Στοιχεία από τον Αργύρη Μπακιρτζή, κείμενα της Δήμητρας Μυρίλλα, από άρθρο στο enet.gr
«Οταν το 1982 μας ζήτησαν από τα «Δημήτρια» να συμμετάσχουμε στο φεστιβάλ με τους «Χειμερινούς Κολυμβητές», δεχτήκαμε, με τη συμφωνία η συναυλία να γίνει στο Αλκαζάρ. Πράγματι παίξαμε και μετά ο κινηματογράφος συνέχισε το πρόγραμμά του με μια ταινία».
Αυτά μας τα διηγείται ο Αργύρης Μπακιρτζής, που εκτός από τραγουδοποιός είναι αρχιτέκτονας της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΤ. Στην καριέρα του μάλιστα αντιμετώπισε πολλές φορές την πρόκληση της αναστήλωσης ενός οθωμανικού τζαμιού.
«Ηταν η πρώτη φορά που το Αλκαζάρ εντάχθηκε με έναν άλλον τρόπο στη ζωή της πόλης και μάλλον το έναυσμα για να αρχίσουν αργότερα τα προγράμματα αποκατάστασης του μνημείου» επισημαίνει. Και προσθέτει: «Εάν ένα χριστιανικό μνημείο σε μη ελληνικό έδαφος μετατρεπόταν σε σινέ-πορνό, αντιλαμβάνεστε ότι θα ήταν μέγα θέμα». Σκεφθείτε δε ότι το εν λόγω τζαμί, σύμφωνα με την κτητορική του επιγραφή είναι ο αρχαιότερος ισλαμικός ευκτήριος οίκος που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη (1467-8).
Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια η φροντίδα των οθωμανικών μνημείων από το ελληνικό κράτος, αλλά και η μελέτη τους, αποκτά πιο τακτικό και συστηματικό χαρακτήρα. Η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση δύο συλλογικών τόμων για τα οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα αποδεικνύει αυτή την αλλαγή. Το 2008 κυκλοφόρησε η έκδοση της εταιρείας Αίμος «Η συντήρηση και αποκατάσταση των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα», με επιμέλεια της αν. καθηγήτριας αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ Αιμιλίας Στεφανίδου, και το 2009 ο τόμος του υπουργείου Πολιτισμού «Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα».
Η πρόσφατη έγκριση από το ΚΑΣ της μελέτης που υπογράφει ο Α. Μπακιρτζής για την αποκατάσταση του τζαμιού Μεχμέτ Τσελεμπί στο Διδυμότειχο, ένα από τα παλαιότερα (χτίστηκε το 1421) και μεγαλύτερα οθωμανικά τεμένη της Ευρώπης, που βρισκόταν σε χρόνια εγκατάλειψη, ήρθε να προσθέσει ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ.
Την ίδια χρονική περίοδο πληθαίνουν οι φωνές που ζητάνε την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα για την τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων της μουσουλμανικής κοινότητας. Και μπορεί τα δύο γεγονότα να μη συσχετίζονται άμεσα, αφού ένα τζαμί που αναστηλώνεται δεν μπορεί να παραχωρηθεί ως χώρος προσευχής, εφ’ όσον είναι πια διατηρητέο μνημείο, αλλά αναδεικνύουν εύγλωττα τη ανάγκη της διαπολιτισμικής αποδοχής, αναγνώρισης και συνεννόησης.
Αργησαν οι αναστηλώσεις
Είναι αλήθεια ότι, αν και τα οθωμανικά μνημεία αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, αυτό άργησε να γίνει αποδεκτό, και κοινωνικά, και ως κρατική πολιτική. Βέβαια, επίσημα οι καταγραφές και κηρύξεις τέτοιων κτισμάτων ως μνημείων ξεκίνησαν από τη δεκαετία του ’20. Αλλά στην πράξη πολλά εγκαταλείπονταν στη φθορά, άλλα γκρεμίζονταν και άλλα δέχονταν μη συμβατές χρήσεις. Εντούτοις πολλές καταγραφές και αποτυπώσεις οφείλονται στον Αναστάσιο Ορλάνδο, ο οποίος, ώς διευθυντής Αναστήλωσης από το 1916 ως το 1958, κατέγραψε τον μνημειακό πλούτο σε όλη την Ελλάδα και φυσικά και τον οθωμανικό.
