κατάκτηση της κυβέρνησης στις χώρες της ευρωζώνης και της Ε.Ε. από την Αριστερά; Ή εννοεί μια διαδικασία «καταστροφής» και ανατροπής των δομών της ευρωζώνης και της Ε.Ε, θέση που εγώ βρίσκω ορθότερη; Θα προσθέσω ότι οι δομές της Ε.Ε., και ιδίως της ευρωζώνης (Σύμφωνα Σταθερότητας, Συνθήκες για ανταγωνισμό και απελευθέρωση αγορών από το Μάαστριχτ ως την Λισσαβόνα, αντεργατικά θεσμικά πλαίσια, αντιδημοκρατική δομή κλπ), δεν καταγράφουν μόνο έναν πολυετή ταξικό συσχετισμό δύναμης αλλά και τον αναπαράγουν κατά τρόπο διευρυμένο και μάλιστα με τρόπο σκληρυμένο, θωρακισμένο. Αυτό σημαίνει ότι εδώ δεν μπορεί να ισχύσει η πουλαντζιανή λογική του κράτους ως σχέση-πεδίο δυνάμεων και ταξικών συσχετισμών (που και αυτή τότε μόνο ευσταθεί, αν το αστικό κράτος κατανοηθεί ως πεδίο δυνάμεων με δομικό όριο, όριο μη σταδιακά μετασχηματίσιμο, βλ. και σε Π. Άντερσον «Οι αντινομιες του Αντόνιο Γκράμσι», Αθήνα 1979). Οι δομές αυτές δεν επιτρέπουν μείζονες μεταρρυθμίσεις, αν δε αυτές γίνουν δυνατές κάτω από την πίεση και την διεθνιστική αλληλεγγύη των λαών, τότε η ευρωζώνη και η Ε.Ε. θα μπουν σε μια πορεία διάλυσης ή απόσυρσης σε έναν σκληρό πυρήνα κρατών. Αυτή, λοιπόν, η ανατροπή της ευρωζώνης και της Ε.Ε. θα προκύψει πολύμορφα –μέσα από τον διαρκή συντονισμό των Ευρωπαίων εργαζομένων και των κοινωνικών κινημάτων, μέσα από την απόσπαση αδύναμων κρίκων κλπ. Το ποιο θα είναι το κυρίαρχο, ας το λύσουν οι μελλοντολόγοι. Το σημαντικό σημείο είναι το γεγονός ότι η Ευρώπη των εργαζομένων, της αυτοδιαχείρισης και του σοσιαλισμού δεν μπορεί να οικοδομηθεί με τα ίδια «θεσμικά εργαλεία» και δομές, όπως εκείνα που συγκροτούν την Ε.Ε. ως αστική-ιμπεριαλιστική συμμαχία και ως στρατηγείο της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης. Αυτή, άλλωστε, η άποψη δεν χαρακτήρισε ιστορικά τους εθνοσκεπτικιστές (οι οποίοι ενδιαφέρονταν μόνο για το ζήτημα της απώλειας κυριαρχίας) αλλά κυρίως κριτικούς μαρξιστές όπως ο Ν. Πουλαντζάς –και αυτό δεν το προβάλλω για να δώσω κύρος στην άποψή μου, αλλά επειδή το επιβάλλει η ιστορική αλήθεια.
