Για να απαντηθεί το ερώτημα είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με σημαντικούς προσδιορισμούς όπως ο γεωγραφικός χώρος αναφοράς, το σύστημα και οι μηχανισμοί που διέπουν την παραγωγή ενέργειας, οι στόχοι πολιτικής που (κάθε φορά) καθορίζονται.
α) Ο γεωγραφικός χώρος αναφοράς
Ο ορισμός της χώρα μας –ή και άλλης χώρας- ως γεωγραφικού χώρου δεν αρκεί. Θα πρέπει να ορίσουμε και το τι θέλουμε να επιτύχουμε. Επάρκεια και ασφάλεια για τη χώρα; Συμμετοχή στους στόχους της Ευρώπης για την ενεργειακή μετάβαση; Συμμετοχή στους παγκόσμιους στόχους για το κλίμα; Και η συμμετοχή αυτή θα είναι αναλογική ή οι «φιλοδοξίες» της εκάστοτε κυβέρνησης θα προσαρμόζονται στις πιέσεις που ασκούνται από ισχυρούς επιχειρηματικούς και πολιτικούς παράγοντες και «δεξαμενές σκέψης» που διαμορφώνουν την ενεργειακή πολιτική;
Ως χώρα – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμως, η χώρα μας μετέχει στην ευρωπαϊκή πολιτική της «ενεργειακής μετάβασης», που με τη σειρά της εμπεριέχει την «ενεργειακή ένωση» που περιλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και τρίτες χώρες. Με την «ενεργειακή ένωση» τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι διευρωπαϊκά, το ίδιο και οι ρυθμιστικές αρχές όπως και τα χρηματιστήρια. Δημιουργείται σταδιακά μια ενιαία αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με προοπτική να μπορεί καθένας να αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια από οποιοδήποτε προμηθευτή της ίδιας ή άλλης χώρας. Ήδη η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας για τις ανάγκες του κτιρίου της ΡΑΕ για δώδεκα (12) μήνες.[1] β) Το σύστημα και οι μηχανισμοί που διέπουν την παραγωγή ενέργειας
Στην «απελευθερωμένη» αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οι μονάδες παραγωγής είναι ιδιωτικές. Είναι μεν μια αγορά όπου αφθονούν οι ρυθμίσεις και οι «ανεξάρτητες» αρχές, αλλά κυριαρχούν οι όροι και οι αρχές λειτουργίας της «ελεύθερης» αγοράς. Επομένως το ερώτημα «πόσα ενεργειακά έργα χρειαζόμαστε» δεν τίθεται καν αλλά εξαρτάται από έναν αόριστο μελλοντικό ορίζοντα κορεσμού της αγοράς. Όπως , όμως, συμβαίνει και σε πολλούς άλλους τομείς παραγωγής, ο ορίζοντας αυτός μπορεί να μετατίθεται διαρκώς μέσα από ένα μηχανισμό δημιουργίας «αναγκών» και «ανταπόκρισης» της αγοράς με νέα προϊόντα που απαξιώνουν τα αμέσως προηγούμενα που συνδέεται με διαδοχικές αναδιαρθρώσεις της αγοράς.
Η αγορά ενέργειας, πέρα από διακρατικά δίκτυα μεταφοράς ενέργειας, προσφέρει και διάφορα «εργαλεία» όπως για παράδειγμα, την πλατφόρμα Union Renewable Development Platform (URDP) που προβλέπεται από την Οδηγία 2018/2001 και επιτρέπει τη στατιστική μεταβίβαση «πράσινης» ενέργειας μεταξύ χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με το «εργαλείο» αυτό χώρες που έχουν καλύψει τους στόχους που έχουν καθορίσει στα πλαίσια της «ενεργειακής μετάβασης», μπορούν να «φιλοξενήσουν» μονάδες ΑΠΕ άλλων χωρών που δεν τους έχουν καλύψει. Ειδικότερα για έργα που θα υλοποιούνται σε μία χώρα υποδοχής, το 80% της ισχύος τους θα προσμετράται στον εθνικό στόχο της χώρας που θα ενδιαφέρεται να τα χρηματοδοτήσει.
Η χώρα μας το 2022 δεν δήλωσε συμμετοχή στον μηχανισμό ως χώρα υποδοχής ΑΠΕ, σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, ωστόσο «Σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη του ΥΠΕΝ η απόφαση μη συμμετοχής στη δεδομένη συγκυρία δεν σημαίνει πως η χώρα μας δεν υποστηρίζει τον μηχανισμό. Απλά θεωρεί ότι, στην αρχή της δεκαετίας αναφοράς που βρισκόμαστε, προτεραιότητα είναι να διασφαλισθεί η επίτευξη των εθνικών μας στόχων».[2] Αυτό σημαίνει ότι τίποτε δεν αποκλείει να δούμε αύριο τη χώρα μας να εφαρμόζει και αυτόν τον μηχανισμό. Η κυρίαρχη πολιτική του «ενεργειακού κόμβου» που δεν αμφισβητείται σοβαρά από καμιά πολιτική δύναμη στη χώρα μας, θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε περισσότερες παραχωρήσεις τέτοιου είδους. γ) Οι στόχοι πολιτικής που (κάθε φορά) καθορίζονται
«Θέλουμε να γίνουμε καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Θέλουμε να συμβάλλουμε στη μεταφορά ενέργειας και υδρογόνου από τη βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη. Συζητάμε με την Αίγυπτο για την κατασκευή καλωδίου 3 GW για τη μεταφορά φτηνής ηλεκτρικής ενέργειας από τη βόρειο Αφρική στην Ευρώπη, που θα παράγεται από τον ήλιο. Στόχος μας είναι να βρεθούμε στο κέντρο ενός νέου διαδρόμου που θα επαναχαράξει τον ενεργειακό χάρτη στην Ευρώπη.».[3]
Αυτά κι άλλα πολλά είπε ο πρωθυπουργός στη Σύνοδο της 27ης Διάσκεψης των Μερών της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP27), αλλά αντιδράσεις για τις δηλώσεις αυτές δεν είδαμε ούτε από το πολιτικό προσωπικό, ούτε από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Θέλουμε να γίνει η χώρα μας εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας;
Και πόσα ενεργειακά έργα θα «χρειαστούμε» σε μια τέτοια περίπτωση;
Η ενεργειακή αγορά μοιάζει με κινούμενη άμμο. Επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες και διαμορφώνεται στην διαδρομή της. Κάθε μέρα αναδεικνύονται εμπόδια για τους σχεδιασμούς της προηγούμενης μέρας. Κάθε μέρα αυξάνονται οι στόχοι για τις μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μαζί τους αυξάνονται οι μονάδες συμβατικών τεχνολογιών και πυρηνικών μονάδων. Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο, όλες οι χώρες, δηλαδή όλα τα ενεργειακά συμφέροντα που εκπροσωπούν, φιλοδοξούν να γίνουν εξαγωγείς ενέργειας. Είναι δυνατόν, στο τέλος της διαδρομής να τα έχουν καταφέρει όλες; Προφανώς όχι!
Και ποιο θα είναι το τίμημα για τις χώρες που απέτυχαν, έχοντας ήδη παραχωρήσει γη και ύδωρ, έχοντας καταστρέψει τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό, το περιβάλλον και τις προοπτικές τους;
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», φύλλο 615,
03 Δεκεμβρίου 2022.