Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Ο εθνικισμός μέσα από τη νεώτερη βαλκανική ιστορία

Από εδώ
Εισαγωγή
Το έθνος και ο εθνικισμός έχουν προσεγγιστεί μέσα από αντιθετικές οπτικές, διαφορετικά επιστημονικά πεδία και διάφορες μεθόδους ανάλυσης. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει προκύψει ένας σημαντικός αριθμός μελετών που εστιάζουν σε συγκεκριμένα έθνη, κράτη και περιοχές, ειδικά της βαλκανικής χερσονήσου. Στόχος αυτού του πονήματος δεν είναι τόσο να διαβεί και ενδεχόμενα να επεκτείνει τις οδούς της επιστημονικής έρευνας και της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, όσο να καταθέσει μια εναλλακτική προσέγγιση και κυρίως μια πολιτική τοποθέτηση. Μια πολιτική τοποθέτηση κάποιων συντρόφων από τη Θεσσαλονίκη και τα Σκόπια γύρω από το μακεδονικό ζήτημα και σε σχέση με τις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού. Αυτή η τοποθέτηση είναι άμεσα συνυφασμένη με τον πολιτικό μας προσανατολισμό και με την κριτική μας στάση απέναντι στις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού.
Η καινοτομία του βιβλίου, που κρατάτε στα χέρια σας, έγκειται στο ότι αποτελεί το προϊόν μιας από κοινού εργασίας μεταξύ συντρόφων από τις δύο πλευρές των συνόρων. Η δίγλωσση αποτύπωση των σκέψεων μας σε ένα ενιαίο βιβλίο συμβολίζει τη δύναμη της από κοινού αντιπαράθεσης στον κοινό εχθρό: τον εθνικισμό όπου κι αν αυτός βρίσκεται. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελεί τη δική μας μικρή προσπάθεια επούλωσης των ιστορικών πληγών που ανοίγουν οι εθνικοί διαχωρισμοί και τα σύνορα. Μέσα από τις συναντήσεις μας, ήρθαμε σε επαφή με άγνωστες μέχρις στιγμής πραγματικότητες και, μέσα από την επικοινωνία των εμπειριών και των βιωμάτων μας, ήρθαμε περισσότερο κοντά στα κοινά στοιχεία που μας ενώνουν ανεξάρτητα από τη πλευρά των συνόρων που έτυχε να γεννηθούμε και τη γλώσσα που μάθαμε να μιλάμε στην παιδική μας ηλικία.
Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται η ανάλυση του έθνους και του εθνικισμού μέσα από μια σύντομη παρουσίαση της βαλκανικής ιστορίας από τις αρχές του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο εθνικισμός είναι μια σύγχρονη ιδεολογία σύμφωνα με την οποία το «ανήκειν» σε ένα έθνος αποτελεί «φυσική» ιδιότητα. Τα μέλη του έθνους συνδέονται μεταξύ τους με ένα είδος συγγενικού δεσμού, χωρίς να χρειαστεί να συναντήσει ποτέ ο ένας τον άλλον. Μέσα από μια αλληλεγγύη, που υπερβαίνει τις ταξικές αντιθέσεις, που παραβλέπει τις ανισότητες και την εκμετάλλευση της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα μέλη του έθνους αυτοπροσδιορίζονται ως μια μεγάλη οικογένεια. Αυτή, όμως, η αφήγηση αποκρύπτει λυσσαλέες συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, καπιταλιστές και εργάτες, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, άτομα διαφορετικής εθνότητας, φυλής και φύλου. Η ιστορική μας διαδρομή ξεκινά με μια περιληπτική αναφορά στην πολυεθνική οθωμανική αυτοκρατορία και δίνει έμφαση στις επαναστάσεις στη Σερβία (1804) και στην Ελλάδα (1821). Ακολουθεί μια κριτική ανάλυση των εννοιών του έθνους και του εθνικισμού, παράλληλα με μια αναφορά στη βουλγαρική εθνογένεση. Τέλος, καταλήγει στην παρουσίαση του μακεδονικού ζητήματος. Ο σχηματισμός του έθνους-κράτους αναδεικνύεται περισσότερο ως μια ανάγκη της αστικής ελίτ, των εμπόρων και των μεγαλοκτηματιών, παρά ως κίνημα των ασθενέστερων και καταπιεσμένων τάξεων. Όπως και στα περισσότερα μέρη του κόσμου, αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα παράλληλα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη βιομηχανοποίηση.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, περνάμε στην ιστορία του ονόματος της Μακεδονίας. Ενώ στις κυρίαρχες εθνοκεντρικές ιστορικές αφηγήσεις η έμφαση δίνεται συνήθως στην απόδειξη της αυθεντικότητας ορισμένων τοπωνυμίων ή εθνωνυμίων και της ιστορικής τους συνέχειας μέσα στο χρόνο, στο κεφάλαιο αυτό αναδεικνύεται η ασυνέχεια μέσα από τις αλλαγές που υφίστανται οι γεωγραφικές ονομασίες στο χρόνο. Οι αλλαγές αυτές δείχνουν ότι το όνομα της Μακεδονίας δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά μ’ ένα λαό και μια γεωγραφική περιοχή, αλλά αποκτά διαφορετικές σημασίες τόσο εθνικής όσο και γεωγραφικής υπόστασης στα βάθη των αιώνων. Τέλος, αναφέρονται οι δύο αποκλίνουσες γεωγραφικές παραδόσεις για το όνομα της Μακεδονίας οι οποίες τροφοδότησαν τη σύγχρονη εθνικιστική διαμάχη μεταξύ της ∆ημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας.
Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται η αποδόμηση των εθνικών συμβόλων και μύθων, των εργαλείων δηλαδή, στα οποία στηρίζεται ο εθνικισμός για να μεταστρέψει νοήματα και να αποδώσει νέες ερμηνείες σε πράγματα και έννοιες. Στη συνέχεια, γίνονται αντιληπτά από κάθε άτομο που διαθέτει μια στοιχειώδη πληροφόρηση και λίγη σκέψη, τα κίνητρα πίσω από την βάπτιση του δεκαεξάχτιδου ήλιου ως μακεδονικού συμβόλου και του τάφου ΙΙ της Βεργίνας ως τάφου του πατέρα του Αλέξανδρου Γ ́. Αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο έχει χτιστεί η σημερινή εικόνα του Αλέξανδρου Γ ́ με στόχο την τόνωση του εθνικού αισθήματος, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται η αποδόμηση της ιστορικής του φιγούρας. Προφανώς, δεν παραλείπουμε τη συμβολή του εκπαιδευτικού συστήματος, των διανοούμενων, των καλλιτεχνών και των μέσων ενημέρωσης στην παραγωγή, αναπαραγωγή και συντήρηση αυτών των εθνικών συμβόλων και μύθων.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, γίνεται μία προσπάθεια σύνδεσης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων με την άνοδο του εθνικισμού στη ∆ημοκρατία της Μακεδονίας και στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Περιγράφονται οι τρόποι με τους οποίους τα κράτη σε αγαστή συνεργασία με άλλους δημόσιους θεσμούς (ΜΜΕ, σχολεία, εκκλησία, κλπ) καλλιεργούν συστηματικά τον εθνικό μύθο, υποδαυλίζουν την εθνικιστική φρενίτιδα, αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη μετακυλώντας την ευθύνη για τα κοινωνικά προβλήματα στους «άλλους», εκτονώνουν την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων και κατορθώνουν, έστω και πρόσκαιρα, την άμβλυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Παράλληλα, αναγνωρίζουμε σε κομμάτια της κοινωνίας μία έντονη τάση συμπαράταξης με το εθνικό ιδεώδες. Η άνοδος του εθνικισμού στις δύο χώρες δεν προκαλεί προβλήματα στο εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο. Το αντίθετο, συμβαδίζει με την καπιταλιστική ανάπτυξη και παρέχει ευκαιρίες πλουτισμού σε αυτούς/ες που «ξέρουν να τις εκμεταλλεύονται» (ελληνικές επενδύσεις στα βαλκάνια, συμμαχίες των αντίστοιχων αστικών τάξεων, εκμετάλλευση των εμπάργκο από οικονομικά συμφέροντα και άνθιση λαθρεμπορίου). Επιπλέον, ο εθνικισμός δημιουργεί τις απαραίτητες κοινωνικές συμμαχίες, λειαίνοντας έτσι το έδαφος πάνω στο οποίο προχωρά η καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτή η διαδικασία αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και προωθεί την υποβάθμιση της ζωής όλων των εκμεταλλευόμενων, αλλά κυρίως των μεταναστών και των άλλων περιθωριοποιημένων ομάδων, που αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο.