Για να έλθω τώρα στο περίφημο ζήτημα του «αδύναμου κρίκου». Αυτό, κατά την γνώμη μου, αφορά το ζήτημα αν μπορεί να κατακτηθεί η πολιτική εξουσία (και όχι μόνο η διακυβέρνηση) σε μια ορισμένη καπιταλιστική χώρα, σε μια χώρα όπου συμπυκνώνονται οι οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις όχι μόνο μέσα στον εθνικό σχηματισμό αλλά και στο διεθνές πεδίο της ταξικής πάλης, όπου η συμπύκνωση αυτή δημιουργεί συνθήκες ενδοκρατικής ρήξης. Δεν αφορά το ζήτημα αν ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός μπορούν να οικοδομηθούν σε μια ορισμένη χώρα –πράγμα που δικαίως αρνούνταν ο Λένιν και ο Τρότσκι. Η διαμάχη Τρότσκι-Στάλιν μετά το 1923 –στην οποία και αναφέρεται ο Χ.Λ.– δεν αφορά το αν δικαίως έγινε η ρώσικη επανάσταση το 1917 χωρίς να περιμένουν οι Μπολσεβίκοι τους γερμανούς, τους γάλλους κομμουνιστές κλπ, αλλά το αν η ρώσικη επανάσταση μπορεί να επιζήσει μεσοπρόθεσμα και να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα χωρίς την επέκταση της επανάστασης και αλλού. Πράγματι, η κριτική του Στάλιν στον Τρότσκι ότι ήθελε την «ταυτόχρονη επανάσταση» ήταν στρεβλωτική της άποψής του. Αλλά ο Τρότσκι δεν αντέλεγε σε αυτό με το επιχείρημα ότι δεν έχει νόημα να σπάσουν χωριστά οι κρίκοι στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αντίθετα, κατήγγειλε τον Στάλιν ότι είχε μια πολιτική που εμπόδιζε την επιτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια σειρά από χώρες (Γερμανία, Κίνα, Ισπανία, Γαλλία), όπου προέκυπτε επαναστατική κατάσταση, και ότι έτσι καταδίκαζε την Σοβιετική Ένωση στην απομόνωση και στην αποτυχία. Η άποψη ότι οι «Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης» ως στόχος αποκλείουν την επαναστατική ρήξη σε εθνική κλίμακα δεν έχει καμία σχέση με τον τροτσκισμό (ο οποίος έχει άλλα προβλήματα, που δεν έχουν καμία σχέση με το προκείμενο).
Παρεμπιπτόντως, ο μόνος που κατήγγειλε τους Μπολσεβίκους για το ότι μονομερώς προχώρησαν στην επανάσταση σε μια «καθυστερημένη» χώρα από την σκοπιά των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ο «ορθόδοξος μαρξιστής» Καρλ Κάουτσκυ και όχι ο Τρότσκι, βεβαίως. Ο Κάουτσκι διεκδικούσε για την Γερμανια τα πρωτεία μιας κάποιας σοσιαλιστικής ρήξης. Πρόκειται για τον διάλογο ανάμεσα στο «Τρομοκρατία και κομμουνισμός» του Κάουτσκυ και το «Η προλεταριακή επανάσταση και ο απόστάτης Κάουτσκυ» του Λένιν. Ο Γκράμσι συνέχισε αυτήν την συζήτηση μιλώντας θαρραλέα για «επανάσταση ενάντια στο «Κεφάλαιο».