Επειδή, όμως, τα πιο εμβληματικά είναι τα θρησκευτικά μνημεία, εκεί καταγράφονται και οι μεγαλύτερες καταστροφές. Η Αιμιλία Στεφανίδου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μετά την απελευθέρωση, το νέο κράτος, προσπαθώντας να αποβάλει τα σύμβολα των κατακτητών, καταστρέφει κατ’ αρχήν του θρησκευτικούς χώρους των μουσουλμάνων και μάλιστα τα πιο χαρακτηριστικά τμήματά τους, τους μιναρέδες».
Στη Φλώρινα, λόγου χάριν, το 1926, με εντολή των αρχών, κατεδαφίστηκαν τα πέντε από τα επτά τζαμιά της πόλης. Κάτω από εθνοθρησκευτικές αντιλήψεις στην περίοδο της επταετούς δικτατορίας κατεδαφίζονται πολλά τζαμιά. Αλλα κατεδαφίστηκαν για τη διενέργεια ανασκαφών, ειδικότερα στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού που επικρατούν κλασικιστικές αντιλήψεις.
Αργότερα οι νέες οικιστικές, πολεοδομικές και ρυμοτομικές ανάγκες των πόλεων οδηγούν σε μερική ή ολική καταστροφή μνημείων, μεταξύ αυτών και οθωμανικών. Κάποια κατεδαφίζονται για να χτιστούν δημόσια κτίρια, τράπεζες, ακόμα και εμπορικά καταστήματα (π.χ. το Μολλά Τζαμί στη Δράμα γκρεμίστηκε το 1927 και στη θέση του βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα), ή για να ανοιχθούν δρόμοι.
Οσα τζαμιά δεν κατεδαφίζονται παίρνουν διάφορες χρήσεις. Τη δεκαετία του ’20 πολλοί ιεροί χώροι των μουσουλμάνων μετατρέπονται σε χριστιανικούς -το τζαμί Ιμπραήμ Πασά στην Καβάλα είναι η σημερινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Υπήρξε το μεγαλύτερο τέμενος της πόλης (χτίστηκε το 1530) και το συνοδεύει η πικάντικη ιστορία του ιδρυτή του, του Ιμπραήμ πασά, ο οποίος υπήρξε κουνιάδος, βεζίρης, αλλά και εραστής του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη.
Οταν η γυναίκα του Σουλεϊμάν τον δολοφόνησε, επονομάστηκε Ευνοούμενος ή Εκτελεσμένος. Κάποια άλλα τζαμιά στεγάζουν δημόσιες λειτουργίες, πολλά τα βρίσκουμε ως κινηματογράφους, ενώ κάποια δέχονται άλλες χρήσεις (ξυλουργεία, συνεργεία κ.ά.) Φυσικά υπάρχουν και εκείνα που χρησιμοποιούνται ως μουσεία, στεγάζουν αρχαιολογικές συλλογές, όπως το τζαμί Τζισδαράκι στην Πλάκα, όπου στεγάζεται συλλογή μεταβυζαντινής κεραμεικής.
Η απώλεια ή και η αλλοίωση πολλών οθωμανικών τέμενων σημαίνει όμως απώλεια πολύτιμων πληροφοριών για την ιστορική εξέλιξη των πόλεων, καθώς αυτά τα κτίρια κατείχαν κομβική θέση στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική ζωή μιας πόλης. Γι’ αυτό και στα πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης τον 19ο αιώνα οι μελετητές (Κλεάνθης-Σάουμπερτ-Κλέντζε και Εμπράρ-Μώσον αντίστοιχα) περιλαμβάνουν τα οθωμανικά μνημεία. Ο υπουργός Συγκοινωνιών της κυβέρνησης Βενιζέλου το διάστημα 1917-1922, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αντιδρά στην κατεδάφιση των μιναρέδων και γράφει: «είναι εθνικόν κτήμα, έχουν αξία και πρέπει να μένουν σεβαστά».
Συνήθως οι τοπικοί παράγοντες ήταν φορείς πιο συντηρητικών θέσεων και συχνά έρχονται σε αντίθεση είτε με τις πολιτικές αρχές, είτε συχνότερα με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πάντως οι αντιδράσεις αρχαιολόγων και φορέων δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το 1971 την κατεδάφιση στο Ηράκλειο του τζαμιού Βαλιδέ, το οποίο δεν έφτανε που ήταν οθωμανικό, αλλά πριν γίνει οθωμανικό ήταν και ενετικό, ο ναός του Σωτήρος-San Salvador.
Επιθέσεις και διαμαρτυρίες
Εκτοτε, άλλαξαν πολλά και κυρίως οι αντιλήψεις. Ο Α. Μπακιρτζής μας μεταφέρει για το πολύ σπουδαίο τζαμί στο Διδυμότειχο: «Ο δήμος, διαμέσου του δημάρχου, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την αποκατάσταση του μνημείου. Τεράστια αλλαγή, αν σκεφτείτε ότι το 1975 αρκετοί ζητούσαν να γκρεμιστεί. Αυτή τη στιγμή και η τοπική κοινωνία περιμένει να το δει αποκατεστημένο και μας λέει μπράβο».
Και, επειδή η κοντόθωρη αντίληψη έχει πολλές εκδοχές, ο ίδιος θυμάται ότι «το 1960 στην Καβάλα γκρεμίστηκε η εκκλησία της Παναγίας, διότι ήταν μεταβυζαντινή, άρα τούρκικη!» Φυσικά δεν έχουν εκλείψει ούτε σήμερα οι εκφραστές των πιο ακραίων και φανατισμένων αντιλήψεων. Επιθέσεις γίνονται στον τεκέ των Τεμπών το 1997, σε τζαμί της Ξάνθης το 2009, ενώ διαμαρτυρίες εκφράζονται για την αποκατάσταση του τζαμιού της Ελασσόνας το 1995, του Γενί Τζαμιού της Μυτιλήνης το 2005. Ωστόσο τέτοιες αντιλήψεις και συμπεριφορές εκπροσωπούν μικρό κομμάτι της κοινωνίας.
Αυτή τη στιγμή η επίσημη πολιτεία έχει κηρύξει διατηρητέα περισσότερα από 400 οθωμανικά μνημεία, από τα οποία περίπου τα 100 είναι τζαμιά και μιναρέδες. Ο πραγματικός αριθμός αυτών των κτιρίων στον ελλαδικό χώρο προφανώς και ήταν μεγαλύτερος, αν σκεφτούμε ότι η οθωμανική παρουσία ξεκίνησε το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και έληξε ολοκληρωτικά στις αρχές του 20ού.
Τα κοινοτικά πακέτα στήριξης, κυρίως τα Β’ και Γ’ ΚΠΣ αποτέλεσαν την πηγή χρηματοδότηση πολλών έργων αποκατάστασης και επανάχρησης γενικότερα οθωμανικών μνημείων και φυσικά τεμενών. Το πρόσφατα αποκατεστημένο τζαμί της Ναυπάκτου θα στεγάσει τη βυζαντινή συλλογή της πόλης. Το τζαμί της Λάρισας στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Στη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκεται πλήθος οθωμανικών μνημείων, μετά τους σεισμούς του 1978, εκπονούνται συστηματικά προγράμματα αναστήλωσης και έχουν αναστηλωθεί το τέμενος Χαμζά Μπέη, το Γενί Τζαμί, το Αλατζά Ιμαρέτ, όπου στα δύο τελευταία φιλοξενούνται εκδηλώσεις της πόλης. Στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα επίσης εκπονούνται ανάλογα προγράμματα.
Στο τζαμί Καρά Μουσά του Ρεθύμνου, μετά την αποκατάστασή του, θα φιλοξενηθεί ψηφιακή βάση δεδομένων των οθωμανικών μνημείων της Κρήτης, στον προκειμένη περίπτωση μια χρήση απολύτως ταιριαστή με τον χώρο. Το περίφημο Οσμάν Σαχ Τζαμί στα Τρίκαλα, που έγινε με σχέδια του ελληνικής καταγωγής σημαντικού αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Σινάν, έχει αποκατασταθεί και παραχωρηθεί για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του δήμου. Το Φετιχέ Τζαμί στα Γιάννενα θα φιλοξενήσει έκθεση με θέμα «Η πόλη των Ιωαννίνων και ο Αλή Πασάς».
Ο κατάλογος είναι μακρύς και σίγουρα τιμητικός, όταν το επίσημο κράτος έστω και καθυστερημένα σκύβει πάνω σε αυτό το κομμάτι των υλικών μαρτυρίων της ιστορίας του τόπου, αλλά θα τολμήσουμε να πούμε ότι, ακριβώς λόγω αυτής της καθυστέρησης, παραμένει ένας κατάλογος αναντίστοιχος της τεράστιας ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, που μένει ωστόσο να ολοκληρωθεί.
Πηγή, enet.gr, στοιχεία: Αργύρης Μπακιρτζής, κείμενα: Δήμητρα Μυρίλλα