Τέλος, παρατίθεται ένα παράρτημα που αναφέρεται στην αναρχική ομάδα των Γεμιτζήδων (Βαρκάρηδων) και συγκεκριμένα στην ιστορία και στη δράση τους, καθώς και στα κίνητρα και πολιτικά σκεπτικά που τους οδήγησαν στις επιθέσεις που πραγματοποίησαν στη Θεσσαλονίκη. Κι εδώ επιχειρείται η αποδόμηση της εικόνας που έχει τεχνηέντως κατασκευαστεί σήμερα στη ∆ημοκρατία της Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία οι Γεμιτζήδες αντιμετωπίζονται ως εθνικοί ήρωες.
Κλείνοντας την εισαγωγή, κρίνουμε απαραίτητο να ευχαριστήσουμε όσες και όσους συνεισέφεραν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην ολοκλήρωση αυτού του βιβλίου. Η βοήθειά τους ήταν πράγματι πολύτιμη. Ελπίζουμε το βιβλίο αυτό να αποτελέσει αφενός, ένα ουσιαστικό βοήθημα σε οποιαδήποτε προσπάθεια αυτομόρφωσης στους κόλπους του ανταγωνιστικού κινήματος και αφετέρου πεδίο γόνιμων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων

1. Ο εθνικισμός μέσα από τη νεώτερη βαλκανική ιστορία

Στην αυγή του 19ου αιώνα τα βαλκάνια αποτελούσαν στην πλειονότητά τους κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας1. Μιας πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής αυτοκρατορίας στους κόλπους της οποίας κατοικούσαν πάνω από 30 εθνότητες ή εθνοτικές ομάδες, με πλούσια γλωσσική, θρησκευτική και πολιτισμική διαφοροποίηση. Υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, τα Βαλκάνια είχαν πολιτισμικά ή γλωσσικά εκτουρκιστεί σε ποσοστό που κυμαινόταν μέχρι και το πενήντα τοις εκατό σε μερικές περιοχές (κυρίως στις κεντρικές και στις ανατολικές περιοχές που γειτνίαζαν με την Κωνσταντινούπολη). Το ποσοστό αυτό όμως ποίκιλε, τόσο από επαρχία σε επαρχία, όσο και μέσα σε κάθε επαρχία, καθώς οι Τούρκοι κατοικούσαν κυρίως στις πόλεις. Ο σλαβικός χαρακτήρας των δυτικών εδαφών και ο λατινογενής των υπερδουνάβιων ανατολικών, είχε επιβεβαιωθεί. Ο ελληνισμός της νοτιότερης θαλάσσιας ζώνης δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση μέχρι τις αλβανικές επιδρομές2. Ωστόσο, οι νοτιότερες και ανατολικότερες περιοχές στην ενδοχώρα είχαν μετατραπεί σε ένα αμάλγαμα -ελληνικό, σλαβικό, βλάχικο, τουρκικό, αλβανικό- με ανθρώπους ακαθόριστης ταυτότητας και ρευστής συνείδησης.
Είχαν όλοι αυτοί οι λαοί επίγνωση της «εθνικής» τους υπόστασης τους τρεις με τέσσερις πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης; Φυσικά και όχι. Η έννοια του έθνους υπεισέρχεται στις ζωές των κατοίκων της χερσονήσου μόνο κατά τον 19ο αιώνα και φυσικά δεν παράγει τα ίδια οφέλη για όλους. Ποιοι είναι αυτοί που ωφελήθηκαν από την κατασκευή του εθνικού μύθου; Ποιοι πρωτοστάτησαν στην επαναστατική δραστηριότητα που οδήγησε στη δημιουργία εθνικών κρατών; Πως λειτούργησε η εθνική ιδεολογία σ’ όλη αυτή την περίοδο; Πως επέδρασε ο εθνικισμός στον αυξανόμενο κοινωνικό ανταγωνισμό και στη διάλυση των προκαπιταλιστικών δομών; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Πιο συγκεκριμένα, θα επιχειρήσουμε μια συγκριτική μελέτη τριών εθνικών κρατών που σχηματίζονται την περίοδο αυτή, της Σερβίας, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας3. Οι ομοιότητες που υπάρχουν δείχνουν ότι και στους τρεις εθνικισμούς, η τάξη των εμπόρων και οι εθνικές κοινότητες της