Αν τα παραπάνω είναι ισχυρά, τότε υπάρχουν όντως διαφωνίες με τον σ.Λάσκο. Κατ’ αρχήν, όμως, δεν είναι διαφωνίες ανάμεσα στο «εθνικό» και το «διεθνές» μέτωπο. Είναι διαφωνίες που αφορούν α) την δυνατότητα μετασχηματισμού της Ε.Ε. και της ευρωζώνης σε θετική κατεύθυνση και β) το αν υπάρχει όντως εναλλακτική λύση απέναντι στην προοπτική ρήξης με τον καπιταλισμό σε κλίμακα κοινωνικού σχηματισμού, ρήξης θεωρούμενης υπό την ηγεμονία της Αριστεράς και των εργαζομένων και όχι υπό την ηγεμονία της «εθνοαπομονωτικής» αστικής τάξης (η οποία σήμερα δεν φαίνεται να εκπροσωπείται σχεδόν από κανένα, ιδίως μετά την αποδυνάμωση των ΑΝΕΛ). Υπό αυτήν την έννοια, το ζήτημα του εθνικού νομίσματος δεν είναι αυτόνομο αλλά υποτάσσεται στους όρους μιας αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής πολιτικής κάτω από συνθήκες διεθνούς πίεσης και σύγκρουσης (με διακοπή χρηματοδότησης, οικονομικό πόλεμο, προβοκάτσιες κλπ). . Δεν είναι, όμως, και έλασσον, όπως φαίνεται να πιστεύουν πολλοί σύντροφοι/ισσες στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά , παραδόξως, και αυτό το ΚΚΕ. Το νόμισμα αντανακλά πολλά πράγματα, διαφορές ανταγωνιστικότητας και κυριαρχίας, δυνατότητες οικονομικής πολιτικής, πολιτικούς συσχετισμούς, πολιτιστικές αναπαραστάσεις).Το ζήτημα του εναλλακτικού σχεδίου εκτός του ευρώ είναι πολύ υπαρκτό όχι γιατί από εμπάθεια ή ταξικό φθόνο ή από αφόρητο εθνικισμό κάποιοι/ες γίναμε ξαφνικά αντιευρωπαίοι αλλά επειδή η εθνική και η διεθνής αστική τάξη σκέφτονται πρωτίστως πολιτικά και δευτερευόντως με βάση το οικονομικό κόστος. Αποφασίζουν ως «κυρίαρχος» και διαλέγουν τον τρόπο αντιμετώπισης του «εχθρού» τους, καθώς διαθέτουν κάθε λογής δικό τους εναλλακτικό σχέδιο. Στην περίπτωση αυτήν , εμείς τι θα κάνουμε ; Θα μείνουμε σταθεροί στις θέσεις μας και στις πρακτικές μας ή θα περιμένουμε τους Κάουτσκυ του καιρού μας (σχόλιο που δηλώνει απλά μια κατάσταση «διεθνιστικής» αμηχανίας και όχι κάποιον ξενόφοβο αντιγερμανισμό, άλλωστε η γερμανική ριζοσπαστική παιδεία μας είναι πάντοτε απολύτως απαραίτητη).
Τέλος, το ευρώ δεν είναι απλώς ένα νόμισμα. Είναι η εθνική αφήγηση του αστισμού μας από το 2001, ενώ η Ενωμένη Καπιταλιστική Ευρώπη είναι η αντίστοιχη εθνική αφήγηση του αστισμού μας από το 1981, η ένταξη στην οικογένεια των «ισχυρών καπιταλισμών», παρά τις εσωτερικές ανισότητες και ανισομέρειες. Αντανακλά ένα ταξικό όριο, ένα «κατώφλι» που εσύ, ο εργάτης, και τα κοινωνικά και εργασιακά σου δικαιώματα απαγορεύεται να το διαβείς. Θυμίζει το παλιό ταξικό όριο της «δημοκρατίας». Αν έβαζες το ζήτημα της ρήξης, της ριζικής κριτικής του καπιταλισμού, γινόσουν «ολοκληρωτικός», «σταλινικός», εκτός δημοκρατικού φάσματος, εκτός συνταγματικού τόξου, στην Αριστερά «εκτός δημοκρατικού δρόμου» κλπ. Μια τέτοια συμβολική αναπαράσταση συμβαίνει και με το ευρώ. Αν δεχτούμε ότι υπάρχει αυστηρά και μόνο το Plan A, στην πράξη αποδεχόμαστε το συμβολικό ταξικό όριο. Αυτό είναι το ζήτημα και κανένα άλλο. Αν συμφωνούσαμε σε αυτό επί της ουσίας, στο ότι δηλαδή δεν υπάρχει κανένα ταξικό όριο ανάμεσα στην στρατηγική μας και την πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να μείνουμε στο «καμία θυσία για το ευρώ» και σε τίποτε άλλο. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος ότι συμφωνούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου