Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Ο αρχέγονος βράχος



Τάσης Παπαϊωάννου, Βράχια (Λαδοπαστέλ σε χαρτί)
Ο αρχέγονος βράχος
ART - ΝΕΑ 22.07.24 17:54Τάσης Παπαϊωάννου*

Οβράχος στέκεται αντίκρι, αγέρωχος μέσα στην απόλυτη σκληρότητά του. Πλευρές κοφτερές, τεθλασμένες, ακανόνιστες, τραχιές, που κρυσταλλώθηκαν κάποια στιγμή μέσα στην τυχαιότητα του κόσμου. Φέρνει κάτι από την παγωμένη απεραντότητα ενός παρελθόντος αρχέγονου, έτσι όπως στέκει εκεί αδυσώπητος, να υπενθυμίζει την αιωνιότητα απέναντι στη θνητότητα της ζωής. Ενα υποβλητικό γλυπτό της φύσης, ένα μαγικό τοτέμ που συμβολίζει το πεπερασμένο, απέναντι στο αέναα μεταβαλλόμενο.

Τις σχεδόν κατακόρυφες πλευρές του διατρέχουν αλλού λευκές και αλλού σκουρόχρωμες γραμμές, σαν άλλες φλέβες σε κορμί υπερφυσικού ζώου. Σε κάποια σημεία έχει το κόκκινο χρώμα της σκουριάς που εναλλάσσεται με τις πάμπολλες αποχρώσεις του γκρι. Το φως, πέφτοντας πάνω τους, αναδεικνύει μέσα από τις φωτοσκιάσεις και τα παιχνιδίσματά του τις εσοχές και τις εξοχές, τις μυτερές εξάρσεις, τις μικρές μαύρες σπηλιές που φαντάζουν μυστηριώδεις και απειλητικές. Πάνω σ’ αυτή τη σταχτιά γυμνότητα, μέσα από μια απίθανη κόγχη, κρέμεται στο κενό, σε πείσμα της βαρύτητας, μια κάππαρη. Μια πράσινη πινελιά πάνω σε φαιόλευκο φόντο. Τα φύλλα της κουνιούνται με τον αέρα κι από μακριά μοιάζει να ζωντανεύει εκεί ψηλά και να χαιρετά τον κόσμο από το λημέρι της.

Χαμηλώνεις το βλέμμα μέχρι κάτω στη βάση του βράχου που αναδύεται μέσα από τη θάλασσα. Εκεί η επιφάνειά του μαυρίζει και η άσπρη γραμμή των κυμάτων τη διαχωρίζει από το βαθύ ultramarine του νερού. Δεξιά, απλώνεται στο βάθος η απεραντοσύνη του πελαγίσιου μπλε που χάνεται στον ορίζοντα και, αριστερά, άλλα μικρότερα βράχια συνεχίζουν να διαμορφώνουν την κρημνώδη πλαγιά. Μετά κάπως ημερεύει ο βραχότοπος. Ξερολιθιές διατρέχουν το μέρος, χτισμένες η μια λίγο πάνω από την άλλη, παράλληλες γραμμές που δίνουν μέτρο και ρυθμό στην ακανόνιστη μορφή του τοπίου. Κατά τόπους, πράσινες κουκκίδες, άλλες εδώ κι άλλες εκεί, οι σκίνοι, πλαγιάζουν πλάι τους και μοιάζουν σαν να έρπουν πάνω στο χώμα και στις πέτρες, έτσι όπως πασχίζουν να προστατευτούν από το ανελέητο σφυροκόπημα του αέρα. Πού και πού, ξεμυτάνε μερικές αγριελιές με το χαρακτηριστικό γκριζοπράσινο χρώμα τους που ασημίζει όμορφα καθώς φυσάει το μελτέμι, ενώ ανάμεσά τους μια καταπονημένη συκιά παλεύει να σταθεί κι αυτή όρθια.

Ακολουθείς με το βλέμμα σου τις επάλληλες πεζούλες καθώς σκαρφαλώνουν ψηλά μέχρι την κορυφογραμμή της βουνοπλαγιάς, μέχρι εκεί που η ράχη της συναντά τον γκριζογάλανο ουρανό. Στη μύτη, πάνω πάνω, μια άσπρη κουκκίδα ξεχωρίζει ένας Προφήτης Ηλίας. Σημείο αναφοράς και προσανατολισμού, ένα τοπόσημο που ξεχωρίζει χρωματικά με την αντιστικτική παρουσία του λευκού πάνω στα γκρίζα βράχια. Ολο το έδαφος ολόγυρα είναι διάστικτο από σκληρούς θάμνους: θυμάρια, φασκόμηλα, ασπάλαθοι, φλόμοι που συμπληρώνουν αρμονικά τα χρώματα της γης και είναι στιγμές που από μακριά μπερδεύεσαι για το ποια είναι η πέτρα και ποιος ο θάμνος. Λίγο παρακάτω διακρίνεις το μονοπάτι. Μια φιδίσια γραμμή που κατηφορίζει προς τη θάλασσα και καταλήγει σε μια μικρή παραλία με κατάλευκα βότσαλα που λαμπυρίζουν στον ήλιο, καθώς πέφτουν πάνω τους τα κύματα. Δυο τρία αλμυρίκια γέρνουν τα κλαδιά τους, δημιουργώντας μια σκιερή περιοχή, τη μόνη μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού.

Μια απόλυτη ησυχία βασιλεύει και μόνο το αεράκι σπάει τη σιωπή, καθώς σιγοσφυρίζει καθώς περνάει ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων και των θάμνων. Κάθε τόσο ένα κρώξιμο κόρακα ακούγεται από μακριά και σαν αντίλαλος αντηχούν οι φωνές των γλάρων από την πλευρά της θάλασσας. Μετά πάλι ησυχία. Σε γαληνεύει η ηρεμία που επικρατεί γύρω σου. Στέκεσαι σ’ αυτόν τον πανάρχαιο καταγωγικό τόπο, ο οποίος έρχεται από τόσο μακριά και θα συνεχίσει να βρίσκεται εκεί, για τόσους αιώνες ακόμη. Φαντάζεσαι πως τον περπάτησαν, τον καλλιέργησαν, τον φρόντισαν, τον έζησαν πριν από σένα τόσοι και τόσοι άνθρωποι, αλλά και τόσοι άλλοι που θα βρεθούν εδώ στο μέλλον, στην ίδια ακριβώς θέση που βρίσκεσαι κι εσύ τώρα. Θες δεν θες, συνειδητοποιείς το απειροελάχιστο είναι της ύπαρξής σου. Τη στιγμή αυτή που κύλησε κιόλας μέσα στο διάβα του χρόνου, το παρόν που έφυγε τόσο γρήγορα κι έγινε ήδη παρελθόν.

Ξαναγυρνάς το βλέμμα σου στον ήσυχο ερημικό τόπο. Στον βράχο που στέκει πάντα όρθιος, σαν να μαρμάρωσε μόλις τώρα σε κείνη την άκρη, στην πλαγιά που ανηφορίζει φτάνοντας στην κορφή, στη θάλασσα που αφρίζει κάτω χαμηλά. Εστιάζεις στις μικρές λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία του όμορφου κυκλαδίτικου τοπίου που απλώνεται μπροστά σου. Προσπαθείς να κρατήσεις τη στιγμιαία εικόνα ζωντανή στη μνήμη σου, για να μην καταφέρει ποτέ να στην κλέψει η λήθη. Αλλωστε δεν λένε πως είμαστε οι στιγμές που θυμόμαστε;

*Αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Ο Μίλτος το πάει τέρμα!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου