Το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα. Μίλησε γι αυτό και ο πρωθυπουργός στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Mε την ευκαιρία αυτή, είναι καιρός να μιλήσουμε για μια εκκρεμότητα δεκαετιών, που θα σηματοδοτούσε επιτέλους ένα σύγχρονο, όχι βεβαίως σοσιαλιστικό αλλά αστικό κράτος. Μια εκκρεμότητα, τη μοναδική, που παραμένει από τις αλλαγές που έφερε στην ελληνική κοινωνία η μεταπολίτευση του 1974. Μιλάμε για τον πλήρη χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, που εδώ και 183 χρόνια, από τότε που στον απόηχο της Επανάστασης του 1821 κηρύχτηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και η διοικητική της αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποτελεί ένα αίτημα αδικαίωτο, παρά τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί όχι μόνο στην πολιτική ζωή αλλά και στην καθημερινότητα των ελλήνων πολιτών. Και τα προβλήματα αυτά θα αυξάνονται συνεχώς αφού η ελληνική κοινωνία αλλάζει. Με τη μαζική μετανάστευση αυξάνεται ο αριθμός των αλλοθρήσκων ελλήνων πολιτών. Το ίδιο αυξάνει και ο αριθμός αυτών που δηλώνουν άθεοι.
Πρέπει να θυμίσουμε ότι ο αίτημα για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας δεν ήταν μόνο θέση του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος αλλά μια θέση που εξέφραζε και τις δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού. Μην ξεχνάμε πως στη Γαλλία το ζήτημα αυτό έχει λυθεί ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Στην Ελλάδα , για να μιλήσουμε μόνο για τα τελευταία 42 χρόνια υπονομεύθηκε από τις πρώτες κιόλας μέρες της μεταπολίτευσης όταν αποτελούσε θέση όλων των κομμάτων , ακόμη και της καραμανλικής Νέας Δημοκρατίας . Στη συνέχεια βέβαια ξεχάστηκε και από το ΠΑΣΟΚ. Τώρα το ξεχνάει και ο ΣΥΡΙΖΑ , στην κυβέρνηση πια, αντικαθιστώντας τη θέση αρχής για τον χωρισμό με το γενικόλογο «εξορθολογισμό» και απλά στην συγκρότηση μιας επιτροπής που συνεδριάζει υπό την προεδρία του υπουργού Παιδείας και θα συζητά τα θέματα που προκύπτουν κατά καιρούς. Μια θέση που σε τίποτα δεν διαφέρει από τους δικολαβισμούς του Ευάγγελου Βενιζέλου που μιλούσε για «διακριτούς ρόλους» όταν επιχειρηματολογούσε γιατί δεν είναι αναγκαία η συνταγματική κατοχύρωση του χωρισμού.
Το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας»
Από την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, έως τις μέρες μας επί 183 χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδος και οι κυρίαρχες τάξεις , το ελληνικό κράτος πορεύτηκαν μαζί, αλληλοϋποστηρίχθηκαν.
Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της σχέσης ήταν η υποταγή της Εκκλησίας στο Κράτος, με αντάλλαγμα την αναγνώριση τής προνομιακής της θέσης στην ελληνική κοινωνία, αλλά και την παραχώρηση «κοσμικών εξουσιών» στις ηγετικές της ομάδες.
Πιο συγκεκριμένα τη χώρα μας ισχύει το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας». Η θρησκεία που ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως επικρατούσα. Αυτό έχει οδηγήσει την μετατροπή της Εκκλησίας σε ένα ιδόμορφο τμήμα του κρατικού μηχανισμού.
Όλες οι δομές της αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Τα στελεχη της χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι αποφάσεις των οργάνων της σε θέματα διοίκησης αποτελούν διοικητικές πράξεις, που προσβάλλονται στα δικαστήρια της Πολιτείας. Επίσης η Πολιτεία επεμβαίνει στην οργάνωση της Εκκλησίας με νόμους , ενώ οι εκκλησιαστικοί κανόνες εφαρμόζονται μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας και με την προϋπόθεση να μην έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους του Κράτους. Αυτό το σύστημα έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία με αντάλλαγμα την προνομιακή μεταχείρησή της έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών. Έτσι στα σχολεία δεν διδάσκεται το μάθημα της θρησκειολογίας αλλά των θρησκευτικών σύμφωνα με τα ορθόδοξα δόγματα. Δοξολογίες και προσευχές σε στρατιωτικές μονάδες και σχολεία αποτελούν καθεστώς. Το εορτολόγιο ,οι επίσημες τελετές και αργίες των δημοσίων υπηρεσιών καθορίζονται σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ακόμη αναγνωρίζεται σε όργανα της Εκκλησίας δικαιοδοσία σε θέματα ιδιωτικού Δικαίου όπως είναι ο γάμος