διασποράς διαδραματίζουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την επαναστατική περίοδο. Και στις τρεις περιπτώσεις η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι αποτέλεσμα εγχώριων κινήσεων και πολιτικών, αλλά συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων ∆υνάμεων4. ∆εν είναι τυχαίο ότι και στις τρεις χώρες το πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύεται είναι κατ’ όνομα φιλελεύθερο, ενώ στην ουσία εξυπηρετεί τα ολιγαρχικά συμφέροντα των ελίτ που μορφοποιούνται την περίοδο των επαναστάσεων. Τέλος, η εθνικιστική ιδεολογία αποτελεί το μέσο για την κινητοποίηση των λαϊκών μαζών της Σερβίας, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, όχι προς όφελός τους, αλλά για την προστασία της θέσης και της εξουσίας των αντίστοιχων ελίτ. Θα ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας από την περιγραφή του πλαισίου στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα παραπάνω.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ένα τυπικό εθνικό κράτος. Είναι αλήθεια ότι οι ιδρυτές του οθωμανικού κράτους και της δυναστείας ήταν τουρκικής καταγωγής, αλλά με τις κατακτήσεις το οθωμανικό κράτος περιέκλεισε τελικά ένα μεγάλο αριθμό λαών που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και πίστευαν σε διαφορετικές θρησκείες. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, η οθωμανική άρχουσα τάξη ήταν εξαιρετικά ανοιχτή στις διάφορες εθνοτικές ομάδες. Στην πραγματικότητα η οθωμανική κυβέρνηση συνεισέφερε στην επιβίωση των ομάδων αυτών μέσω του μη εθνοτικού χαρακτήρα της ελίτ της5. Πολλοί αξιωματούχοι ήταν βέβαια μουσουλμάνοι αλλά αυτό αποτελούσε απλώς ένα προσόν για το αξίωμα. Η αλλαξοπιστία ήταν ένας μηχανισμός κοινωνικής ανέλιξης ή και διατήρησης της κυριότητας της γης και διαφόρων προνομίων από τις τοπικές αριστοκρατίες.
Οι μετακινήσεις των πληθυσμών, στα όρια της οθωμανικής επικράτειας αλλά και στα γειτονικά αυστροουγγρικά εδάφη6, είχαν ως αποτέλεσμα τη διαρκή μεταβολή του εθνολογικού μωσαϊκού των Βαλκανίων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε στα βουνά. Εκεί δεν υφίσταντο στην πραγματικότητα έλεγχο και διατήρησαν ημι-νομαδικές μορφές οργάνωσης στα πλαίσια της κτηνοτροφικής οικονομίας ή της οικονομίας της αυτάρκειας και της κοινοτικής οργάνωσης. Στη Σερβία, η οργάνωση σε ζάντρουγκες7 είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός παραδοσιακού πατριαρχικού συστήματος. Η ζάντρουγκα ήταν ιδανική για μια οικονομία στην οποία η αγορά και το χρήμα δεν είχαν κεντρική σημασία. Η ανάπτυξη των μεταφορών, η αύξηση των συναλλαγών και ο εκχρηματισμός της οικονομίας, οδήγησαν σταδιακά στην εξαφάνισή της κατά τον 19ο αιώνα. Η δημιουργία φατριών και το σύστημα πολιτικής και οικονομικής πατρωνίας που την ακολούθησε ήταν η αντίστοιχη τακτική στον ελλαδικό χώρο.
Επομένως, το οθωμανικό σύστημα δεν είχε επιβάλλει ούτε την πολιτική ενσωμάτωση, ούτε μια καινούργια κουλτούρα. Η ανάπτυξη της υπαίθρου είχε μεν εμποδιστεί, αλλά επιβίωνε διατηρώντας τις παλιές της αξίες. Ο ατομισμός ήταν απών. Βασικό στοιχείο της κοινοτικής οργάνωσης αποτελούσαν ακόμη οι προύχοντες, που ήταν οι μεσάζοντες ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και στο λαό.
Η εμφάνιση της εθνικής χειραφέτησης στις αρχές του 19ου αιώνα συνδέεται και με την κατάρρευση του παραδοσιακού οθωμανικού οικοδομήματος στα τέλη του 18ου αιώνα. Η αντικατάσταση των τιμαρίων8 από τα τσιφλίκια και η γενικότερη μεταβολή της οικονομικής και κοινωνικής δομής της αυτοκρατορίας αντικατοπτρίζει αφενός την παρακμή της κεντρικής διοίκησης, που συνοδεύεται από την εκμίσθωση των φόρων και των κρατικών υπηρεσιών, και αφετέρου τις νέες συνθήκες που δημιούργησε στη διεθνή οικονομία το καπιταλιστικό σύστημα. Η ανάγκη της διεθνούς αγοράς για πρώτες ύλες και είδη πρώτης ανάγκης μεγάλωσε το ενδιαφέρον των μεγάλων γαιοκτημόνων για την αγροτική παραγωγή. Έτσι παντού παρατηρείται εντατικοποίηση στην εκμετάλλευση της γης και, όπου οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν, ενίσχυση της μεγάλης γαιοκτησίας. Η νέα αυτή μορφή γαιοκτησίας (τσιφλίκια) επεκτάθηκε σημαντικά και απορρόφησε βαθμιαία τις ανεξάρτητες μικρές ιδιοκτησίες των ραγιάδων. Τα τσιφλίκια οδήγησαν τους αγρότες σε ένα καθεστώς μερικής δουλοπαροικίας9. Οι χριστιανοί χωρικοί έγιναν δούλοι και δεν είχαν πια την προστασία των τοπικών οθωμανικών αρχών απέναντι στις αυθαιρεσίες του κυρίου τους. Το νέο καθεστώς γης συμβάδιζε με τη μεγαλύτερη τοπική αυτονομία στις περιφέρειες και με την ανάπτυξη της χριστιανικής αστικής τάξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προύχοντες της υπαίθρου ήταν παραγωγοί αλλά και φοροεισπράκτορες στο εσωτερικό της κοινότητας, έμποροι αγροτικών προϊόντων, μαγαζάτορες και τοκογλύφοι. Αυτοί, μαζί με τους ανερχόμενους εμπόρους και αστούς, θα είναι οι πρωταγωνιστές των επαναστάσεων που ακολουθούν.



1 Το υπόλοιπο τμήμα ήταν κομμάτι της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, η οποία περιελάβανε: 51.000.000 κατοίκους (στις αρχές του 20ου αιώνα), δύο κράτη, δέκα «ιστορικά» έθνη και περισσότερες από είκοσι εθνοτικές ομάδες (Mazower, 2004). Επιστροφή
2 Οι επιδρομές αυτές έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και ιδίως μεταξύ του 13ου και 16ου αιώνα. Συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Επιστροφή
3 Οι περιπτώσεις της Ρουμανίας και της Αλβανίας δε θα μας απασχολήσουν. Επιστροφή
4 Χωρίς την ουσιαστική διπλωματική αλλά και στρατιωτική παρέμβαση των Μεγάλων ∆υνάμεων (Μεγ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) σίγουρα η 15η Φεβρουαρίου στη Σερβία και η 25η Μαρτίου στην Ελλάδα δεν θα αποτελούσαν εθνικές εορτές και αργίες. Επιστροφή
5 Τα πρώτα 170 χρόνια από τους 50 μεγάλους βεζίρηδες μόνο 5 ήταν Τούρκοι, 11 εξισλαμισμένοι Αλβανοί, 11 Νοτιοσλάβοι και 6 Έλληνες (Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, 1987). Επιστροφή
6 Είτε λόγω της εποικιστικής πολιτικής της Πύλης (που συνεπάγεται τη μεταφορά τουρκικών πληθυσμών από τα «χαμένα» εδάφη του Καυκάσου και της Κριμαίας), είτε λόγω εμπορικών ή οικονομικών συμφερόντων, είτε τέλος ως αποτέλεσμα κάποιας αποτυχημένης τοπικής εξέγερσης (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Μεγάλη Έξοδος των Σέρβων το 1690 προς την Ουγγαρία).Επιστροφή
7 Ζάντρουγκα: Μια ευρεία οικογένεια, που αποτελείται από δύο ή παραπάνω βιολογικές οικογένειες, κατέχει γη, ζώα και εργαλεία από κοινού, και τα μέλη της μοιράζονται τους ίδιους πόρους. Επιστροφή
8 Έκταση γης που δινόταν σε αξιωματούχους ή σε επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε αντάλλαγμα παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών. Επιστροφή
9 Το τσιφλίκι ενώ παράγει για την αγορά, οι σχέσεις στο εσωτερικό του είναι μάλλον φεουδαρχικού τύπου. Επιστροφή
[wptabposts mode=”horizontal” effect=”fade” number=”5″ cat=”265495″]

1 σχόλιο:

  1. Η έννοια και η συνείδηση του έθνους υπήρχε από παλιά , οσο και να προσπαθείτε να την συκοφαντήσετε με την υποτιθέμενη σχέση με τον εθνικισμό. Ο διεθνισμός είναι μια πλαστογραφία

    ΑπάντησηΔιαγραφή